Πώς είναι δυνατόν 200 και πλέον ιοί να προκαλούν την ίδια ασθένεια, το κοινό κρυολόγημα; Η απάντηση είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει: τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος προκαλούνται στην πραγματικότητα από την αντίδραση του ανοσοποιητικού μας συστήματος στους ιούς. Οι ιοί οι οποίοι πετυχαίνουν να σπάνε την άμυνά μας, συνήθως πολλαπλασιάζονται στα επιθηλιακά κύτταρα του λάρυγγα. Αυτό εξηγεί γιατί πρώτα αισθανόμαστε πόνο και ερεθισμό στον λαιμό. Ο ερεθισμένος λαιμός αφήνει την αίσθηση ότι ο ίδιος ο ιστός έχει καταστραφεί, αλλά αυτό συμβαίνει σπανιότατα σε περίπτωση κρυολογήματος. Αντίθετα, τα συμπτώματα προκαλούνται από τα χημικά σήματα κινδύνου που απελευθερώνουν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος όταν ανιχνεύσουν ιούς. Τα σήματα αυτά πυροδοτούν φλεγμονές τοπικά, ενώ επίσης ερεθίζουν αισθητικά νευρικά κύτταρα που παράγουν το αίσθημα του πόνου και προκαλούν φτάρνισμα.

Το σημαντικότερο από αυτά τα σήματα, τα οποία ονομάζονται κυτοκίνες, είναι η ιντερφερόνη. Αυτή πυροδοτεί πονοκεφάλους, αίσθηση κόπωσης, απώλεια όρεξης, ναυτία, ζάλη, κατάθλιψη και μυϊκό πόνο. Μιαδυο μέρες αργότερα, τα πρώιμα αυτά συμπτώματα ακολουθούνται από καταρροή καθώς η φλεγμονώδης αντίδραση επεκτείνεται στη μύτη. Αρχικά οι εκκρίσεις είναι υδαρείς καθώς τα μικρά τριχοειδή αγγεία αποβάλλουν το υδαρές μέρος του αίματος. Στη συνέχεια οι αδένες της μύτης αρχίζουν να παράγουν βλέννη προκειμένου να απομακρύνουν τα ιικά σωματίδια. Αν η βλέννη είναι πράσινου χρώματος, δεν είναι ένδειξη βακτηριακής λοίμωξης (όπως λανθασμένα πιστεύουν ορισμένοι γιατροί), αλλά ένδειξη της παρουσίας πολλών λευκοκυττάρων του αίματος τα οποία μεταφέρουν σιδηρούχους (και πράσινου χρώματος) καταλύτες για την καταστροφή των ιών.

Κατά τη διαδικασία αυτή, οι φλέβες του ρινικού επιθηλίου διαστέλλονται. Η διαστολή αυτή, και όχι η βλέννη, είναι ο λόγος για τη συμφόρηση που καθιστά την αναπνοή δύσκολη. Νευρικά κύτταρα (του αυτόνομου νευρικού συστήματος) εξασφαλίζουν ότι οι φλέβες σε κάθε ρουθούνι διαστέλλονται εκ περιτροπής, περίπου ανά τρία λεπτά, προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης συμφόρηση. Οι δακρυϊκοί πόροι και τα ιγμόρεια αναπτύσσουν επίσης φλεγμονώδη αντίδραση κάνοντας τα μάτια να κλαίνε και τα ιγμόρεια να πονούν.

Αν η φλεγμονή φθάσει σε ενδότερα σημεία του λάρυγγα, προκαλεί βήχα. Είναι η ίδια αντίδραση που θα προκαλούσε κάτι που είχε κολλήσει στον λαιμό μας. Σε αυτή την περίπτωση πάντως ο βήχας δεν εξυπηρετεί σε κάτι, εκτός αν η φλεγμονή έχει φθάσει στους βρόγχους και με τον βήχα αποβάλλεται η βλέννη.

Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν οι θεραπείες για τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος καθυστερούν την ανάρρωση ή όχι. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι τα τυπικά συμπτώματα βοηθούν στο να αποβάλλουμε τις μολύνσεις, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για τις παρενέργειες των κυτοκινών. Φαίνεται ότι η θεραπεία του οργανισμού από το κοινό κρυολόγημα δεν είναι παρά η ίδια η ασθένεια!