Στη σημερινή κρίση είναι καιρός να χαράξουμε έναν καθαρό δρόμο, ο οποίος θα προσδιορίζεται από ορισμένες ιδεολογικές παραμέτρους. Ι) Η θεωρία της «συγκράτησης»
Είναι καιρός να καθορίσουμε μια στρατηγική «συγκράτησης» (κατά το «containment» του Τζορτζ Κέναν της δεκαετίας του ΄50 απέναντι στο κομμουνιστικό στρατόπεδο), σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση. Οι δεχόμενοι την παγκοσμιοποίηση ως ένα αναπόδραστο φαινόμενο ούτε αφελείς είναι ούτε βέβαια «συμβιβασμένοι», όπως θέλουν να το παρουσιάσουν ορισμένα «όψιμα» επαναστατημένα αριστερά κόμματα του κατεστημένου. Απλώς υποστηρίζουν μια ρεαλιστική θέση, σύμφωνα με την οποία δέχονται μεν τις νέες αλλαγές, προτείνουν όμως παράλληλα και ορισμένες δράσεις αντιμετώπισης των δυσμενών συνεπειών, οι οποίες προκύπτουν από τη νέα παγκόσμια τάξη. Ανάλογες επιθέσεις δέχονταν από ορισμένους «επαναστατημένους υπερσυντηρητικούς»- κατά τη δεκαετία του ΄50 – εκείνοι που τότε υποστήριζαν την πολιτική της «συγκράτησης» (containment) απέναντι στην επερχόμενη παγκόσμια εξουσία της Σοβιετικής Ενωσης.

Η σημερινή λοιπόν «συγκράτηση» (containment) της τρομακτικής ορμής της παγκοσμιοποίησης μπορεί να επιτευχθεί ως έναν βαθμό αφενός μεν με την προώθηση συγκεκριμένων κοινωνικών μέτρων και την επιβολή ασφαλιστικών κοινωνικών δικλίδων, αφετέρου δε με τη σφυρηλάτηση των «εθνικών μας ταυτοτήτων», ώστε να είναι ανθεκτικές στα νέα προβλήματα και στις παγκόσμιες αλλαγές. Συγχρόνως όμως θα πρέπει να εκπαιδευτούν οι λαοί, ώστε να μπορούν να ζουν σε έναν κόσμο με διαφορετικές ταυτότητες, χωρίς ρατσισμούς, αλλά και με σεβασμό στις εθνικές κοινωνίες και στους πολιτισμούς τους.

«Συγκράτηση» όμως απέναντι στις νέες ελεύθερες παγκόσμιες κοινωνίες σημαίνει κυρίαρχα οικονομική στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Αυτό μπορεί να γίνει με μια δέσμευση φορολογικών εσόδων ορισμένων ισχυρών, κατά βάση ολιγοπωλιακών, επιχειρήσεων και με την απόδοση αυτών σε δράσεις (π.χ. για την παιδεία, την υγεία, το περιβάλλον), οι οποίες ωφελούν μεν το σύνολο των κοινωνικών ομάδων της χώρας, κυρίως όμως τη φτωχή και τη μεσαία τάξη. Διότι αυτές πλήττονται ιδιαίτερα από τη σημερινή διεθνή οικονομική κρίση και την παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων.

Αλλωστε σε μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας, μια επεκτατική πολιτική που θα πραγματοποιείται με την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών είναι απόλυτα επιβεβλημένη.

Εξάλλου πιστεύουμε ότι τα οικονομικά αδιέξοδα σχεδόν πάντοτε έχουν κοινωνικές αιτίες. Γιατί, όταν σε μια κοινωνία επικρατούν συνθήκες ανισότητας και αδικίας- ή όταν οι πολίτες εισπράττουν έτσι την οικονομική και πολιτική κατάσταση-, τότε δεν είναι δυνατόν να προοδεύσει η κοινωνία αυτή, ούτε σε οικονομικό ούτε σε οποιοδήποτε δημιουργικό επίπεδο. Είναι ανάγκη, συνεπώς, να αρθούν οι ανισότητες. ΙΙ) Το «πάντρεμα» δύο ρευμάτων
Στις ημέρες μας είναι ανάγκη να επιχειρηθεί μια βαθιά εκπαίδευση των πολιτών, ώστε να επικρατήσουν στην κοινωνία μας το φιλελεύθερο πνεύμα και τα πρόσωπα που διαθέτουν κοινωνική ευαισθησία.

