▅ Ο Ντομινίκ Στρος-Καν χρεώνεται την αμηχανία του ΔΝΤ που δεν τόλμησε να ασκήσει κριτική στην οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών
▅ Οι εθνικοποιήσεις οδήγησαν κάποιους να πουν ότι οι Μπους, Πόλσον και Μπερνάνκι μετέτρεψαν τις ΗΠΑ σε… Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Αμερικής
▅ Ο Αλαν Γκρίνσπαν κατηγορείται ως ο κύριος υπεύθυνος του σημερινού χαλασμού και προτείνεται για «χρυσό μετάλλιο στην υποκρισία»
ΠΑΡΙΣΙ Είναι οι άρχοντες της διεθνούς οικονομίας. Αυτοί που βρίσκονται στις θέσεις τους για να προβλέπουν, να προλαβαίνουν και να διορθώνουν. Οι άνθρωποι που «ψιθυρίζουν στο αφτί των αγορών». Και όμως, φαίνεται ότι αυτή τη φορά δεν κατάλαβαν τίποτε. Δεν είδαν την κρίση να έρχεται και δεν προνόησαν για να την αντιμετωπίσουν. Οσο για τις εκτιμήσεις τους, όχι μόνο έπεσαν έξω, αλλά σήμερα γίνονται και αντικείμενο σαρκασμού από τον ευρωπαϊκό Τύπο. Η γαλλική εφημερίδα «Liberation» στο φύλλο της Τετάρτης ξαναθυμάται τις δηλώσεις των επικεφαλής της παγκόσμιας οικονομίας όταν η κρίση άρχισε να διαφαίνεται αχνά στον ορίζοντα και τις συγκρίνει με όσα λένε τώρα, αλλά και με όσα πραγματικά συμβαίνουν σήμερα στις αγορές. Τα αποτελέσματα είναι ως και διασκεδαστικά και πάντως διόλου τιμητικά για τους βαρυσήμαντους αναλυτές- ανάμεσά τους τραπεζίτες, επικεφαλής διεθνών οικονομικών οργανισμών και υπουργοί Οικονομίας.

Πρώτος και καλύτερος ανάμεσα στους «αποτυχόντες» στις εκτιμήσεις ο Αλαν Γκρίνσπαν. Ο πρώην πρόεδρος της Fed, της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, δήλωνε με αποφασιστικότητα στις 11 Απριλίου του 2005 ότι «τα subprime δάνεια (δάνεια χαμηλής αξιολόγησης) θα ωφελήσουν τους καταναλωτές». Τη Δευτέρα αναγκάστηκε να καταπιεί τις βεβαιότητές του, ομολογώντας ότι βρισκόμαστε μπροστά σε «ένα γεγονός από αυτά που πιθανότατα συμβαίνουν μία φορά κάθε αιώνα». Οι παλινωδίες στις δηλώσεις ωστόσο είναι ίσως το λιγότερο που μπορεί κανείς να χρεώσει στον Γκρίνσπαν.

Το άλλοτε πανίσχυρο αφεντικό της Fed είναι στην πραγματικότητα υπεύθυνο για πολλές από τις πολιτικές που βρίσκονται στη ρίζα της σημερινής τεράστιας χρηματιστηριακής κρίσης. Είναι αυτός που ως διοικητής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ ευνόησε την κερδοσκοπική φούσκα στην αγορά ακινήτων, από την οποία ξεκίνησε ο σημερινός πανικός. Μετά τη φούσκα του Ιnternet και την 11η Σεπτεμβρίου, η συνταγή του για να ξαναβρεί η οικονομία τον βηματισμό της ήταν η απελευθέρωση της πίστωσης και η διατήρηση των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Οι δανειολήπτες έπεσαν θύματα μιας πολιτικής της οποίας δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις συνέπειες. Ο ρυθμός κατασχέσεων ακινήτων στις ΗΠΑ έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη και 2,5 εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τα σπίτια τους.

