Τα εφετινά αποτελέσματα αποτελούν μια αξιολόγηση των πανεπιστημίων από την ίδια την κοινωνία

Δεκαπέντε τμήματα ΤΕΙ θα μείνουν εφέτος χωρίς φοιτητές, είτε λόγω του ορίου της βάσης του «10» είτε γιατί δεν τα επέλεξαν οι υποψήφιοι. Είναι τμήματα διαφόρων περιφερειακών ΤΕΙ, από τη Φλώρινα και την Ηγουμενίτσα ως την Καλαμάτα και το Ηράκλειο Κρήτης. Οι θέσεις που μένουν κενές σε ΤΕΙ και ΑΕΙ υπερβαίνουν τις 18.000, ενώ οι βάσεις σε ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές είναι τόσο χαμηλές που είναι να απορεί κανείς με τη γενικευμένη απαξίωση που εκφράζεται απέναντι σε κάποιες σχολές και τμήματα. Ηδη έχει αρχίσει ο σχολιασμός των αποτελεσμάτων. Οι συνδικαλιστές, που επιμένουν στο άσπρο- μαύρο, επαναλαμβάνουν στερεότυπα τον εαυτό τους για αντιεκπαιδευτική πολιτική που βάζει φραγμούς στη συνέχιση των σπουδών των παιδιών του λαού και τρίχες κατσαρές. Θα τα προσπεράσουμε αυτά τα σχόλια γιατί δεν προσφέρουν τίποτε στον προβληματισμό για την ανώτατη εκπαίδευση.

Πριν απ΄ όλα τα εφετινά αποτελέσματα αυτά καθαυτά αποτελούν μια αξιολόγηση των πανεπιστημίων από την ίδια την κοινωνία. Οι υποψήφιοι- και οι οικογένειές τους- με τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου και με τη δηλωμένη σειρά προτίμησης σχολών και τμημάτων εκφράζουν την εδραιωμένη πεποίθησή τους ή την εδραιωμένη αμφισβήτησή τους για το κύρος των σπουδών στα πανεπιστήμια αλλά και για το βάρος του πτυχίου τους. Οσοι σχεδιάζουν την εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να προβληματιστούν από τα στοιχεία αυτά και να μη μείνουν στη συνήθη δημαγωγική και ευτελή στάση τους. Ας το ομολογήσουμε κυνικά: μερικά ΤΕΙ και πανεπιστημιακές σχολές δεν έχουν πελατεία. Θα τα αφήσουμε έτσι;

Ως τώρα η πολιτική όλων των κομμάτων εξουσίας είναι να αυξάνουν τους αριθμούς εισακτέων διά της δημιουργίας νέων τμημάτων, σχολών, ακόμη και πανεπιστημίων. Για αυτή την άκριτη δημιουργία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που σήμερα απαξιώνονται τα κριτήρια δεν ήταν κυρίως εκπαιδευτικά ή ερευνητικά αλλά τοπικιστικά και πελατειακά. Πριν από αρκετά χρόνια με ένα άρθρο στο «Βήμα» εξέφραζα τον σκεπτικισμό μου για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ιδιαίτερα για τη «διασπορά» του σε όλες τις πρωτεύουσες των νομών, πλην βεβαίως της Πάτρας, που διαθέτει πανεπιστήμιο από τη δεκαετία του ΄60. Δέχθηκα αμέσως ένα τηλεφώνημα διαμαρτυρίας από υπουργό. «Θέλεις» μου έλεγε «να γίνει η Πελοπόννησος Σικελία; Να παρακμάσει;». Φανερά λοιπόν τα κίνητρα της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με σχολές σε Κόρινθο, Ναύπλιο, Τρίπολη, Καλαμάτα κτλ. Να ενισχυθούν οικονομικά οι τοπικές κοινωνίες με τον ίδιο τρόπο που παλαιότερα ενισχύονταν με την ίδρυση στρατοπέδων. Να νοικιαστούν διαμερίσματα, να γεμίσουν οι πλατείες και οι πεζόδρομοι με καφετέριες, να αυξηθούν τα μερίδια του φραπέ.

Η διεθνής τάση σήμερα οδηγεί στη συνένωση των πανεπιστημίων. Το επιβάλλει το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ο ανταγωνισμός στην έρευνα. Στην Ελλάδα ευνοείται ακόμη η διάσπαση και η διασπορά. Τα εφετινά αποτελέσματα δείχνουν ότι η κοινωνία απαξιώνει αυτού του είδους την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που αναδεικνύεται μέσα από τις λίστες των βάσεων. Πολλά τμήματα και σχολές παίρνουν φοιτητές από σπόντα. Αποτελούν ίσως την τελευταία επιλογή πολλών υποψηφίων που δεν έχουν κατορθώσει να πετύχουν σε μια σχολή που πραγματικά θέλουν. Αλλά πώς είναι δυνατόν να σπουδάζει κανείς, για παράδειγμα, θέατρο χωρίς πραγματικά να το θέλει; Παθολογία του συστήματος.