Ηταν περίπου στις αρχές του 2005 όταν ο κ. Αγγελος Δεληβορριάς και μια ομάδα συνεργατών του από το Μουσείο Μπενάκη βρέθηκαν στη Royal Αcademy of Αrts του Λονδίνου με την ευκαιρία της έκθεσης «Τurks: Α journey of a thousand years 600-1600». («Τούρκοι: Ενα ταξίδι χιλίων χρόνων 600-1600»). «Εβλεπα τα φλάμπουρα, τις σημαίες και τα μπάνερ να ανεμίζουν κατακόκκινα» θυμάται ο διευθυντής του μουσείου «και σκέφτηκα γιατί μόνο Τurks και όχι… Greeks σε έναν τόσο σημαντικό μουσειακό χώρο; Σκέψη την οποία δεν δίστασα να εκφράσω στον κ. Νόρμαν Ρόσενταλ, ο οποίος έχει στήσει μερικές από τις ιστορικότερες εκθέσεις της Royal Αcademy of Αrts. Και ως εκ θαύματος είχα θετική απάντηση».

Από τότε και ως το τέλος της διαδικασίας των τελικών εγκρίσεων πέρασαν δυόμισι χρόνια.

Δυόμισι χρόνια εξουθενωτικής δουλειάς, εξαντλητικών συνεννοήσεων και διεθνούς επιστημονικής συνεργασίας που κυοφόρησαν τη μεγαλύτερη έκθεση που έχει δει η Ευρώπη τα τελευταία 50 χρόνια για μία από τις πιο σημαντικές περιόδους της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Δεληβορριά. Οχι της ιδιαίτερα προβεβλημένης ελληνικής αρχαιότητας, αλλά του μέχρι πρότινος παραγνωρισμένου Βυζαντίου. Η έκθεση «Βyzantium 330-1453», η οποία θα διαρκέσει από τις 25 Οκτωβρίου ως τις 22 Μαρτίου του 2008 στις κεντρικές αίθουσες της Royal Αcademy of Αrts σε συνδιοργάνωση της Ακαδημίας και του Μουσείου Μπενάκη, θα διηγηθεί μια υπερχιλιόχρονη ιστορία. Από το 330 μ.Χ., όπου η Κωνσταντινούπολη έγινε μέσα σε κλίμα θριάμβου η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως το 1453, όταν, συρρικνωμένη και πολιορκημένη από στεριά και θάλασσα, αλώθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους, η προσέγγιση της βυζαντινής περιόδου θα γίνει μέσα από την τέχνη. Τετρακόσια αντικείμενα των μεγαλύτερων μουσείων του κόσμου θα λάβουν μέρος σε αυτή τη διήγηση την οποία επιμελούνται δύο κορυφαίοι ιστορικοί της βυζαντινής τέχνης: ο καθηγητής στο Ινστιτούτο Courtauld του Πανεπιστημίου του Λονδίνου κ. Ρόμπιν Κόρμακ και η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κυρία Μαρία Βασιλάκη.

«Είναι πολύ μεγάλη η προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό και ιδιαίτερα σημαντική η υπεράσπιση της βυζαντινής περιόδου εκτός συνόρων με το συγκεκριμένο εγχείρημα» λέει στο «Βήμα της Κυριακής» ο κ. Αγγελος Δεληβορριάς. Η περίοδος αυτή, δηλαδή, σήμερα έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένα εξαιρετικά σημαντικό αν και σκοτεινό κομμάτι της Ιστορίας; «Ναι, η σημασία του Βυζαντίου είναι πλέον αποδεκτή στη Δύση. Θυμίζω τις μεγάλες εκθέσεις οι οποίες διοργανώθηκαν στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. Ολοι οι πνευματικοί, μουσειακοί οργανισμοί εκδηλώνουν πλέον έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για το Βυζάντιο. Ναι, το Βυζάντιο θα μπορούσα να πω ότι είναι αποκατεστημένο διεθνώς. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το κοινό είναι εξοικειωμένο ή ότι η Ελλάδα έχει κάνει το καλύτερο δυνατόν για να προβάλει τη σημασία αυτής της περιόδου. Καλώς ή κακώς, η επίσημη ελληνική πολιτική στηρίζεται κατά κύριο λόγο στα κλέη της αρχαιότητας και πολύ λιγότερο στην προσφορά του Βυζαντίου. Αν, όμως, υπάρχει Αναγέννηση, αν υπάρχει δυτικός πολιτισμός, υπάρχει χάρη στο Βυζάντιο το οποίο ήταν ο φράχτης για την προστασία του δυτικού κόσμου. Επιπλέον, οτιδήποτε γνωρίζουμε για την ελληνική αρχαιότητα το οφείλουμε στο Βυζάντιο». Το Μουσείο Μπενάκη έχει αποδείξει έμπρακτα την ευαισθησία και το ενδιαφέρον του γύρω από τη συγκεκριμένη περίοδο. «Το έτος 2000, που εορταζόταν το Ιωβηλαίο της ανθρωπότητας, μόνο το Μουσείο Μπενάκη είχε διοργανώσει μια έκθεση αφιερωμένη στο Βυζάντιο με τίτλο “Μήτηρ Θεού” και παράλληλα ένα διεθνές συνέδριο. Αλλά στην Ελλάδα τα ξεχνάμε αυτά…».

