ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ Τ ρία σκάνδαλα βαραίνουν την κυβερνήτη της Αλάσκας Σάρα Πέιλιν, το σωσίβιο του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Μακ Κέιν στις εκλογές του Νοεμβρίου. Το ένα είναι προσωπικό και ενδεικτικό του χαρακτήρα της, τα άλλα δύο είναι οικονομικά, επίσης ενδεικτικά, καθώς πρόκειται για καταγγελλόμενη διασπάθιση δημοσίου χρήματος την ώρα που η ίδια υπόσχεται «νοικοκύρεμα» των δημοσιονομικών. Η κυρία Πέιλιν αρνείται να συμβάλει στην έρευνα που διεξάγεται εις βάρος της από μεικτή κοινοβουλευτική επιτροπή (Δημοκρατικοί- Ρεπουμπλικανοί) της Αλάσκας, με το ερώτημα της κατάχρησης εξουσίας. «Είναι μάλλον απίθανο να συνεργασθεί» δήλωσε λακωνικά εκπρόσωπος της προεκλογικής εκστρατείας της. Ισχυρίζεται ότι η διερεύνηση δεν είναι αδέκαστη και ότι η έρευνα κατευθύνεται από Δημοκρατικούς που θέλουν να καταστρέψουν την πολιτική καριέρα της. Η υπόθεση για την οποία κατηγορείται αφορά την απόλυση του διευθυντού Δημόσιας Ασφάλειας Αλάσκας Γουολτ Μονίγκαν. Ως κυβερνήτης, η κυρία Πέιλιν τον απήλλαξε των καθηκόντων του, διότι ο κ. Μονίγκαν τής είχε αρνηθεί ένα «ρουσφέτι» που του ζήτησε: να απολύσει τον πρώην γαμπρό της, αστυνομικό Μάικ Βούτεν , ο οποίος βρισκόταν στα μαχαίρια με την αδερφή της διεκδικώντας την κηδεμονία των παιδιών τους.

Λένε τώρα οι επικριτές της ότι η κυβερνήτης έκανε χρήση του αξιώματός της σε μια διαμάχη καθαρά προσωπική. Η ίδια επιμένει ότι απέλυσε τον Μονίγκαν επειδή διαφώνησε σε θέματα δημοσίων δαπανών.

Επί ζητημάτων δημοσίων δαπανών αλλά και κρατικών κονδυλίων βαρύνεται ωστόσο και η ίδια με δύο σκοτεινές υποθέσεις που «όζουν» σκανδάλων.

Τυπικά, ως κυβερνήτης, διεκδικούσε κονδύλια για την Πολιτεία της. Ουδέν το μεμπτόν. Προέκυψε όμως τη Δευτέρα ότι η κυρία Πέιλιν είχε ζητήσει από το κράτος να χρηματοδοτήσει προγράμματα για την πλούσια σε πετρέλαια Αλάσκα ύψους 453 εκατ. δολαρίων για το διάστημα της παρελθούσης διετίας. Ποια προγράμματα; Ενα από αυτά απαιτούσε ποσόν 4,5 εκατ. δολαρίων για την κατασκευή αεροδρομίου με το οποίο θα εξυπηρετείτο απομονωμένη νησίδα στη θάλασσα Μπέρινγκ με 100 μόνο κατοίκους. Επιπλέον ζήτησε και 9 εκατ. δολάρια, προς ενίσχυσιν των εταιρειών πετρελαίου, οι οποίες κυριολεκτικά θησαυρίζουν στην Αλάσκα.

Οι Δημοκρατικοί την αποκαλούν κοροϊδευτικά «βασίλισσα του μαρκαρίσματος». «Μαρκάρισμα» («earmark») αποκαλείται στην πολιτική αργκό της Ουάσιγκτον η ειδική διαδικασία με την οποία το αμερικανικό Κογκρέσο εγκρίνει κονδύλια για ειδικά προγράμματα, χωρίς πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Η κυρία Πέιλιν «μαρκάρει» συστηματικά τέτοια κονδύλια για να τα ξοδέψει όπου εκείνη νομίζει. Για πραγματικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, όπως ισχυρίζεται, προκαλώντας χαμόγελα και ειρωνικά σχόλια. Διότι από τα χαρτιά προκύπτει ότι επί δικής της διακυβέρνησης είχε επιχειρηθεί ένα σοβαρό σκάνδαλο το οποίο η ίδια σήμερα έχει αποκηρύξει. Στην αρχή όμως είχε άλλη γνώμη και όλοι το θυμούνται.

Πρόκειται για μια γέφυρα που δεν κατασκευάστηκε και θα μείνει στην Ιστορία ως «γέφυρα προς το πουθενά». Επονείδιστο παράδειγμα διασπάθισης του χρήματος των αμερικανών φορολογουμένων, καταγγέλλουν οι αντίπαλοί της. Το εξωφρενικό κονδύλιο των 500 εκατ. δολαρίων είχε «μαρκαριστεί» από το Κογκρέσο για την κατασκευή μιας γέφυρας στην Αλάσκα, ίσης σε μήκος με την Γκόλντεν Γκέιτ του Σαν Φρανσίσκο! Θα συνέδεε το νησί Γκραβίνα που έχει λιγότερους από 50 κατοίκους με τη «μεγαλούπολη» Κετσικάν (πληθυσμός 8.000).

Το νησί διαθέτει αεροδρόμιο και η συγκοινωνία εξυπηρετείται επίσης με πολυάριθμα οχηματαγωγά και ταχύπλοα ταξί. Με την κοινή λογική δεν θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογηθεί ένα τόσο πολυδάπανο δημόσιο έργο.

Η κυρία Πέιλιν το είχε στηρίξει για πολύ καιρό αυτό το πρόγραμμα. Μπροστά στην κατακραυγή, απέσυρε τη στήριξή της. Και σήμερα λέει ότι «ποτέ» δεν το στήριξε. «Αν η Πολιτεία μας χρειαζόταν γέφυρα,θα την είχαμε φτιάξει μόνοι μας!» δήλωνε κατά την παρθενική της αντιπροεδρική εμφάνιση στο Ντέιτον, αφού πια ο κ. Μακ Κέιν την είχε επιλέξει για υποψήφια αντιπρόεδρο των ΗΠΑ. Και πρόσθεσε: «Εγώ αγωνίζομαι για να σταματήσουν τα μαρκαρίσματα κονδυλίων στο Κογκρέσο».