Οι φόβοι ότι ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού έχουν αυξηθεί
Η τιθάσευση του πληθωρισμού απετέλεσε προτεραιότητα των κεντρικών τραπεζών από το 1980. Ακολουθώντας σταθερά μια αυστηρή νομισματική πολιτική (σημαντικές αυξήσεις προεξοφλητικών επιτοκίων), κατάφεραν να διακόψουν το αυτοτροφοδοτούμενο ανοδικό «ράλι» μισθών/τιμών που επικρατούσε. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια υποχώρησαν και, μέσω της εξυγίανσης των εταιρικών κερδών, βαθμιαία ενισχύθηκαν οι επιχειρηματικές επενδύσεις και η απασχόληση. Αυτό είχε αποτέλεσμα μία από τις πιο παρατεταμένες περιόδους οικονομικής ευημερίας παγκοσμίως. Οι φθηνές εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες συνέβαλαν στον έλεγχο του πληθωρισμού στη Δύση, κατάσταση η οποία ενθάρρυνε τη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων, κάτι που αποτυπώθηκε όμως στην «υπερθέρμανση» της αγοράς κατοικίας.
Παράλληλα, η ανάπτυξη των αναδυομένων οικονομιών οδήγησε σε έκρηξη τη ζήτηση εμπορευμάτων, τα οποία, σε συνδυασμό με την περιορισμένη αύξηση της προσφοράς, εκτίναξαν τις τιμές, αλλά μαζί και τον πληθωρισμό. Η επιδείνωση της σχέσης πληθωρισμού/ανάπτυξης παγκοσμίως περιπλέκει το ήδη βεβαρημένο παζλ των αγορών, ενώ οι φόβοι ότι ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού έχουν αυξηθεί, σχεδόν παράλληλα με τους φόβους ότι τελικά οδηγούμαστε σε στασιμοπληθωρισμό όπως τη δεκαετία του 1970. Η πρόσφατη πτώση κατά 20% των τιμών του πετρελαίου και κατά 25% συνολικά των εμπορευμάτων αναπτέρωσε προσφάτως τις ελπίδες ότι τελικά ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει. Αν και οι οικονομίες συνεχίζουν να κατεβάζουν ταχύτητα, ο πληθωρισμός δείχνει να είναι πάντως παρόν, καθώς οι τιμές των εμπορευμάτων παραμένουν υψηλότερα σε σχέση με το προηγούμενο 12μηνο. Στις ανεπτυγμένες αγορές ο πληθωρισμός κατευθύνεται αποκλειστικά από τα τρόφιμα και την ενέργεια, ενώ η αύξηση των μισθών βρίσκεται σε μέτρια επίπεδα, σε μια στιγμή μάλιστα όπου η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων δεν επαρκεί, ενώ το πετρέλαιο πήρε πάλι την ανιούσα και οι φωνές που κάνουν λόγω για τιμές πάνω από τα 140 δολ. στο τέλος του έτους επανήλθαν. Σημείο-«κλειδί» στις εξελίξεις θεωρείται η οικονομία της Κίνας, η βιομηχανική παραγωγή της οποίας αποτελεί το 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, συμβάλλοντας και κατά το 1/3 στον ρυθμό αύξησης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Αν η ανάπτυξη στην Κίνα «επιβραδύνει» στο 9%, τότε μπορεί να μετριαστούν οι πληθωριστικές πιέσεις (μέσω της συγκράτησης των τιμών στα εμπορεύματα), λένε οι οικονομολόγοι. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα καλό νέο για τις μετοχές αργότερα το 2009, επιτρέποντας παράλληλα μειώσεις επιτοκίων στην ευρωζώνη, αλλά όχι και στις ΗΠΑ, όπου τα πράγματα δείχνουν ότι το 2009 ενδεχομένως να αποδειχθεί έτος ανοδικών επιτοκίων.