Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος «σκληρής διπλωματίας» για τη Μόσχα, την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες

Η σημερινή κρίση στη Νότια Οσετία δεν ομοιάζει σχεδόν σε τίποτε με τον Ψυχρό Πόλεμο που προηγήθηκε. Για να καταλάβει κανείς τη φύση της είναι καλύτερα να στρέψει την προσοχή του στα τελευταία 10 χρόνια- όχι για να αναζητήσει «κακούς», αλλά για να συναρμολογήσει μια σειρά αλληλοσυνδεόμενες αποφάσεις. Οι περισσότερες ήταν κατανοητές εκείνον τον καιρό, αλλά σωρευτικά δημιούργησαν ένα επικίνδυνο χάσμα μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.

Από την εισβολή στο Κοσσυφοπέδιο το 1990 στην εισβολή στη Γεωργία το 2008 σειρά παρεξηγήσεων και η άρνηση του σεβασμού των εθνικών συμφερόντων οδήγησαν σε ένα πολιτικό χάσμα που τροφοδοτήθηκε από την πολωτική παρουσίαση της ειδησεογραφίας από τα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου υπήρχε σχεδόν ομοφωνία ότι θα έπρεπε να γίνει καθετί δυνατό προκειμένου να αποφευχθεί η αλλαγή των ιστορικά φυσικών συνόρων της Ευρώπης.

Αν και η Ρωσία ήταν αντίθετη στην απόφαση της κυβέρνησης του προέδρου Μπιλ Κλίντον να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ προς τα νέα ανεξάρτητα κράτη, η συγκεκριμένη πολιτική λειτούργησε εν μέρει γιατί η Δύση σεβάστηκε την ευαισθησία της Ρωσίας όσον αφορά την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στον διεθνή οργανισμό.

Επιπλέον η Ρωσία συνεργάστηκε στενά με το ΝΑΤΟ στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μόλις το 1998, καθώς η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο επιδεινωνόταν, άρχισε να διαφαίνεται μια πραγματική διαφοροποίηση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια.

Κατά μία έννοια αυτό ήταν αναπόφευκτο καθώς ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν είχε πρόθεση να αποκαταστήσει την αυτονομία που είχε ο ίδιος καταργήσει το 1989. Με τη σκλήρυνση της αμερικανικής γραμ μής, η Ρωσία είδε ότι το ΝΑΤΟ ήταν πιθανόν να επέμβει και ότι το Κοσσυφοπέδιο κινδύνευε να αποσχισθεί από τη Σερβία. Γι΄ αυτό και διαφοροποιήθηκε από τις πολιτικές της Δύσης.

Παρά το θετικό παρελθόν συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού, ο νυν αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους και ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι επέμειναν να προσφέρουν πάση θυσία στη Γεωργία πρόωρη ένταξη στο ΝΑΤΟ. Δεν υπολόγισαν το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ θα ήταν υποχρεωμένο να υπερασπιστεί τη Γεωργία κατά τον ιδρυτικό χάρτη του.

Το ενδεχόμενο ο γεωργιανός πρόεδρος Μιχαήλ Σαακασβίλι να αποφάσιζε- όπως και έκανε- να «αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη» της αποσχισθείσας επαρχίας της Νότιας Οσετίας ήταν πάντα ανοικτό. Αν η Γεωργία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ στις 7 Αυγούστου, όταν η Τιφλίδα εξαπέλυσε τους πυραύλους και εισέβαλε με τεθωρακισμένα στη Νότια Οσετία, μια παθητική στάση της έναντι της ρωσικής αντεπίθεσης που ακολούθησε θα ισοδυναμούσε με συντριπτικό πλήγμα γοήτρου για την Ατλαντική Συμμαχία.

Ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί έπραξε σωστά που δεν δέσμευσε, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας κατάπαυσης του πυρός, ούτε το ΝΑΤΟ ούτε την ΕΕ για την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Γεωργίας. Στη δημοκρατική Δύση οι πολιτικοί και ο Τύπος μιλούν μόνο για τη ρωσική εισβολή αγνοώντας τη γεωργιανή στρατιωτική επίθεση. Η παρομοίωση της δράσης στη Νότια Οσετία με τη στρατιωτική δράση της πρώην Σοβιετικής Ενωσης στην Ουγγαρία το 1956 ή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 δεν αποτελεί ούτε σοβαρή ιστορική θέση ούτε ρεαλιστική πολιτική.

