Oι προσδοκίες των επενδυτών ότι ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι θα μείωνε τα επιτόκια-κλειδιά για το κόστος δανεισμού στις ΗΠΑ είχαν υπερισχύσει των διαδοχικών οικονομικών σοκ που προκαλούν η πτώχευση της Lehman Βrothers και το γεγονός ότι βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός όμιλος, ο Αmerican Ιnternational Group (ΑΙG). Ολες οι αμερικανικές αγορές είχαν μηδενίσει τις αρχικά μεγάλες τους ζημιές και είχαν περάσει σε θετικό πρόσημο. Οταν όμως διαψεύστηκαν οι επιτοκιακές προσδοκίες, η Wall Street άρχισε να κατρακυλά. Ο δείκτης Dow Jones έχανε γύρω στο 1% της αξίας του. Τα χρηματιστήρια της Ευρώπης και της Ασίας και τα οποία δεν έτρεφαν καμία προσδοκία είχαν κλείσει με μεγάλη πτώση για δεύτερη κατά σειρά μέρα. Το Λονδίνο έπεσε 3,43% και η Φραγκφούρτη και το Παρίσι έκλεισαν με απώλειες 1,63% και 1,96%. Δράμα και στην Ασία. Τα χρηματιστήρια του Τόκιο και του Χονγκ Κονγκ βούτηξαν χθες χάνοντας 4,95% και 5,44% αντίστοιχα.
Λέγεται ότι ο αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης προτίμησε να διατηρήσει την αξιοπιστία του και έτσι απέφυγε να κάνει την παραμικρή κίνηση καθώς είχε δεχθεί έντονες κριτικές κυρίως για την ταχύτητα με την οποία ο υπουργός Οικονομικών Χανκ Πόλσον είχε εξαναγκάσει τους αμερικανούς φορολογουμένους να διασώσουν από τη χρεοκοπία την Βear Stearns. Στο ανακοινωθέν που συνόδευε τη χθεσινή απόφαση της Fed να αφήσει αμετάβλητα στο 2% τα επιτόκια του δολαρίου επισημαίνονταν ότι «τόσο οι κίνδυνοι της εξασθένησης της οικονομίαςόσο και οι κίνδυνοι ενίσχυσης του πληθωρισμού αποτελούν ανησυχητικές εξελίξεις.Επίσης οι σφιχτές πιστωτικές συνθήκες, η συνεχιζόμενη συρρίκνωση της αγοράς κατοικίας και κάποια επιβράδυνση στους ρυθμούς των εξαγωγών αναμένεται να πλήξουν την οικονομική δραστηριότητα στα επόμενα λίγα τρίμηνα».
Πάντως οι νέες δυσοίωνες προοπτικές ως προς την οικονομική κατάσταση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ έχουν προκαλέσει περαιτέρω πλήγμα στην εύθραυστη ήδη εμπιστοσύνη των επενδυτών ως προς τη δομή του τραπεζικού συστήματος της Δύσης. Ανεξέλεγκτοι σχεδόν είναι οι φόβοι των επενδυτών ότι δεν υπάρχει τέλος στην αμείωτη σφοδρότητα της πιστωτικής κρίσης, η οποία έχει φέρει στο χείλος της χρεοκοπίας επενδυτικούς κολοσσούς, ασφαλιστικούς γίγαντες και έχει επιδεινώσει τις προοπτικές του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος. Ακόμη και η πανίσχυρη Goldman Sachs ανακοίνωσε χθες πτώση κατά 70% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια, ευρώ, στερλίνες και γεν που έχουν διοχετεύσει τους τελευταίους 16 μήνες στις αγορές οι ισχυρότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου στην προσπάθειά τους να διασώσουν από την πιστωτική ασφυξία το τραπεζικό σύστημα, οι τράπεζες συνεχίζουν
Αψήφησε το σοκ από την πτώχευση της Lehman Βrothers και την απειλή για χρεοκοπία της ΑΙG
να κλυδωνίζονται από την έλλειψη ρευστού.
Μόνο χθες η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έριξε 50 δισ. δολάρια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) 70 δισ. ευρώ, η Τράπεζα της Αγγλίας 20 δισ. στερλίνες και η Τράπεζα της Ιαπωνίας 2,5 τρισ. γεν. Επιπλέον τους τελευταίους μήνες η Fed, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας έχουν προχωρήσει σε πρωτοφανή μέτρα- χορηγούν ρευστά και ασφαλή κρατικά ομόλογα δεχόμενες ως εγγύηση όλα αυτά τα τοξικά επενδυτικά προϊόντα που δεν μπορούν να πουληθούν. Ωστόσο η δραματική αναζωπύρωση των φόβων για τις αντοχές των τραπεζών έχει και πάλι διευρύνει το περιθώριο μεταξύ των βασικών επιτοκίων τα οποία καθορίζονται από τις κεντρικές τράπεζες και του Libor- το οποίο αντικατοπτρίζει το μέσο επιτόκιο που δανείζει η μία τράπεζα την άλλη. Χθες εκτινάχθηκε στο 6,44%. Το άλμα αυτό ήταν το υψηλότερο των τελευταίων επτά και πλέον ετών.
Να σημειωθεί ότι ήταν στο 2,07% τον Ιούνιο. Οσο όμως διευρύνεται το περιθώριο αυτό τόσο αποδυναμώνει τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζιτών να τονώσουν την οικονομία με τις μειώσεις των επιτοκίων.
Ενώ από το περασμένο καλοκαίρι που άρχισε να δαγκώνει η πιστωτική κρίση, οι τράπεζες παγκοσμίως έχουν αντλήσει γύρω στα 400 δισ. δολάρια στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν διαγραφές και ζημιές ύψους 515 δισ. δολαρίων. Τώρα οι αναλυτές αναμένουν ότι πολλές τράπεζες θα εξαναγκαστούν να ζητήσουν νέα κεφάλαια και να ανακοινώσουν νέες διαγραφές δισεκατομμυρίων δολαρίων στα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια και στα επιχειρηματικά δάνεια που δόθηκαν για τη χρηματοδότηση εξαγορών και συγχωνεύσεων.