Ενώ φέτος συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από την τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη και περίπου έξι από την εξάρθρωση της οργάνωσης «17 Νοέμβρη», η κατάσταση ασφάλειας που επικρατεί στην Ελλάδα δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική παρά την έκτοτε περαιτέρω ενίσχυση της νομοθεσίας και των δομών καταστολής στο πεδίο της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος συνολικότερα. Ετσι εύλογα προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το πόσο ασφαλείς είμαστε σήμερα στο πλαίσιο μιας αντεγκληματικής πολιτικής διαχείρισης κινδύνων που θεσμοθετήθηκε το 2000.

Οπως η πραγματικότητα απέδειξε ανάγλυφα, η «επιχείρηση ασφάλεια» όταν θεσμοθετείται με όρους αποτελεσματικότητας που αποτιμάται κατά το πρότυπο του επιχειρηματικού μάνατζμεντ συνιστά μια πολιτική που βρίσκεται εκτός κοινωνίας, καθώς η κύρια στόχευσή της στη διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων και συγκρούσεων υποτιμά τις κοινωνικές αιτίες που τα παράγουν. Ετσι δεν είναι μόνον αναποτελεσματική για τον σκοπό που θεσμοθετήθηκε, όπως στην περίπτωση των σχετικών νόμων και μέτρων στη χώρα μας, αλλά αναπαράγει το έγκλημα και την κοινωνική βία μέσα από υποσυστήματα παρανομίας που ανταγωνίζονται το επίσημο κράτος. Ως συνέπειες αυτής της κατάστασης παραβιάζονται δικαιώματα και επιπλέον δημιουργούνται αλυσιδωτές προβληματικές καταστάσεις που είναι αδύνατον να ελεγχθούν αν δεν ληφθούν ριζοσπαστικές πολιτικές αποφάσεις.

Θα παραθέσω στη συνέχεια ορισμένα παραδείγματα αρχίζοντας από το ζήτημα της τρομοκρατίας: Η αντιτρομοκρατική αυτή νομοθεσία όχι μόνον δεν συνέβαλε σε τίποτα στην εξάρθρωση της «17Ν» (αρχικά) εκτός από την εκ των υστέρων κατοχύρωση της πολιτείας σε ανακριτικό και δικονομικό επίπεδο, αλλά κυρίως δεν συνέβαλε στην αποτροπή δημιουργίας εγκληματικών οργανώσεων και δικτύων κυρίως του κοινού εγκλήματος (κραυγαλέο παράδειγμα η υπόθεση των Ζωνιανών). Στο ιδεολογικό στίγμα αυτής της νομοθεσίας και των ανάλογων πολιτικών που επιστρατεύθηκαν δεν συνεκτιμήθηκε ότι με τη συγκρότηση τέτοιων οργανώσεων επιλύονται προβλήματα και ανάγκες μερίδας πληθυσμού που ο σύγχρονος τρόπος ζωής διαμορφώνει. Εκτός αυτού η παρανομία στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες διαμορφώνεται ως διαταξικό φαινόμενο και προσφέρεται ως μία εκ των πιθανών και ενδεχομένων λύσεων για μερίδα πληθυσμού, που με κάθε τρόπο προσπαθεί σωρευτικά ή εναλλακτικά να αυξήσει τα κέρδη του ή να διατηρήσει την οικονομική του κατάσταση, να παραμείνει στην αγορά εργασίας ή να λύσει βιοτικά προβλήματα μέσω ενός ευρύτατου φάσματος εγκλημάτων όλων των κατηγοριών. Δράστες τέτοιων εγκλημάτων καταλαμβάνουν διαφορετική θέση στην κοινωνική πυραμίδα του εγκλήματος και αναλαμβάνουν δια φορετικούς ρόλους σε αντιστοιχία με την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση κάθε φορά. Επιτείνεται έτσι το αίσθημα, αλλά και οι αντικειμενικές συνθήκες, ανασφάλειας των πολιτών.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα δείχνουν ότι οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν για την αντιμετώπιση άλλων κοινωνικών προβλημάτων τροφοδότησαν το οργανωμένο έγκλημα. Ενα πρώτο παράδειγμα αφορά τις καταστροφικές συνέπειες της μεταναστευτικής πολιτικής, που κρατάει ομήρους της παρανομίας χιλιάδες ανθρώπους, σε συνδυασμό με την αντιναρκωτική πολιτική, που διατηρεί ενωμένες τις δυνάμεις της παράνομης αγοράς ναρκωτικών: ανάμεσά τους η διαμόρφωση ενός στρώματος μεταναστών που λειτουργεί, σε συνεργασία με Ελληνες ενδεχομένως, ως μια επιχείρηση ενσωμάτωσης των λαθρομεταναστών στην παρανομία και η τροφοδότηση έτσι του οργανωμένου εγκλήματος. Η πρόσφατη σύγκρουση στην πιάτσα ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας ήταν απλώς μία από τις πτυχές αυτής της κατάστασης. Η προσφυγή σε περαιτέρω αστυνομικές παρεμβάσεις ούτε θα λύσει ούτε θα ελέγξει το πρόβλημα, καθώς από αυτή τη «δουλειά» κερδίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι, εκτός από τα εξαρτημένα θύματα.