Υπάρχουν σαφείς λόγοι γιατί η υποψηφιότητα για το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να δοθεί απλώς σε κάθε χώρα που τη ζητεί. Πρώτα πρέπει να αποδειχθεί η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της χώρας, ενώ η εξωτερική της πολιτική πρέπει να είναι σταθερή και εναρμονισμένη με αυτήν των άλλων κρατών-μελών. Και όπου είναι δυνατόν τα εθνικά σύνορα ενός νέου κράτους πρέπει να είναι αποδεκτά από τους γείτονές του.

Για κάποια χρόνια ήταν σαφές ότι η ορθή οδός ήταν να προηγηθεί η ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στην ΕΕ και να ακολουθήσει η συζήτηση για το ΝΑΤΟ. Το πρώτο μάθημα από τις συγκρούσεις στη Γεωργία είναι να επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή ένταξη των δύο χωρών.

Το άλλο βασικό μάθημα είναι να γίνει η ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας προτεραιότητα. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που μπορεί να βοηθήσει την ΕΕ στη διαφοροποίηση της παροχής φυσικού αερίου και πετρελαίου. Η Τουρκία, με το μέγεθός της, μπορεί και πρέπει να διαθέτει αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου για την τροφοδοσία της Ευρώπηςόχι μόνο από την Κασπία και από τις χώρες γύρω από αυτή, αλλά τελικώς από το Ιράκ και το Ιράν.

Η Τουρκία πρέπει να γίνει εταίρος της ευρωπαϊκής επιχείρησης ενεργείας και θα είναι πολύ πιο αφοσιωμένη στον συγκεκριμένο στόχο όταν δει τις αντιδράσεις της Γαλλίας, και σε μικρότερο βαθμό της Γερμανίας, για την ευρωπαϊκή της ένταξη να υποχωρούν και όταν υπάρξει αξιόπιστο χρονοδιάγραμμα γι΄ αυτήν την ένταξη. Δεν πρόκειται για αντι-ρωσική πρόταση. Η διαφοροποίηση των πολιτικών ενεργείας είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας όπως επίσης και των ευρωπαϊκών κρατών- διαφοροποίηση πελατών για τη Ρωσία και διαφοροποίηση παρόχων για την Ευρώπη.

Η Ρωσία κατασκευάζει αγωγό πετρελαίου ως την Απω Ανατολή με σημαντική χρηματοδότηση από την Ιαπωνία. Αναμφίβολα θα ακολουθήσει αγωγός φυσικού αερίου. Η Ρωσία έχει επίσης δεσμευθεί να κατασκευάσει αγωγό πετρελαίου μέσα στην Κίνα και προχωρεί στην αποστολή υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος «σκληρής διπλωματίας» για τη Μόσχα, την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες όσον αφορά τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Και αυτό απαιτεί έναν νέο αμερικανό πρόεδρο με διαφορετικές αντιλήψεις από τον απερχόμενο Τζορτζ Μπους. Αυτή η διπλωματική οδός πρέπει να βασίζεται στη realpolitik: Ουάσιγκτον και Μόσχα θα πρέπει να παύσουν τις αμοιβαίες κατηγορίες και να παραδεχθούν ότι ειδικές, αν και διαφορετικές, συνθήκες στη Σερβία και στη Γεωργία οδήγησαν τις δύο χώρες να εισβάλουν σε άλλες, χωρίς να υπάρξουν κυρώσεις από πλευράς ΟΗΕ.

Η διευθέτηση αυτών των θεμάτων δεν θα είναι εύκολη. Αλλά θα είναι προς όφελος της διεθνούς κοινότητας να γίνει μέσα στο 2009.

Ο κ. Ντέιβιντ Οουεν διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας από το 1977 ως το 1979 και διαμεσολαβητής της Ευρώπης στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μεταξύ 1992-95.