ΜΟΝΑΧΟ. Η Siemens λάδωνε συστηματικά από τη δεκαετία του ΄50. Αυτό προκύπτει από επίσημη καταχώριση του πρώην προέδρου του εποπτικού συμβουλίου Χέρμαν Φραντς για μια συζήτησή του με το μέλος του διοικητικού συμβουλίου Γκερτ Τάκε. «Ο Τάκε μού είπεότι πιστεύει ακράδανταπως οι συναλλαγές στο εξωτερικό μπορούν να προχωρήσουν μόνο αν θα κάνουμε “χρήσιμες παροχές” (σ.σ.: λαδώματα) και αν δημιουργήσουμε τα κατάλληλα εργαλεία γι΄ αυτό, δηλαδή “μαύρα ταμεία”» αναφέρεται στην καταχώριση, που προέρχεται από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Οταν περί το 1989, σημειώνει περαιτέρω ο κ. Φραντς, επιχείρησε να πείσει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να διακόψουν αυτή την τακτική, προσέκρουσε σε «γρανίτη». «Οι συνάδελφοί μου με έβρισαν και μου είπανότι σε τέτοια περίπτωση θα χάναμε το 30% των παραγγελιών,κάτι που θα είχε ως επακόλουθο τη χρεοκοπία του ομίλου» γράφει. Αλλά όχι μόνο. Πολλοί μάνατζερ, προσθέτει, που είχαν «καλομάθει» με τις μίζες στο εξωτερικό, ήθελαν να μεταφέρουν την πρακτική αυτή- ύστερα από την επιστροφή τους στο αρχηγείο της Siemens στο Μόναχο- και στη Γερμανία. Τελικά όμως αυτό δεν έγινε, επειδή κρίθηκε πέραν του δέοντος επικίνδυνο.

Τη μαρτυρία του κ. Φραντς επιβεβαιώνει και ο Ράινχαρτ Σίκατσεκ, ο επιλεγόμενος «άρχοντας των μαύρων ταμείων» την περίοδο 1998-2004, που καταδικάστηκε γι΄ αυτό πρόσφατα από το Πρωτοδικείο του Μονάχου σε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή. «Ηταν κοινό μυστικό» λέει. «Το λάδωμα ήταν μεταπολεμικά η “σιωπηρή” πολιτική της φίρμας εκτός Γερμανίας.Δεν υπάρχει υψηλόβαθμο στέλεχος,συμπεριλαμβανομένων και των ανωτάτων,που να μην το γνώριζε.Ολα τα άλλα είναι υποκρισίες» . «Κάναμε» προσθέτει «εκείνο που μας έμαθαν οι προγενέστεροι».