Ανάλογα είναι και τα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να καταλήξει κάποιος στο ζήτημα των μπράβων. Το περιστατικό στη Μύκονο τον περασμένο Αύγουστο καταδεικνύει πως δεν συνυπολογίζεται στις επίσημες πολιτικές ότι οι νέες αγορές που θεμελιώνονται στην καταναλωτική διασκέδαση και στην ελληνική «γκλαμουριά», στην πραγματικότητα απορρόφησαν ένα ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό νέων με καθόλου ή χαμηλά επαγγελματικά προσόντα που προοριζόταν να μένει άνεργο: τα πρότυπα ανδρισμού και καταξίωσης που καλλιεργήθηκαν ταυτόχρονα με την απαξίωση της γνώσης, της παιδείας, της πολιτικής προσέφεραν το έμψυχο υλικό στο κράτος-επιχειρηματία και διαμόρφωσαν πρόσφορο έδαφος για μια βασική «επιλογή»- μονόδρομο για τους νέους αυτής της κατηγορίας.

Ετσι λοιπόν αρκετά χρόνια μετά την τρομο-υστερία και τις συνέπειές της, η ασφάλεια εξακολουθεί να είναι ζητούμενο αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο, που δεν παραπέμπει πια μόνον στην εγκληματικότητα του δρόμου (παρά τις επικοινωνιακές κορόνες), ούτε στη «17Ν». Σήμερα αρχίζει να διαφαίνεται ότι στο κράτος-επιχειρηματία όχι μόνον απαξιώνονται περαιτέρω οι πολιτικοί θεσμοί, αλλά ότι επιπλέον αντιστοιχεί σε αυτό και ο πολιτικός-επιχειρηματίας, που η ηθική του παρακάμπτει την πάγια (συντηρητική ή μη) πολιτική ηθική και ταυτίζεται με την καινοτομική παρέκκλιση. Αυτός ο τύπος πολιτικού μεθοδεύει τρόπους παράκαμψης της νομιμότητας, ως μιας αυτονόητης λειτουργίας. Ετσι η διαχρονική αξία της πικρής αποκάλυψης «…εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω..» που τόσο ποιητικά η Γαλάτεια Καζαντζάκη έχει αποδώσει, φαίνεται ότι ισχύει και σήμερα, με μία επιπλέον επισήμανση. Οτι το έγκλημα είναι και ο καθρέπτης εκείνων που θεωρητικά περιλαμβάνονται ανάμεσα στις κοινωνικές πρωτοπορίες-«παράδειγμα» για τους εξουσιαζομένους; Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, είτε η πολιτική στηρίζεται στο έγκλημα είτε το έγκλημα στην πολιτική, η ανασφάλεια στηρίζεται και στα δύο και ο νόμος είναι όλο και περισσότερο ανίσχυρος στη συνείδηση των ανθρώπων, καθώς η λογική της αποτελεσματικότητας σε βάρος της νομιμότητας είναι τελικά ο κύριος παράγοντας ανασφάλειας και υπονόμευσης της κοινωνικής ειρήνης.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.