Ο αρθρογράφος της «Liberation» Φαμπρίς Ρουσελό δεν φαίνεται να συγκινείται από τις σημερινές «κραυγές του γλάρου»- όπως τις χαρακτηρίζει-, δηλαδή του Γκρίνσπαν, σχετικά με τη σημερινή κρίση. Τον χαρακτηρίζει βασικό υπεύθυνο για την καταστροφή και προτείνει να του απονεμηθεί το χρυσό μετάλλιο στην υποκρισία. «Είναι αυτός (ο Γκρίνσπαν)» γράφει ο Ρουσελό «που από το πηδάλιο της Fed από το 1987 ως το 2006 προκάλεσε τον σημερινό σεισμό. Αυτός, ο πρώην γκουρού της Γουόλ Στριτ, που δεν σταμάτησε να μειώνει την τιμή της πίστωσης και αρνήθηκε κάθε ρύθμιση, αφήνοντας τις αγορές να χαθούν στις χειρότερες καταχρήσεις τους». Και προσθέτει, σε αυτό το άρθρο με τον εύγλωττο τίτλος «Ανικανότητα»: «Το αποτέλεσμα σήμερα είναι ένας οικονομικός πλανήτης εγκαταλειμμένος στην τύχη του».

Αν όμως ο Γκρίνσπαν κατηγορείται ως ο βασικός υπαίτιος της σημερινής κρίσης και πρωταθλητής της υποκρισίας, δεν σημαίνει ότι είναι και ο μόνος που βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με τις άστοχες προγνώσεις του και τις αντιφατικές θέσεις που εκφράζει σήμερα. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον δεν μπορεί τουλάχιστον να κατηγορηθεί ότι δεν… προειδοποιούσε για τον κίνδυνο. Με τη διαφορά ότι το έκανε προς την ανάποδη κατεύθυνση. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2007 έλεγε: «Πρέπει να προφυλαχθούμε από το ενδεχόμενο μιας υπερβολικής ρύθμισης».

Τη Δευτέρα ωστόσο γιόρτασε την επέτειο του ενός έτους από αυτή τη δήλωση με μία άλλη, απολύτως αντίθετη. «Είναι αναγκαίο να υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερες ρυθμιστικές αλλαγές» είναι η νέα συνταγή αυτού του δηλωμένου μονεταριστή και παλαιού στελέχους της Γκόλντμαν Σαξ.

Η στροφή 180 μοιρών και η απάρνηση- έως εξάρθρωση- όλων των ιερών και οσίων του φιλελευθερισμού πρέπει να είναι αρκετά επώδυνη για τον Πόλσον, που τους τελευταίους μήνες αναγκάζεται να υποστηρίζει με κάθε ευκαιρία την ανάγκη κρατικής παρέμβασης ενώπιον του Κογκρέσου. Είναι άλλω στε αυτός που έδωσε την εντολή να διατεθούν 200 δισ. δολάρια προκειμένου να διασωθούν οι δύο κολοσσοί της στεγαστικής αγοράς Freddy Μac και Fannie Μae. Ο Νουριέλ Ρουμπινί, από τους λίγους οικονομολόγους που προέβλεψαν την κρίση, δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει λίγη πλάκα: «Οι σύντροφοι Μπους, Πόλσον και Μπερνάνκι » λέει χαριτολογώντας «μετέτρεψαν τις ΗΠΑ σε ΕΣΣΔΑ: Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Αμερικής».

Στρέφοντας το βλέμμα προς την Ευρώπη, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Οι γάλλοι γκουρού της οικονομίας βλέπουν τις προγνώσεις τους να αποτυγχάνουν παταγωδώς και σπεύδουν να τις διορθώσουν με νέες αντιφατικές. Ο νυν επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και επί μακρόν εισηγητής της οικονομικής πολιτικής του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ντομινίκ Στρος-Καν, η υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης Σαρκοζί, Κριστίν Λαγκάρντ, ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Κριστιάν Νουαγέ και ο μέχρι πρότινος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής τράπεζας Societe Generale Ντανιέλ Μπουτόν μπαίνουν στο στόχαστρο της «Liberation» για τις αστοχίες και τις παλινωδίες τους.

Ο Στρος-Καν, ο οποίος τον περασμένο Απρίλιο μιλούσε για «μια επιβράδυνση σημαντική μεν, όχι όμως δραματική», επανήλθε την Τρίτη εκτιμώντας ότι βρισκόμαστε μπροστά σε «μια πρωτοφανή χρηματοπιστωτική κρίση, που αποτελεί κομμάτι της καρδιάς του συστήματος».

Ο γάλλος πολιτικός που ανέλαβε τη διοίκηση του ΔΝΤ το 2007 με την κρίση να έχει ήδη κάνει εμφανή τα σημάδια της και με σκοπό να αναθεωρήσει την πολιτική του οργανισμού, κατηγορείται ότι απέτυχε γιατί δεν τόλμησε σε καμία φάση να συγκρουστεί με την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ. Στις αναφορές του ΔΝΤ για μια κρίση «παγκόσμιου χαρακτήρα» δεν υπήρχε λέξη για τις αμερικανικές ευθύνες και πολύ περισσότερο για την αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και ρύθμισης. Ακόμη και μετά την κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς δεν υπήρξε νύξη για τη χρήση δημόσιων αποθεματικών πέρα από τον προϋπολογισμό προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες. Οσο για την «οικονομική τσαρίνα» της γαλλικής κυβέρνησης, εδώ και έναν χρόνο δεν σταμάτησε να επαναλαμβάνει ότι η γαλλική οικονομία- και ειδικότερα η ανάπτυξη και το τραπεζικό της σύστημα- δεν πρόκειται να αισθανθεί την οικονομική κρίση. Μόλις στις 19 του περασμένου Δεκεμβρίου η Κριστίν Λαγκάρντ υποστήριζε ότι «έχουμε μετρήσει όλες τις επιδράσεις της κρίσης ήδη από το καλοκαίρι του 2007». Σήμερα ομολογεί ότι συντελείται «ένας πραγματικός χαλασμός στο χρηματοπιστωτικό τοπίο». Αλλωστε η εκτίμησή της ότι η Γαλλία ήταν η καλύτερα προστατευμένη χώρα της ΕΕ απέναντι στην κρίση διαψεύστηκε πανηγυρικά από τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την ανάπτυξη.

Οι υποστηρικτές της Λαγκάρντ επισημαίνουν ότι ρόλος ενός υπουργού Οικονομίας είναι- εκτός των άλλων- να καλλιεργεί κλίμα εμπιστοσύνης στην αγορά. Ωστόσο, πώς να εξηγηθεί η τόσο καθυστερημένη παρέμβαση της γαλλίδας υπουργού σχετικά με την ανάγκη «ανατίμησης των πιστώσεων μέσα στις επόμενες εβδομάδες»; Χρειάστηκε να φθάσουμε ως τις 16 Σεπτεμβρίου για να γίνει αυτή η αυτονόητη διαπίστωση.

Και αν στην περίπτωση της Λαγκάρντ η ένσταση βρίσκεται στις εκτιμήσεις της για την ετοιμότητα της γαλλικής οικονομίας, τι να πει κανείς για τον Κριστιάν Νουαγέ, που από τον άμβωνα τού επικεφαλής της Τράπεζας της Γαλλίας κήρυττε στις 26 του περασμένου Ιουνίου ότι «δεν πρόκειται να υπάρξει δεύτερο κύμα κρίσης»; Η υποχρέωση που προκύπτει εκ της θέσεως του Νουαγέ να εκφράζει όσο το δυνατόν πιο ουδέτερες θέσεις, δεν τον εμποδίζει να κάνει από καιρού εις καιρόν γνωστές τις αντιλήψεις του, στις οποίες- όπως υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του- μπλέκει συχνά τις επιθυμίες του με την πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση η πρόσφατη εκτίμησή του ότι «βρισκόμαστε στη μέση ενός φυσιολογικού κύκλου προσωρινής κρίσης, χωρίς αυτή τη φορά να κινδυνεύουμε με τη μόλυνση του τραπεζικού συστήματος» μοιάζει μάλλον να δικαιώνει τους αντιπάλους του. Ειδικά αν σκεφθούμε ότι μεσολάβησε από τότε η χρεοκοπία της Lehman Βrothers και η κρίση στην ΑΙG, που δεν αποτελούν ακριβώς συμπτώματα ενός «φυσιολογικού κύκλου».

