Υπάρχουν πολλοί επαγγελματίες που δεν είναι ούτε φοροφυγάδες ούτε εύποροι

Η ολική κατάργηση του αφορολογήτου ορίου, έστω αυτού του μικρού των 10.500 ευρώ, για τους ελεύθερους επαγγελματίες εγείρει ένα εμφανές ζήτημα ισονομίας, άρα και συνταγματικότητας. Δεχόμαστε, βέβαια, ότι οι μισθωτοί είναι εύλογο να έχουν μεγαλύτερο αφορολόγητο απ΄ ό,τι οι αυτοαπασχολούμενοι, καθώς οι τελευταίοι αφαιρούν τις επαγγελματικές τους δαπάνες από τα έσοδα, ενώ οι πρώτοι δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα ούτε για εκείνα τα έξοδα που προφανώς αφορούν την εργασία τους. Και οι ελεύθεροι επαγγελματίες όμως έχουν ορισμένες ελάχιστες ανάγκες διαβίωσης που δεν συνιστούν επαγγελματικές δαπάνες και δεν εκπίπτουν. Αν το κράτος αναγνωρίζει ότι ένα τέτοιο όριο πρέπει να μένει αφορολόγητο για τον μισθωτό, δεν βλέπει κανείς πώς το μηδενίζει για έναν ελεύθερο επαγγελματία μονάχα με την υποθετική αιτιολογία ότι οι αυτοαπασχολούμενοι γενικώς φοροδιαφεύγουν. Το μέτρο υποσκάπτει κάθε δικαιοκρατική λογική, αφού αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ατομικών παραβάσεων με ισοπεδωτικά, γενικά μέτρα άσχετα προς την παράβαση. Από κοινωνική άποψη, ωστόσο, το μείζον πρόβλημα ενδέχεται να μην είναι αυτό αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί επαγγελματίες που δεν είναι ούτε φοροφυγάδες ούτε εύποροι αλλά τύποις αυτοαπασχολούμενοι που ονειρεύονται να (ξανα)γίνουν μισθωτοί.

Ο υπουργός Οικονομίας, του οποίου η πολιτική απέτυχε παταγωδώς, βολεύεται βεβαίως να παρουσιάζει το σύνολο των επαγγελματιών ως άτομα καλοζωισμένα και με ικανό, άδηλο για την Εφορία, εισόδημα. Πολλοί από αυτούς ασφαλώς ανταποκρίνονται στην περιγραφή. Οπως όμως όλοι (μεταξύ αυτών και οι δημοσιογράφοι) γνωρίζουμε, σημαντικός αριθμός φαινομενικών ελεύθερων επαγγελματιών είναι στην πραγματικότητα μισθοσυντήρητοι που έχουν εξαναγκαστεί «να δουλεύουν με μπλοκ», όπως λέμε στην τρέχουσα γλώσσα, επειδή οι εργοδότες τους θέλουν να αποφύγουν την επιβάρυνση των νόμιμων δώρων, επιδομάτων και αποζημίωσης απόλυσης, ακόμη δε περισσότερο θέλουν να αποφύγουν το ΙΚΑ και να μεταθέσουν το βάρος των ασφαλιστικών εισφορών στους εργαζομένους.

Αυτά τα άτομα δεν περιλαμβάνονται ούτε στην τάξη των φοροδιαφευγόντων ούτε σε εκείνη των ευπόρων. Ωστόσο, χωρίς κανέναν δίκαιο λόγο, θα πληγούν από την κατάργηση του αφορολογήτου και θα δουν τον «λογαριασμό» του φόρου εισοδήματος να αυξάνεται επί ζημία του ήδη μετρίας ποιότητος επιπέδου ζωής τους.

Η δε επιβάρυνση αυτή θα ακολουθήσει από κοντά την- πιθανότατα βαρύτερη- αύξηση των φόρων στα τσιγάρα, στο οινόπνευμα και στα τέλη κυκλοφορίας. Καθώς και οι φτωχοί άνθρωποι εμφορούνται από επιθυμίες και πάθη, δεν ζουν μόνο για να πλουτίζουν με τη δουλειά τους κάποιους άλλους, αλλά συνηθίζουν να καπνίζουν και να πίνουν ένα κρασί, διατηρούν δε και την άπληστη αξίωση να έχουν αυτοκίνητο, το σύνολο των νέων φόρων θα τους πλήξει αναλογικά πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι τους εύπορους.

Οι επαγγελματίες με πακτωλό εσόδων, πέραν του ότι δεν δηλώνουν 6.000 τον χρόνο, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, μάλλον εύκολα θα αναδεχθούν το βάρος από την κατάργηση του αφορολογήτου, όπως άνετα θα πληρώσουν παραπάνω και τα τσιγάρα ή το ουίσκι τους. Οι άλλοι θα στενάξουν.

Επικαλούμενη τη φορολογική δικαιοσύνη, η κυβέρνηση επιβαρύνει περαιτέρω τον μέσο, αν όχι τον ασθενέστερο πολίτη, όπως εκ συστήματος πράττει από τότε που ανέλαβε. Και όπως θα εξακολουθήσει να πράττει όσο διοικεί.