Λαμπρές συμμετοχές, ηχηρές απουσίες
Εβδομήντα δύο ιδρύματα συμμετέχουν σε αυτή την έκθεση σε μια πρωτοφανή «σύμπραξη» μουσείων: Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, Βρετανικό Μουσείο, Μουσείο του Λούβρου, Βατικανό, Θησαυρός του Αγίου Μάρκου, Ερμιτάζ, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και η Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Εργα τα οποία εκπροσωπούν όλα τα είδη της βυζαντινής τέχνης, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, έργα γλυπτικής σε χαλκό, μάρμαρο, ελεφαντοστό και στεατίτη, έργα μεταλλοτεχνίας, εικονογραφημένα χειρόγραφα, φορητές εικόνες και κοσμήματα έχουν επιστρατευτεί από περίπου 20 χώρες- πολλά από τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά.

Και μέσα σε αυτή την εντυπωσιακή συνύπαρξη κάνει αίσθηση μια απουσία. Το Αγιον Ορος δεν έχει προσφέρει ούτε ένα κειμήλιο στο «Βyzantium 330-1453», παρ΄ ότι πραγματοποιήθηκαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις, συζητήσεις, συνεννοήσεις. Και εδώ είναι που ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη δεν μπορεί να κρύψει την αγανάκτησή του: «Ξέρετε, η έκθεση της Royal Αcademy τιμάει και προβάλλει την Ελλάδα και την Ορθοδοξία, κάτι που δυστυχώς η Ορθοδοξία δεν έχει πολυκαταλάβει. Και είναι ανεπίτρεπτο, ανεπίτρεπτο… Η παράκληση στους συνομιλητές μας από το Αγιον Ορος ήταν να συμμετάσχουν στην έκθεση έστω και με ένα αντικείμενο το οποίο να μπορέσουμε να το συνοδεύσουμε με την επιγραφή “Αγιον Ορος, μονή τάδε” και που να σηματοδοτεί για τον μέσο επισκέπτη της έκθεσης έναν χώρο. Κανείς δεν μπορεί να υποπτευθεί τι κόπο, τι προετοιμασία και τι χρόνο απαίτησαν τα ραντεβού, τα τηλέφωνα, οι συναντήσεις. Και ξανά και ξανά και ξανά, για να υπάρξει αποτέλεσμα μηδέν. Ελεος κύριοι, έλεος!» Τι ήταν εκείνο που, κατά τη γνώμη του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, έφταιγε για την ασυνεννοησία; Η γραφειοκρατία, η νοο τροπία ή κάτι άλλο; Σε αυτό το σημείο ο κ. Δεληβορριάς μοιάζει να έχει εξαντλήσει την υπομονή του: «Σας παρακαλώ, μη με προκαλείτε…». Το Σινά και η Κύπρος
Δεν ήταν, όμως, μόνο το Αγιον Ορος, αλλά και τα Μετέωρα, καθώς επίσης και η Πάτμος που δεν κατέστη τελικά δυνατόν να συμμετάσχουν στην έκθεση, με αποτέλεσμα η ενότητα η οποία αρχικά είχε προγραμματιστεί να αναφέρεται στα μεγάλα μοναστικά κέντρα, υπογραμμίζοντας τη συνέχεια του Βυζαντίου, να διαμορφωθεί τελικά σε ενότητα αφιερωμένη στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. «Ευτυχώς που υπάρχει το Σινά και η Κύπρος» λέει ο κ. Δεληβορριάς, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της παρουσίας της Ελλάδας στο εξωτερικό- μια αντίληψη την οποία μέχρι πρότινος δεν συμμερίζονταν πολλοί. «Εγώ ανήκα πάντοτε σε αυτούς που ήθελαν την Ελλάδα παρούσα στο εξωτερικό, και μάλιστα σε περιόδους που δεν ήταν όλοι σύμφωνοι με μια τέτοια πολιτική. Από την πρώτη στιγμή στα αιτήματα των ξένων μουσειακών οργανισμών το Μουσείο Μπενάκη ήταν πάντοτε ανοικτό. Είναι, ξέρετε, από τα ελληνικά μουσεία που βρίσκονται κάθε χρόνο στο εξωτερικό. Πέρυσι ήταν η έκθεση της Λισαβόνας, πρόπερσι δύο εκθέσεις της Αυστραλίας».

Η συνεργασία του Μουσείου με τη Royal Αcadermy of Αrts, και μάλιστα σε επίπεδο συνδιοργάνωσης, σηματοδοτεί την ενίσχυση της…

εξωτερικής πολιτικής του Μουσείου Μπενάκη;

«Αδιαμφισβήτητα» λέει ο κ. Δεληβορριάς, αναγνωρίζοντας ότι «το κράτος τώρα τις θέλει τις εκθέσεις στο εξωτερικό» με την επισήμανση, όμως, ότι «είμαστε παρόντες κατά βάση με την αρχαιότητα». Υπάρχει, τέλος, η πιθανότητα της μεταφοράς της έκθεσης «Βyzantium 330-1453» εκτός Λονδίνου; «Αποκλείεται. Εκθέσεις οι οποίες για να πραγματοποιηθούν απαιτούν τη συμμετοχή πάνω από 100 οργανισμών είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν εκ νέου. Αντε να τους ξαναμαζέψεις… Αυτή η έκθεση γίνεται για την προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό και την υπεράσπιση της συγκεκριμένης περιόδου. Στην Ελλάδα υποτίθεται, άλλωστε, ότι το ζούμε από κοντά το θαύμα του Βυζαντίου. Ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε…».

«Βyzantium 330-1453 », Royal Αcademy of Αrts, Λονδίνο,από 25.10.2008 ως 22.5.2009. Καθημερινά 10.00-18.00 και τις Παρασκευές ως τις 22.00. Πληροφορίες στη διεύθυνση www. royalacademy.org.uk