Δραματική έξαρση της φτώχειας, επιδείνωση των οικονομικών ανισοτήτων, ληστρική αύξηση της φορολογίας εις βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων, αυξημένη ανεργία, περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σταδιακή μετατροπή των δημόσιων παροχών υγείας σε ιδιωτικές καταγράφει η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την ελληνική οικονομία. Η έρευνα, την οποία παρουσίασε ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου κ. Σ.Ρομπόλης, καταγράφει τη σαφή επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων αλλά και την περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας εξαιτίας των δυσμενών διεθνών εξελίξεων. Πάνω από δύο εκατομμύρια Ελληνες ζουν με εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας κατατάσσοντας τη χώρα μας στη χειρότερη θέση μετά τη Λετονία ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «27». Ενας συνταξιούχος στους τέσσερις και ένας άνεργος στους τρεις έχουν εισόδημα χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας, ενώ το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκεται κάτω από το όριο αυτό ανέρχεται σε 14%, έναντι 7% του κοινοτικού μέσου όρου.
Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι παραμένουν τα «φορολογικά υποζύγια» του συστήματος, καθώς η συμμετοχή τους στους άμεσους φόρους αυξήθηκε από 44% το 2004 σε 50,1% το 2006. Εμφανές της φορολογικής ανισότητας είναι στοιχείο σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις την ίδια περίοδο μείωσαν τη συμμετοχή τους από 43% σε 36,3%. Πέραν τούτου ιδιαίτερη σημασία έχει το εύρημα της έρευνας για τις οικονομικές ανισότητες στη χώρα μας σύμφωνα με το οποίο το εισόδημα των 20% περισσότερων εύπορων Ελλήνων που κατέχει το 40,4% του εισοδήματος είναι συστηματικά περίπου το εξαπλάσιο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχει το 7% του εισοδήματος. Αναλυτικά τα συμπεράσματα της έκθεσης περιλαμβάνουν τα εξής:
1 Oι δυσμενείς διεθνείς οικονομικές εξελίξεις επηρέασαν αρνητικά τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2007-2008 και οδήγησαν σε έξαρση του πληθωρισμού. 2 Οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών αυξήθηκαν σημαντικά κατά τους τελευταίους μήνες του 2007 και του 2008, και αντανακλούν την αντίδραση των επιχειρήσεων στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου και των πρώτων υλών προσπαθώντας να επαναφέρουν την κερδοφορία τους στα υψηλά επίπεδα των προηγούμενων ετών. 3 Η δυσμενής δημοσιονομική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία, εκτός των άλλων, τροφοδοτείται και από τις επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση (άμεση και έμμεση φορολογία) της φορολογικής επιβάρυνσης του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
4 Από την ανάλυση και επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων στην Ελλάδα την τριετία 2004-2006 προκύπτει ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι το 2004 κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος ενώ το 2006 κατέβαλαν το 50,1% των φόρων εισοδήματος (άμεση φορολογία). Αντίθετα οι επιχειρήσεις, ενώ το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, το 2006 κατέβαλαν το 36,3% των φόρων εισοδήματος (άμεση φορολογία). Οι εξελίξεις αυτές στη φορολογική επιβάρυνση των ελλήνων φορολογουμένων (5.530.427 το οικονομικό έτος 2007) αναδεικνύουν το εύρος και το βάθος της φορολογικής ανισότητας σε βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Σε έξαρση η φτώχειαΕπιδείνωση των ανισοτήτων
5 Οι ακαθάριστες πραγματικές αποδοχές στην Ελλάδα το 2007 αυξήθηκαν κατά 3,9%. Για να διατηρηθεί το 2008 η σταθερότητα στη διανομή του προϊόντος (πριν από τις αναδιανεμητικές λειτουργίες του κράτους), θα πρέπει οι τελικές αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών να ισούνται με το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας εργασίας. Αν ο πληθωρισμός (δείκτη τιμών καταναλωτή) ανέλθει σε 4,2% (ΟΟΣΑ, 2008) και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ανέλθει σε 2,2% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), τότε οι τελικές αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών θα πρέπει να είναι 6,4%. 6 Σωρευτική μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 1,2% υπήρξε την περίοδο 2000-2007 στην Ελλάδα. Παράλληλα η αύξηση τηςμέσης πραγματικής αμοιβής στον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδα βραδύτερα από τη μέση παραγωγικότητα είχε ως αποτέλεσμα, στο τέλος της περιόδου, η μεν μέση πραγματική αμοιβή στον ιδιωτικό τομέα να έχει αυξηθεί κατά 27%, ενώ η παραγωγικότητα κατά 36,5%.
7 Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές το 2007 ανέρχονται στην Ελλάδα σε 1.668 ευρώ για τους απασχολούμενους με πλήρες ωράριο, έναντι 2.366 ευρώ κατά μέσο όρο στα κράτη-μέλη της ΕΕ«15». Το αντίστοιχο μέγεθος στην Πορτογαλία ανερχόταν σε 1.207 ευρώ. Τέλος, η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα το 2007 ανερχόταν στο 83% του μέσου όρου της ΕΕ-«15». Η Ισπανία ήταν στο 85% του μέσου όρου της ΕΕ-«15».
8 Η Ελλάδα διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες, με την έννοια ότι το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχει το 40,4% του εισοδήματος είναι συστηματικά περίπου το εξαπλάσιο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχει το 7% του εισοδήματος.
9 Οι μισθοί των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, δημόσιοι οργανισμοί, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, τοπική αυτοδιοίκηση) κατανέμονται (2007) ως εξής: Το 30% των εργαζομένων δήλωσε ότι οι καθαρές αποδοχές του ήταν μικρότερες των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Το 37% δήλωσε ότι είχε μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 1.000 και 1.250 ευρώ. Επομένως το όριο για τους χαμηλόμισθους ήταν 766 ευρώ και το ποσοστό των χαμηλόμισθων μεταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα ήταν 10% έναντι 22% στον ιδιωτικό τομέα.
Επιβράδυνση της οικονομίας εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων
10 Συνεχίζει να υστερεί σημαντικά ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιοτέρων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (στις οποίες ισχύει ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο) και ανέρχεται περίπου στο 60% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης κατηγορίας χωρών (Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο).
11 Το εργατικό δυναμικό (δεύτερο τρίμηνο 2007) ανέρχεται σε 4,92 εκατομμύρια άτομα και αντιστοιχεί στο 68,2% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64), ενώ η απασχόληση, η οποία ανέρχεται σε 4,52 εκατομμύρια άτομα, αντιστοιχεί στο 62,7% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Το 1/3 του παραγωγικού πληθυσμού δεν είναι ενταγμένο στην αγορά εργασίας. Δύο στους τρεις ανέργους είναι γυναίκες και τα υψηλότερα ποσοστά μη συμμετοχής στην αγορά εργασίας παρατηρούνται στις ηλικίες έως 19 ετών και από 55 έως 64 ετών.
12 Η διάρθρωση της απασχόλησης στην Ελλάδα αναφέρεται στους μισθωτούς (64,1% των απασχολουμένων), στους αυτοαπασχολούμενους (21,3%), στους εργοδότες (8,2%) και στα συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη (6,4%) των αυτοαπασχολουμένων. Σε σχέση με το έτος 2006 αυξήθηκαν οι κατηγορίες των μισθωτών και των εργοδοτών, ενώ έμειναν αμετάβλητες οι κατηγορίες των αυτοαπασχολουμένων και των συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών.
13 Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης το 2007 διαμορφώθηκε σε 5,8% των απασχολουμένων αντιστοιχώντας σε 262.000 άτομα. Το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης το 2007 διαμορφώθηκε στο 11,1% των μισθωτών απασχολουμένων αντιστοιχώντας σε 322.300 άτομα. Οι νεοεισερχόμενοι άνεργοι ανέρχονται σε 140.100 άτομα και αναλογούν σε 35,2% του συνόλου των ανέργων και οι μακροχρόνιοι άνεργοι παραμένουν πάνω από το ήμισυ των ανέργων (208.150 άτομα, 52,3%).
14 Ο πληθυσμός των μεταναστών (ΕΣΥΕ, β΄ τρίμηνο 2007) ανέρχεται σε 580.700 άτομα (άνδρες και γυναίκες), από τα οποία 49,2% είναι γυναίκες. Η συμμετοχή τους στον συνολικό πληθυσμό της χώρας ανέρχεται σε 5,4%. Η ανεργία των μεταναστών για πρώτη φορά πλησίασε το μέσο ποσοστό ανεργίας της χώρας (8% στους μετανάστες έναντι 8,1%).
15 Κάτω από τα όρια της φτώχειας βρίσκονται πάνω από 2 εκατομμύρια άτομα (832.456 νοικοκυριά και 2.088.701 άτομα). Η Ελλάδα, με ποσοστό 21% του πληθυσμού να βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στην ΕΕ-«27» και μόνο η Λετονία παρουσιάζει μεγαλύτερο ποσοστό (23%), ενώ κατέχει το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 15 «παλαιών» κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. 16 Εισόδημα χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας έχει ένας συνταξιούχος στους τέσσερις και ένας άνεργος στους τρεις. Επίσης το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται σε 14% στην Ελλάδα (φτωχοί εργαζόμενοι), ποσοστό υψηλότερο από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ-«27» (7%), ενώ από την κατανομή του συνολικού φτωχού πληθυσμού στην Ελλάδα προκύπτει ότι το 1/3 είναι εργαζόμενοι.
17 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποσοστά της φτώχειας Στην περίπτωση της προσωρινής απασχόλησης το ποσοστό φτώχειας ανέρχεται σε 19% στην Ελλάδα (έναντι 12% στην ΕΕ«15»), είναι σχεδόν διπλάσιο στην περίπτωση της απασχόλησης με πλήρες ωράριο (13% στην Ελλάδα έναντι 6% στην ΕΕ-«15») και 2,5% φορές μεγαλύτερο στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης (26% στην Ελλάδα έναντι 10% στην ΕΕ-«15»).
18 Η απόπειρα μεταφοράς πρακτικών ευελιξίας και ασφάλειας (flexicurity) και οι πιέσεις που ασκούνται στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ευελιξίας αποτελούν παράγοντα περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, όταν μάλιστα αυτές αποβλέπουν στην απελευθέρωση του συστήματος απολύσεων.
19 Ο στρατηγικός στόχος της δωρεάν παροχής υπηρεσιών υγείας στους πολίτες σταδιακά απαξιώνεται και αντικαθίσταται από τον στόχο συγκρότησης ενός επιχειρηματικού κλάδου παραγωγής υπηρεσιών υγείας που λειτουργεί με τους νόμους της αγοράς. 20 Κυοφορούνται σαφείςκίνδυνοι ανατροπής του διεθνούς συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι και οι τελευταίοι θεματοφύλακες (ΔιεθνήςΟργάνωση Εργασίας και Διεθνής Ενωση Κοινωνικής Ασφάλειας) που θεωρούντην κοινωνική ασφάλιση θεσμό με κοινωνικοπολιτική λειτουργία αλλάζουν τη θεώρησή τους υπέρ της ιδιωτικής ασφάλισης.