Διακόσιες οκτώ αντιπροσωπείες κρατών, ήτοι σχεδόν η πλειονότητα των ανά τον κόσμο κρατών με εξαίρεση το Βατικανό, 11.000 αθλητές, 17.000 τεχνικό προσωπικό, 7 εκατομμύρια ξένοι επισκέπτες, τηλεοπτικές αναμεταδόσεις που έφθασαν σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν, μια γιορτή στην έναρξη που συνδύασε την τόλμη με τη μεγαλοπρέπεια, η απουσία οποιουδήποτε ατυχήματος, η ηρεμία στα πρόσωπα των θεατών ή των πολιτών που περπατούσαν στους δρόμους ντυμένοι οι περισσότεροι με «δυτικό» στυλ. Αν ισχύει το «όμοιος ομοίω αεί πελάζει», τότε είναι δύσκολο να φανταστούμε καλύτερη ευκαιρία από τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου για να επιχειρήσουμε να υπογραμμίσουμε τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της παρούσας συγκυρίας.

Η θέρμη αυτών των Αγώνων, η δύναμη, η επιβλητική παρουσία και ο τρόπος με τον οποίο οι αθλητές αγνόησαν οτιδήποτε θα μπορούσε να υπονοήσει ρατσιστικές αντιλήψεις προσέδωσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή τη γιορτή, που δεν θα μπορούσε να περιοριστεί στον αθλητικό τομέα. Πολλοί δικαιούνται να πουν ότι ο ανταγωνισμός, αναζωπυρώνοντας την εθνική υπερηφάνεια, θα μπορούσε να αποτελέσει τον αποτελεσματικότερο τρόπο απομάκρυνσης από τις βίαιες παρορμήσεις, τόσο οικείες στο ανθρώπινο είδος.

Αυτή άλλωστε ήταν η φιλοδοξία των ελληνικών πόλεων, οι απεσταλμένοι των οποίων συγκεντρώνονταν κατά την αρχαιότητα κάθε τέσσερα χρόνια στην Ολυμπία, ώσπου η έντονη εφεκτικότητα της Εκκλησίας προς το ανθρώπινο σώμα οδήγησε έπειτα από περίπου 10 αιώνες στην κατάργησή τους. Η αναβίωσή τους το 1896 από τον Πιερ ντε Κουμπερτέν δεν κατάφερε και πολλά- ας μην το ξεχνάμε- ως προς την ανακοπή του εφιαλτικού κύκλου των εμφυλίων, παγκοσμίων και αποικιακών πολέμων που επέφεραν τον θάνατο σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Προ ημερών σκοτώθηκαν ακόμη δέκα γάλλοι στρατιώτες στο Αφγανιστάν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά θανατώνονται στο Νταρφούρ, στο κέρας της Αφρικής, στη Μέση Ανατολή, στο Κασμίρ, στη Σρι Λάνκα και στην Κολομβία. Οι βόμβες έπεφταν αναρίθμητες και ματαίως προσπαθούσαν οι αρχές της Γεωργίας να πείσουν τους ασυγκράτητους ρώσους γείτονές τους να χαλαρώσουν τις πιέσεις τους σε μια περιοχή που πληρώνει βαρύ τίμημα εξαιτίας του πετρελαίου και της υπερβολικής εμπιστοσύνης που επέδειξε στους Αμερικανούς.

Δεν ζούμε πια στην εποχή όπου ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος δήλωνε ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου ότι η αποτυχία του Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμο του Κόλπου έθετε τις βάσεις ενός νέου κόσμου που θα διασφάλιζε την ειρήνη υπό την «ηγεσία» των ΗΠΑ. Επίσης, ούτε στην εποχή όπου ο Φράνσις Φουκουγιάμα προέβλεπε το «τέλος της Ιστορίας» εξαιτίας του γεγονότος που ο ίδιος περιέγραψε ως την «απόλυτη εξάντληση των βιώσιμων συστημάτων, εναλλακτικών προς τον δυτικό φιλελευθερισμό». Ούτε στην εποχή όπου η υπουργός Εξωτερικών του Μπιλ Κλίντον, Μαντλίν Ολμπραϊτ, έκανε λόγο για το απαραίτητο έθνος των ΗΠΑ. Ούτε, τέλος, τότε που ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος θεωρούσε ότι έχει καταλάβει «ως το βάθος της ψυχής του» τον Πούτιν, στον οποίο απέδιδε κάθε αρετή.

Το άκρως εντυπωσιακό προφίλ τού υπ΄ αριθμόν ένα Ρώσου που παρουσιάζει ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι στο τελευταίο τεύχος (Νo 122) της επιθεώρησης «Commentaire» δεν αφήνει καμία αμφιβολία για μια προσωπικότητα που χαρακτηρίζεται ως ένας «αδυσώπητος γόνος της ΚGΒ, ένας πειθαρχημένος και αποφασιστικός εθνικιστής, που επιδιώκει την ανάκτηση της ρωσικής ισχύος, ένας καιροσκόπος που εκμεταλλεύεται την απρόσμενη κερδοφορία του ρωσικού χρηματιστηρίου, που δεν περιφρονεί

Ο ανταγωνισμός, αναζωπυρώνοντας την εθνική υπερηφάνεια, θα μπορούσε να αποτελέσει τον αποτελεσματικότερο τρόπο απομάκρυνσης από τις βίαιες παρορμήσεις

τις υλικές απολαβές που του προσφέρει η ηγετική του θέση αλλά τις διαχειρίζεται κρυφά, (…) που η σοβιετική του έπαρση τον κάνει να διστάζει να αποκηρύξει τον σταλινισμό ως έγκλημα». Ο κ. Μπρεζίνσκι του αναγνωρίζει ωστόσο ένα χάρισμα: χάρη στις αστείρευτες πετρελαιοπηγές, στην αναστήλωση της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας αλλά και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανέστησε την εθνική υπερηφάνεια, που είχε πληγεί από το 1991 λόγω της χρηματιστηριακής κατάρρευσης και του διαμελισμού της Σοβιετικής Ενωσης.

