Διαβάζω συχνά κριτικές για το αν ήταν επιτυχημένος ο τάδε ή ο δείνα «επικοινωνιακός χειρισμός» της κυβέρνησης ή των κομμάτων: έπρεπε το ΠαΣοΚ να εμφανίσει «το βίντεο της νοθείας» τις ημέρες που όλοι κατέκριναν την κυβέρνηση για τα φορολογικά μέτρα; Ο Κώστας Καραμανλής έπρεπε να πάρει στις δηλώσεις του μισό ή δύο μέτρα απόσταση από την «υπόθεση Βουλγαράκη»; Ακουσα μάλιστα προχθές πολιτικό να εξηγεί στο ραδιόφωνο, απαντώντας σε δημοσιογράφο που την αμφισβήτησε, γιατί ήταν επικοινωνιακά σωστή η τάδε κίνηση που έκανε το κόμμα του. Και σκέφτομαι: αφού οι πολιτικοί λογοδοτούν για την επικοινωνιακή πολιτική, μήπως πρέπει τα κόμματα να τη συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους, μαζί με την εισοδηματική, την εξωτερική, την αγροτική τους πολιτική, ώστε να αποφασίζουμε με βάση και αυτήν αν θα τα ψηφίσουμε; Μπορώ να κατανοήσω τη δημόσια συζήτηση και κριτική για το περιεχόμενο των επικοινωνιακών μηνυμάτων (αν ήσαν «αρνητική διαφήμιση», αν ήσαν ευπρεπή, εθνικιστικά ή ρατσιστικά, αισιόδοξα ή απαισιόδοξα) και για τη μορφή τους(καλαίσθητα/ακαλαίσθητα), αλλά αυτός ο μετα-επικοινωνιακός διάλογος (όπως λέμε: μεταγλώσσα, μεταθεωρία) για την επικοινωνία μεταξύ αυτών που την οργανώνουν και τη διαχειρίζονται μου είναι αδιανόητος: δεν ακυρώνεται η επικοινωνιακή τακτική, όπως και η στρατιωτική τακτική, όταν δημοσιεύεται; Επειδή πολιτικοί και δημοσιογράφοι δεν είναι ηλίθιοι, όπως θα ήσαν στρατηγοί που θα συζητούσαν δημόσια την τακτική τους προτού τελειώσει ο πόλεμος, το φαινόμενο αναδεικνύει, μου φαίνεται, τον αυτισμό του πολιτικού-μεντιακού συστήματός μας που ενδιαφέρεται να συζητεί μόνον όσα κάνει το ίδιο.