Η Ελλάδα κρίνεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία και τους οίκους που έπεσαν έξω σε όλες τους τις προβλέψεις για τη διεθνή κρίση

Τι είναι 1 δισεκατομμύριο ευρώ μπροστά στα 900 δισεκατομμύρια δολάρια που στοίχισε ως σήμερα η χρηματοπιστωτική κρίση στην αμερικανική και στην ευρωπαϊκή οικονομία;

Μπορεί να φαίνονται «ψίχουλα», αλλά με αυτό το ποσό έχει επιβαρυνθεί ως σήμερα ο έλληνας φορολογούμενος, χωρίς μάλιστα να έχει χρεοκοπήσειευτυχώς- κανείς…

Πού πήγαν αυτά τα κεφάλαια. Απλά, τα πληρώνουμε σε τόκους. Εν μέσω της διεθνούς θύελλας η ελληνική οικονομία βρέθηκε εκτεθειμένη στον υπερβολικό δανεισμό. Με την άνοδο των επιτοκίων αλλά και των περιθωρίων ασφαλείας από τους δανειστές μας, το ελληνικό Δημόσιο θα πληρώσει εφέτος 11,5 δισ. ευρώ για τόκους αντί των 10,5 δισ. ευρώ που υπολόγιζε.

Ο μεγαλύτερος όμως εφιάλτης είναι άλλος. Λόγω της σοβαρής επιδείνωσης των δημοσίων οικονομικών και της έλλειψης σαφούς σχεδίου για τη μείωση του δημοσίου χρέους, η χώρα μας απειλείται με υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας, άμεσα. Ηδη βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος της οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Εurostat) και το πόρισμά της θα αποτελέσει τη βάση για τη σύνταξη των εκθέσεων των ξένων οίκων αξιολόγησης και την τελική βαθμολογία… Από ποιους δηλαδή θα κριθεί, από τους οίκους που έπεσαν έξω σε όλες τους τις προβλέψεις για τις αμερικανικές τράπεζες που σήμερα γκρεμίζονται… Τι θα σημάνει αυτό; Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο και εφόσον συμβεί το… κακό, δηλαδή υποβαθμιστεί η πιστοληπτική μας ικανότητα, η χώρα θα δεχθεί ένα ακόμη πλήγμα και ο φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει ακόμη περισσότερους τόκους για το χρέος του Δημοσίου που κουβαλάει επί δεκαετίες.

Ενδεχομένως όλοι αυτοί οι λόγοι υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αναζητήσει νέα φορολογικά έσοδα. Οι κρίσιμες ημέρες όμως που περνάει η διεθνής οικονομία και η δική μας δεν αφήνουν περιθώρια ανάπτυξης της λογιστικής, ούτε παζαριών με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Απαιτούν πολιτικούς και αποφάσεις που να δίνουν προοπτική για την έξοδο από την κρίση, την αντιμετώπιση της θύελλας που έχει ξεσπάσει και των επιπτώσεών της στην καθημερινή ζωή. Θέλουν καλούς διαπραγματευτές και συμμάχους σε μια αλλαγή πολιτικής που θα εξασφαλίζει τη σταθερή ανάπτυξη της οικονομίας και θα δίνει σιγουριά.

Και το κυριότερο, απαιτούν αποφάσεις για την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στον επιχειρηματικό κόσμο και στους φορολογούμενους πολίτες, που στο κάτω κάτω της γραφής είναι αυτοί που πληρώνουν τον λογαριασμό. Είναι η ώρα της πολιτικής που μπορεί να δώσει λύσεις.