Ούτως ή άλλως, αυτή η υπερηφάνεια δεν έχει κανένα κοινό με αυτήν που αισθάνονται οι κάτοικοι της «Λαϊκής» Κίνας, η οποία, όπως υποστήριζε ο Ντιν Ρασκ το 1951, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για τα θέματα της Ασίας, είχε στην κεφαλή της στην πραγματικότητα «μια αποικιοκρατικών αντιλήψεων κυβέρνηση που δεν είναι κινεζική αλλά… ρωσική». Αυτή η ίδια Κίνα που πλήρωσε με αίμα την παράνοια της Πολιτιστικής Επανάστασης και η οποία επανήλθε στον δρόμο της λογικής χάρη στον ρεαλισμό δύο ανδρών: του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ που δεν τον ενδιέφερε το περιτύλιγμα αλλά η ουσία και του Χένρι Κίσινγκερ που είχε καταφέρει να πείσει τον Ρίτσαρντ Νίξον να τείνει χείρα βοηθείας στον κινέζο ηγέτη και να στρέψει τα νώτα του στη Μόσχα.

Το παράδοξο βέβαια είναι ότι η Κίνα συνεχίζει να διατρανώνει τον κομμουνισμό της εφαρμόζοντας τον καπιταλισμό, αυτόν τον οποίο αποκήρυσσαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Πιθανότατα έχει δίκιο λοιπόν ο σινολόγος Ζαν Λυκ Ντομενέκ που εκτιμά ότι το σημερινό καθεστώς είναι περισσότερο αυταρχικό παρά ολοκληρωτικό. Γεγονός όμως είναι ότι το πεδίο πολιτικής αμφισβήτησης και διαφωνίας από τους Θιβετιανούς και τους μουσουλμάνους παραμένει εξαιρετικά περιορισμένο και ότι η εφαρμογή της θανατικής ποινής εξακολουθεί να είναι πολύ συχνή.

Το παράδοξο είναι ότι η Κίνα συνεχίζει να διατρανώνει τον κομμουνισμό της εφαρμόζοντας τον καπιταλισμό, αυτόν τον οποίο αποκήρυσσαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, το οποίο αριθμεί 70 εκατομμύρια στελέχη, πολίτες και στρατιωτικούς, δεν είναι έτοιμο να παραχωρήσει την πολιτική εξουσία αλλά την οικονομική. Αυτή δηλαδή που έχει καταστήσει την αυτοκρατορία δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στην παγκόσμια αγορά. Αγνοούμε άλλωστε πολύ συχνά μια μεγάλη αλήθεια που έγραφαν οι προαναφερθέντες Μαρξ και Ενγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» το 1848: «Οι μεγάλες βιομηχανίες γέννησαν την παγκόσμια αγορά, την οποία είχε ήδη προετοιμάσει η ανακάλυψη της Αμερικής. Η παγκόσμια αγορά έδωσε τρομερή ώθηση στο εμπόριο, στη ναυτιλία και στα μέσα συγκοινωνίας».

Ετσι έχουν λοιπόν τα πράγματα σήμερα. Μένει να δούμε ποιο ρόλο φιλοδοξεί να διαδραματίσει στον κόσμο τού αύριο μια Κίνα στην οποία ζει το ένα έκτο του παγκόσμιου πληθυσμού, όπου η αύξηση του ΑΕΠ αγγίζει ετησίως το 10% εδώ και 25 χρόνια, η οποία διαθέτει- χάρη κυρίως στο τεχνητά υποβαθμισμένο νόμισμα- τεράστια αποθέματα συναλλάγματος, ελέγχει παραπάνω από τη μισή παγκόσμια αγορά αγροτικών μηχανημάτων, ρολογιών χειρός, παιχνιδιών, φορητών υπολογιστών. Μια χώρα που διαθέτει επιπλέον τον πιο πολυάριθμο στρατό, με πυρηνικά όπλα που μπορούν να πλήξουν ολόκληρο τον πλανήτη.

Ασφαλώς τίποτε δεν μας απαγορεύει να ελπίζουμε ότι οι μελλοντικοί της ηγέτες θα αποφύγουν να επιβάλουν τη δύναμή τους στην οικουμένη. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για τους Ευρωπαίους προκειμένου να μην ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τη χώρα αντί να αναμοχλεύουν, όπως άλλοι, τις αποσχιστικές ή αυτονομιστικές τάσεις· ή προκειμένου να αρνηθούν τη βοήθεια προς τις ασθμαίνουσες οικονομίες ή την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε διαφορετική περίπτωση οι προσεχείς Ολυμπιακοί Αγώνες, οι οποίοι θα διοργανωθούν στο Λονδίνο το 2012, θα διεξαχθούν σε ένα κλίμα πολύ λιγότερης ευφορίας σε σχέση με αυτούς του Πεκίνου.

Ο κ. Αντρέ Φοντέν είναι πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde».