Η αντίδραση των εκλογέων διογκώνεται όποτε η κυβέρνηση τούς θίγει οικονομικά και ταυτοχρόνως υποτιμά τη νοημοσύνη τους

Σε προ μηνός άρθρο του στους «Τimes» του Λονδίνου, που είχε αναδημοσιευθεί και στο «Βήμα», ο Αnatole Κaletsky σημείωνε ότι η άποψη σύμφωνα με την οποία οι εκλογές δεν κερδίζονται από την αντιπολίτευση, αλλά χάνονται από την κυβέρνηση, είναι «μία μεγάλη αλήθεια για τη δημοκρατία». Οι ψηφοφόροι δεν μπορούν να ξέρουν αν η αντιπολίτευση θα είναι ικανή ως κυβέρνηση όχι μόνον επειδή οι προεκλογικές υποσχέσεις είναι ανειλικρινείς, αλλά και επειδή οι εξελίξεις συχνά ανατρέπουν τους σχεδιασμούς. Εκείνο που γνωρίζουν οι ψηφοφόροι είναι ότι έχει αποδειχθεί ακατάλληλη ή κακή η κυβέρνηση που έχουν. Ο κολασμός της οφείλει, λοιπόν, να είναι το βασικό κριτήριο των εκλογέων και μάλιστα, κατά τον Κaletsky, συνιστά υποχρέωσή τους.

Ο αρθρογράφος των «Τimes» αναφερόταν, βέβαια, στις ΗΠΑ και στα οδυνηρά πεπραγμένα των κυβερνήσεων Μπους. Η προσέγγισή του, όμως, ισχύει για κάθε χώρα και φαίνεται προς το παρόν να επιβεβαιώνεται στην Ελλάδα- με μία απαραίτητη «συμπλήρωση». Αν κατά τον Κaletsky αποτελεί καθήκον των εκλογέων να απομακρύνουν τους αποδεδειγμένα ανεπαρκείς, στην πράξη τα αντανακλαστικά των ψηφοφόρων δεν λειτουργούν με αυστηρά λογικές σταθμίσεις, αλλά με το θυμικό. Οι εκλογείς αντιλαμβάνονται εξ ενστίκτου τα ζητήματα και η αντίδρασή τους διογκώνεται όχι όταν ο «αντικειμενικός» ισολογισμός του κυβερνητικού έργου αποβαίνει αρνητικός, αλλά όταν το προφίλ της κυβέρνησης φτάνει να τους εξοργίσει. Πράγμα που συμβαίνει συνήθως, όποτε η κυβέρνηση τους θίγει οικονομικά και ταυτοχρόνως υποτιμά τη νοημοσύνη τους.

Στο ελληνικό παράδειγμα, η αντιπαραβολή του προ έτους εκλογικού αποτελέσματος με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύει ότι η λαϊκή ψήφος του 2007 δεν προσδιορίστηκε με ανάλυση των κυβερνητικών πεπραγμένων, αλλά κρίθηκε μάλλον από έναν συνδυασμό «χρονικού» υπολογισμού και ελλειμματικής οργής. Το ΠαΣοΚ είχε μείνει στην κυβέρνηση επί σχεδόν έντεκα συναπτά έτη και η ΝΔ μόλις τριάμισι, το δε σκάνδαλο των ομολόγων και οι πολύνεκρες δασικές πυρκαγιές δεν έφτασαν να αντισταθμίσουν την εντύπωση, δεν «έχτισαν θυμό» στον λαό: το πρώτο, παρ΄ ότι βαρύτατο, ήταν υπόθεση δυσνόητη και αποδυναμώθηκε εύκολα με τη λογική «όλοι αυτά κάνουν», οι δεύτερες αποδόθηκαν στις καιρικές συνθήκες και σε οργανωμένους εμπρηστές. Στα δε οικονομικά, ο κόσμος δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει ότι η ακολουθούμενη πολιτική ήταν προδιαγεγραμμένο πως θα επισώρευε βάρη στους μεσαίους και αδυνάτους. Εναν χρόνο μετά τις εκλογές, το μείγμα των δυσμενών αλλαγών στο Ασφαλιστικό, των επαχθών φορολογικών μέτρων και των ενδείξεων περισσού πλουτισμού κυβερνητικών στελεχών μοιάζει να «παράγει» την οργή που οι φωτιές και τα ομόλογα δεν είχαν πυροδοτήσει. Η αδυναμία της κυβέρνησης να εκτελέσει τον προϋπολογισμό συνιστά ασφαλώς μεγάλη αποτυχία, όχι όμως βαρύτερη από τη μη διάσωση των κατοίκων στη φλεγόμενη Πελοπόννησο. Οι χρυσοφόρες ανταλλαγές του Βατοπαιδίου και οι επικερδείς δανεισμοί των υπουργών συνιστούν σκάνδαλο, όχι όμως σημαντικότερο από την όζουσα διαδρομή των ομολόγων της μίζας. Και όμως αυτά τα συγκριτικώς «ελάσσονα» εξοργίζουν. Πρώτον, επειδή πέρασε πρόσθετος χρόνος και οι εκλογείς σκέπτονται ότι ίσως κακώς έδωσαν στη ΝΔ δεύτερη ευκαιρία. Δεύτερον, επειδή τώρα η κυβέρνηση θίγει την τσέπη τους. Τρίτον, επειδή, ενώ συμβαίνουν αυτά, επιφανείς υπουργοί και ο Πρωθυπουργός προσωπικά επέλεξαν να ισχυρισθούν ότι δεν τρέχει τίποτε, πράγμα που δείχνει να προσέβαλε τους πολίτες περισσότερο από την καταλήστευση των Ταμείων και την απανθράκωση δασών, σπιτιών και ανθρώπων. Αν η αντιπολίτευση θέλει να δυναμώσει την αντίδραση που φαίνεται σταδιακά να οικοδομείται, πρέπει να ενισχύσει το αίσθημα οργής. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται μόνο με την παρουσίαση εναλλακτικών προγραμμάτων. Η αντιπολίτευση οφείλει να μεταδίδει, πρώτη αυτή, το αίσθημα του θυμού για αυτά που συμβαίνουν. Και αυτό δεν το έχει (ακόμη;) επιτύχει.