Η λύση, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, είναι το πάντρεμα των δύο ρευμάτων του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού: των δύο συνομιλητών του 20ού αιώνα, κατά τον νομπελίστα συγγραφέα Οκτάβιο Παζ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αντλώντας επιλεκτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι μεταξύ τους συμβατά και εκφράζουν τις νέες προοπτικές και τις ανάγκες του 21ου αιώνα. Χρειάζεται λοιπόν ένας συνδυασμός μιας φιλελεύθερης πολιτικής με μια παράλληλη στροφή προς την κοινωνία, με σεβασμό στον άνθρωπο. Είναι ένας δρόμος που περνάει μέσα από ριζοσπαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Το γνωμικό του νομπελίστα συγγραφέα Οκτάβιο Παζ ότι η νέα πολιτική πρόταση του 21ου αιώνα θα πρέπει να «πατάει» και στους δύο συνομιλητές του 20ού αιώνα (στον φιλελευθερισμό και στον σοσιαλισμό), μας προτρέπει να ακολουθήσουμε ορισμένα προστάγματα, απορρίπτοντας τις ιδέες και τις πολιτικές ενός «νεοσυντηρητικού» ρεύματος, καθώς και ενός «ουτοπικού νεοαριστερισμού». Γιατί και οι δύο αυτές θεωρίες εκφράζουν σήμερα ξεπερασμένα και επικίνδυνα δόγματα. Ο μεν «νεοσυντηρισμός» μάς οδηγεί

Οταν ο πολίτης αισθάνεται ότι η Δικαιοσύνη εκτελεί σωστά το καθήκον της, ή όταν αυτός εισπράττει ότι η πολιτεία εφαρμόζει δίκαια συστήματα αναδιανομών και κοινωνικής δικαιοσύνης, τότε μπορεί να νιώθει ασφαλής και ικανοποιημένος

σε καταστρατήγηση του «κοινωνικού» δικαιώματος, θεοποιώντας το «ατομικό», το οποίο ανάγει ως υπέρτατο και μοναδικό αγαθό στη ζωή του ανθρώπου. Συχνά, μάλιστα, φθάνει στα άκρα, ανακαλύπτοντας διάφορους «κινδύνους», έτσι ώστε να καταφεύγει στη συνέχεια στον αυταρχισμό και σε σκληρά αντικοινωνικά μέτρα διαφύλαξης, δήθεν, της έννομης τάξης και των ατομικών δικαιωμάτων.

Από την άλλη πλευρά, ο «ουτοπικός νεοαριστερισμός» στο όνομα του λαού και της κοινωνίας, «κλείνει τα μάτια» στην πραγματικότητα και στα σύγχρονα υπαρκτά προβλήματα. Ετσι απορρίπτει, για παράδειγμα, την παγκοσμιοποίηση, χωρίς όμως ταυτόχρονα να προτείνει τρόπους και πολιτικές επιβίωσης δεκάδων κρατών και εκατομμυρίων πολιτών, οι οποίοι ούτε την οικονομική αυτάρκεια έχουν ούτε μπορούν να αποφύγουν την επίδραση των παγκόσμιων ρευμάτων και επιρροών.

Με την επίκληση του μαρξισμού – ένα αναμφίβολα χρήσιμο και αναλυτικό εργαλείο σκέψης-, το ιδεολογικό αυτό ρεύμα δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική εξουσία των παγκόσμιων αγορών, την κατάρριψη των συνόρων, την ελεύθερη και ταχύτατη διακίνηση του χρήματος και τη δραματική δύναμη της πληροφορίας. Στο όνομα μάλιστα της «δημοκρατίας» και της «λαϊκής κυριαρχίας», φθάνει στο άκρο να αρνείται την υπεράσπιση κάθε έννομης τάξης και τελικά προβάλλει ως «θεό» τη λαϊκίστικη ισοπέδωση των θεσμών και την ουσιαστική αμφισβήτησή τους. Ολα αυτά «στο όνομα του λαού»! Του λαού, βέβαια, ο οποίος δεν το εμπιστεύεται και απορρίπτει τέτοια πειράματα του «νεοαριστερισμού»…

Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι υπουργός Δικαιοσύνης.