Διακόσιες τόσες σελίδες, δεκατρία διάσπαρτα κείμενα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα (μαθήματα, ομιλίες, μελετήματα), σε διάστημα είκοσι έξι χρόνων, καθιστούν το τρίτο βιβλιάριο της σειράς «Γραφή και Ανάγνωση», δοσμένο στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σήμα βίου. Τούτο σημαίνει ότι το έργο του Σεφέρη σημάδεψε ανεξίτηλα μια ολόκληρη ζωή, σε κρίσιμες μάλιστα καμπές της: αρχίζοντας από τα εφηβικά, μαθητικά και φοιτητικά χρόνια· περνώντας στη χρυσή εποχή της γυμνασιακής και πανεπιστημιακής διδασκαλίας, που την έκοψε στη μέση η επτάχρονη δικτατορία· καταλήγοντας στην απόφρακτη έξοδο των όψιμων ημερών. Πρόκειται για βιοτική σφραγίδα, που δεν επιδέχεται συγκρίσεις και εξηγήσεις- έτσι έγινε, έτσι έμεινε, έτσι είναι.
Οσο για τα περιεχόμενα κείμενα, αποτελούν ανταπόδοση τροφείων μιας έμμεσης έστω ανατροφής, η οποία, καθώς οφείλεται σε έναν σπάνιο ποιητή, μπορεί να ονομαστεί φιλοποιητική. Υπό τον όρο μάλιστα ότι η υψηλής στάθμης ποίηση ανταλλάσσεται εξ ορισμού μεταξύ γραφής και ανάγνωσης, απορρίπτοντας και στις δύο πλευρές την αξίωση της αυτάρεσκης ιδιοκτησίας. Κατά τον λόγο του Σεφέρη: είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Με τους όρους αυτούς μιλώντας (ξαναμιλώντας για την ακρίβεια, σύμφωνα με τον σημαδιακό στίχο από το δεύτερο κρυφό ποίημα: πότε θα ξαναμιλήσεις;) τα δεκατρία αυτά κείμενα υπερασπίζονται καταρχήν την υπόθεση ότι στο έργο του Σεφέρη τέχνη και τεχνική δεν χωρίζουν: σοφιλιασμένες η μία με την άλλη, υπηρετούν τον επίμονο αγώνα μιας συνομιλίας, μέσα στην οποία το ποίημα ψάχνει και ψάχνεται, ώσπου να βγει στο φως, αφήνοντας πίσω του ομόκεντρους κύκλους, σαν την πέτρα που πέφτει στο νερό.
Στους ομόκεντρους αυτούς κύκλους εντοπίζονται τα βασικά θέματα των μελετημάτων. Πρόκειται κατά κανόνα για δίδυμα ζεύγη, που ζευγαρώνουν και μεταξύ τους. Αλλα από αυτά είναι πρόδηλα, άλλα υπόδηλα, μερικά φαντάζουν έκκεντρα. Στα πρόδηλα ανήκουν: το οδυσσειακό ζεύγος «νόστος- θάνατος» (έκδηλο προπάντων στην Κίχλη )· η συζυγία «μύθοςιστορία» (που εκμαιεύεται στο Μυθιστόρημα
Τα δεκατρία κείμενα υπερασπίζονται καταρχήν την υπόθεση ότι στο έργο του Σεφέρη τέχνη και τεχνική δεν χωρίζουν
, ωριμάζει στα τρία Ημερολόγια Καταστρώματος και απορροφάται στα Τρία κρυφά ποιήματα ) . Στα υπόδηλα θέματα αναγνωρίζεται κυρίως ο διάλογος ποιητών και ποιημάτων· ποίησης και γλώσσας· ποίησης και ποιητικής (παραδοσιακής και νεωτερικής)· και βέβαια ο αγώνας καλού- κακού, δικαιοσύνης- αδικίας. Τα δύο έκκεντρα μελετήματα («Ο διδακτικός Σεφέρης», «Ποιητική και πολιτική φρόνηση στον Σεφέρη») απαιτούν δίκαιη διάθεση και νηφάλια προσοχή, για να μην παρεξηγηθούν. Η διδαχή εδώ (με την ενεργητική και την παθητική σημασία της λέξης) υποβάλλεται ως ομολογία για συγκυριακή στέρηση δασκάλων, η οποία τελικώς οδήγησε στην αυτοδίδακτη αναπλήρωσή της. Η αναγνώριση εξάλλου της διπλής σεφερικής φρόνησης, η οποία συνέχει την ποιητική με την πολιτική στάση και αντίσταση, εξυπακούει λογική και ηθική εγρήγορση μπροστά στη βάναυση βία, εκφράζοντας συνάμα επιφύλαξη για δογματικού τύπου ανατροπές. Το κρίσιμο δίλημμα σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι αν προάγεται έτσι ή οπισθοχωρεί η δύσκολα κατορθωμένη ανθρωπιά, τόσο στον ποιητικό λόγο όσο και στην πολιτική πράξη.
Υπολείπεται ένα αποκαλυπτικό ζεύγος, που, όσο ξέρω, έμεινε απαρατήρητο και ασχολίαστο. Εμφανίζεται, όσο βλέπω, μία και μοναδική φορά ως αφιέρωση Στον Κόσμο της Κύπρου, όπου και ομολογείται: Μνήμη και Αγάπη (βλ. Ημερολόγιο Καταστρώματος,Γ΄ , με αρχικό τίτλο την ομολογία του Τεύκρου στην ευριπιδική Ελένη: Κύπρον ου μ΄ εθέσπισε ). Τόσο η λέξη μνήμη όσο και η λέξη αγάπη απαντούν συχνά στο ποιητικό έργο του Σεφέρη, χωριστά όμως πάντα η μία από την άλλη. Μόνον εδώ ζευγαρώνουν και φιλιώνουν, με κεφαλαίο μάλιστα το αρκτικό τους γράμμα, ως τελεσίδικη σφραγίδα, διαθήκη για τους επιγενομένους.
Η δική μου πάντως μνημονική αφιέρωση στον Παύλο Ζάννα ανταποκρίνεται στη δική του ενυπόγραφη αγάπη. Την ανακάλυψα κάπως αργά, αναζητώντας τον χαμένο χρόνο μας στα χαρτιά που άφησε εκείνος πίσω του, προτού περάσει ανέλπιστα στην άλλη όχθη – κοντεύουν κιόλας είκοσι χρόνια.
Υ.Σ. Ελπίζω τούτο και το επόμενο βιβλιάριο της σειράς (τα μελετήματα για τον Οδυσσέα Ελύτη) να κυκλοφορήσουν μέσα στο φθινόπωρο, ως εκδικητικό αντίβαρο στα προεόρτια μυθιστορήματα, που ήδη επέρχονται με τις πυκνές δημοσιογραφικές διαφημίσεις τους στα Μέσα και στα Διάμεσα. Οπου, όπως το περιμέναμε, απουσιάζει παντελώς όχι μόνον η ποίηση αλλά και το ομόθεμο δοκίμιοοι δοκιμές σύμφωνα με την καθιερωμένη ορολογία του Σεφέρη. Η λογοτεχνία όμως, χωρίς δοκιμή και δοκιμασία, γίνεται υποχείρια της ευπώλητης αγοράς, που εκστασιάζεται με τα νούμερά της. Οσο για τα αφεντικά, αυτά ξέρουν καλά τη δουλειά τους. Επ΄ αυτού ευπρόσδεκτος κάθε διάλογος και αντίλογος.