Οσο για τον Ντανιέλ Μπουτόν, είναι άγνωστο αν ο σκοπός του όταν δήλωνε ότι «η κρίση των subprime δανείων θα έχει μόνο οριακό κόστος για τη Societe Generale», την οποία διηύθυνε, ήταν να καθησυχάσει- έστω ψευδόμενος- τους μετόχους της ή πράγματι δεν καταλάβαινε τι αγόραζαν οι χρηματιστές του. Οταν έκανε τη δήλωση πάντως, οι εγκλωβισμένοι τίτλοι έφταναν στο ποσό των 5 δισ. δολαρίων. Και καθώς ο Μπουτόν θεωρείται λαμπρός οικονομολόγος, αρκετοί αποκλείουνστην περίπτωσή του- το ενδεχόμενο της άγνοιας.

«Πώς να τους δείξεις εμπιστοσύνη;»

Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι αποτυχημένες εκτιμήσεις και οι παλινωδίες δημιουργούν ανησυχία και για το μέλλον. «Πώς να δείξει κανείς εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και στους τραπεζίτες, όταν αποδεικνύεται ότι κανείς από αυτούς δεν είχε ιδέα για τη σειρά των χρεοκοπιών που θα μπορούσε να προκαλέσει η κρίση των subprime δανείων;» αναρωτιέται ο Ρουσελό.

Οι βεβαιώσεις που δίνονταν επί μήνες ότι η κρίση θα ακουμπούσε μόνο την αγορά ακινήτων αποδείχθηκαν ψευδείς. Η κατάρρευση ενός ασφαλιστικού γίγαντα και η γενική αστάθεια του πιστωτικού συστήματος γεννούν σήμερα ανησυχία σε όλον τον κόσμο. Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι αριθμοί της κρίσης μοιάζουν και είναι αμείλικτοι. Το ΔΝΤ υπολόγιζε το κόστος της κρίσης των subprime δανείων στα 945 δισ. δολάρια- πολύ περισσότερα από τα 50 δισ. δολάρια που προέβλεπε πριν από έναν χρόνο ο Μπερνάνκι. Από αυτά, τα 650 δισ. δολάρια θα πληρώσουν οι αμερικανοί φορολογούμενοι για τα σχέδια ώθησης (τον Ιανουάριο) και κατόπιν σωτηρίας (τον Ιούλιο) της αγοράς ακινήτων και για την εθνικοποίηση των Freddy Μac και Fannie Μae.

Και 250.000 είναι οι απολύσεις που έχουν γίνει στον χρηματοπιστωτικό τομέα στις ΗΠΑ τους τελευταίους 20 μήνες. Με αυτά τα δεδομένα δεν έχει ίσως άδικο ο Ρουσελό να υποστηρίζει ότι η οικονομία θα βρεθεί στο κέντρο των αμερικανικών εκλογών της 4ης Νοεμβρίου. Και τότε η άποψη του Τζον Μακ Κέιν, ότι «τα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας παραμένουν ισχυρά», ίσως να μην τον βοηθήσει ιδιαίτερα.

Αντιμέτωπη με μια «δίδυμη» απειλή

Η Ελλάδα βρίσκεται στην πραγματικότητα αντιμέτωπη με μια «δίδυμη» κρίση. Από τη μία, ο διεθνής παράγοντας, οι εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα και το αρνητικό κλίμα που διαμορφώνεται δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Από την άλλη, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη και με ένα εσωτερικό πρόβλημα, που αφορά το δημοσιονομικό της έλλειμμα. Το πρόβλημα αυτό είναι επίφοβο στο να εμποδίσει την ελληνική οικονομία να αντιμετωπίσει με την απαραίτητη ευελιξία τη διεθνή οικονομική κρίση, ιδιαίτερα σε περίπτωση που τεθεί εκ νέου υπό επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μοιάζει να είναι το πιο σημαντικό σήμερα, είναι να βρεθούν και να λειτουργήσουν οι μηχανισμοί ελέγχου και εποπτείας για να εμποδιστεί η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική δραστηριότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές.