▅ Στον πιο δημοφιλή πολιτικό της Γερμανίας, τον Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, έδωσαν οι Σοσιαλδημοκράτες το χρίσμα του υποψήφιου καγκελάριου
▅ Της «ενθρόνισής» του προηγήθηκε έντονο παρασκήνιο που είχε αποτέλεσμα την παραίτηση του προέδρου του κόμματος Κουρτ Μπεκ
▅ Ο κύριος σύμμαχος του Σταϊνμάγερ, ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Φραντς Μιντερφέρινγκ, θα αναλάβει εκ νέου την κομματική προεδρία
ΒΕΡΟΛΙΝΟ Ηδημοτικότητα εξασφαλίζει την επιτυχία. Αυτό συμπέραναν πολιτικοί αναλυτές όταν ανακοινώθηκε ότι ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ θα είναι ο υποψήφιος καγκελάριος των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές που θα γίνουν σε 12 μήνες, τον Σεπτέμβριο του 2009.

«Ηταν το λογικό παράγωγο των δημοσκοπήσεων» έλεγε ένας από αυτούς. Και όντως, εδώ και πολλούς μήνες ο υπουργός Εξωτερικών είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός της χώρας. Σε τελευταία δημοσκόπηση, το 67% των Γερμανών δήλωσε ευχαριστημένο μαζί του, έναντι 63% για την πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών και νυν καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ – και μόλις 21% για τον ως πρόσφατα πρόεδρο του SΡD Κουρτ Μπεκ.

«Δεν θα παίξω για μια καλή θέση» είπε ο κ. Σταϊνμάγερ στους δημοσιογράφους, στην αυλή ενός ξενοδοχείου στο Πότσνταμ, όπου είχε συνεδριάσει προηγουμένως το προεδρείο του κόμματος. « Θα αγωνιστώ, έτσι ώστε σε 385 ημέρες να κυβερνήσει πάλι ένας Σοσιαλδημοκράτης τη Γερμανία».

Μόνο που η «ενθρόνισή» του στο νέο πόστο έγινε υπό τους χειρότερους δυνατούς οιωνούς. Αυτό το παραδέχθηκε και ο ίδιος. «Η ημέρα κύλησε διαφορετικά απ΄ ό,τι είχαμε σχεδιάσει. Ηταν μια δύσκολη ημέρα για όλους μας» είπε. Και ο λόγος γι΄ αυτό ήταν η αιφνίδια παραίτηση του κ. Μπεκ από τη θέση του προέδρου. «Σαστίσαμε, πάθαμε όλοι σοκ» πρόσθεσε.

Ακόμη μεγαλύτερο ήταν το σοκ για τα ΜΜΕ. Ο τηλεοπτικός σταθμός ΖDF διέκοψε το πρόγραμμά του, κάτι που κάνει σπανίως, για να μεταδώσει ζωντανά τις δηλώσεις του. «Την τελευταία φορά που έγινε τέτοια διακοπή ήταν το 2001, όταν κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι της Νέας Υόρκης» έλεγε παρατηρητής. Ακολούθησαν άλλοι σταθμοί με έκτακτες εκπομπές και δελτία. Στο τέλος της βραδιάς πολλοί θεατές είχαν την εντύπωση ότι εκείνο που συνέβη στο Πότσνταμ δεν ήταν μια επιτυχημένη αρχή του προεκλογικού αγώνα, αλλά η «σφαγή» του προέδρου Μπεκ. Στην εικόνα αυτή συνέβαλε και ο ίδιος ο κ. Μπεκ με δήλωση όπου επεχείρησε να εξηγήσει τους λόγους της παραίτησής του. Σε αυτήν τονίζει ότι είχε πάρει προ πολλού την απόφαση να προτείνει τον κ. Σταϊνμάγερ ως υποψήφιο, κάτι για το οποίο είχε πληροφορήσει τον υπουργό των Εξωτερικών, αλλά ότι περίμενε να βγει και να το ανακοινώσει ο ίδιος.

Αλλά «λόγω λανθασμένων πληροφοριών , τα μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν εντελώς διαφορετικά την απόφασή μου. Ο στόχος ήταν να μου αφαιρεθεί η ελευθερία δράσεως και αποφάσεων» είπε με πικρία. Οι «λανθασμένες πληροφορίες», σύμφωνα με συνεργάτες του κ. Μπεκ, ήταν ένα δημοσίευμα στην οnline έκδοση του περιοδικού «Der Spiegel», σύμφωνα με το οποίο ο κ. Μπεκ «ενέδωσε στις πιέσεις του κ.Σταϊνμάγερνα ανακοινώσει αμέσως την υποψηφιότητά του».

Πίσω από τη διαρροή, συνεχίζουν, βρισκόταν ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών, που θέλησε να εμφανιστεί ως κάποιος που δεν αποδέχεται «χάρες» και επιβάλλει σε όλους τη θέλησή του.

Την εκδοχή αυτή έχουν ασπαστεί και τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, που μιλάνε για ένα «πραξικόπημα» του κ. Σταϊνμάγερ με στόχο την «αυτοαναγόρευσή» του ως υποψηφίου. Ο κύριος σύμμαχός του σε αυτό ήταν ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Φραντς Μιντερφέρινγκ, που ύστερα από πρόταση του κ. Σταϊνμάγερ θα αναλάβει- πρωτοφανές γεγονός και αυτό- εκ νέου την κομματική προεδρία.

Το γεγονός άφησε για λίγο άναυδους τους Γερμανούς. «Τέτοιον Σταϊνμάγερ δεν τον είχαμε ξαναδεί» έλεγε παρουσιαστής της τηλεόρασης. Για «καταδίκη» του δεν γίνεται όμως λόγος. Το αντίθετο μάλιστα. Οι περισσότεροι αναλυτές τονίζουν ότι χωρίς τον κ. Μπεκ ο υπουργός Εξωτερικών έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει πόντους στις εκλογές. Υπό τον κ. Μπεκ οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν πέσει τελευταία σε ποσοστά της τάξεως του 21%-26%. Και τίποτε δεν έδειχνε ότι ο κατήφορος αυτός θα μπορούσε να αναστραφεί.

Παράλληλα αυξήθηκε αλματωδώς το ενδιαφέρον για το πρόσωπο του νέου «αστέρα» των Σοσιαλδημοκρατών. Ο 52χρονος πολιτικός ήταν, με εξαίρεση τη θητεία του στο υπουργείο Εξωτερικών τα τελευταία τρία χρόνια, «άγραφο χαρτί». «Πιο μπροστά ήταν αποκλειστικά άνθρωπος του παρασκηνίου» λέει συνεργάτης του. Η πολιτική καριέρα του άρχισε το 1991 στο Ανόβερο, όταν έγινε εκπρόσωπος Τύπου του Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος ήταν τότε πρωθυπουργός στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας.

Οταν εξελέγη καγκελάριος, διόρισε τον κ. Σταϊνμάγερ υπουργό Καγκελαρίας. Από αυτή τη θέση ήταν ο «στρατηγικός νους» του καγκελάριου, ως επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών μάλιστα «το μάτι και το αφτί του».

Η παραμονή του στη σκιά διαμόρφωσε και τον λόγο του- κοφτό και σιγανό. Αυτό άλλαξε όταν έγινε ο πρώτος διπλωμάτης της χώρας. «Από τότε η γλώσσα του λύθηκε» λέει ένας συνεργάτης. Μέχρι πρότινος εξακολουθούσε όμως να μιμείται τον «γκουρού» του, τον κ. Σρέντερ, όχι μόνο πολιτικά αλλά και «γλωσσικά». «Αν έκλεινες τα μάτια σου όταν μιλούσε, θα νόμιζες ότι ακούς το πρώην αφεντικό του» έγραψε εφημερίδα. Την περασμένη Κυριακή ωστόσο το τηλεοπτικό κοινό άκουσε ξαφνικά μιαν άλλη φωνή – εύγλωττη, με δικό της χρώμα και αυτοπεποίθηση.