Σ την Ελλάδα εκτιμάται ότι οι καταθετικοί λογαριασμοί ξεπερνούν σε αριθμό τα 20.000.000, ενώ το ύψος των συνολικών καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανέρχεται με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος σε 204,8 δισ. ευρώ και από το ποσό αυτό 166,1 δισ. ευρώ αντιστοιχεί σε καταθέσεις νοικοκυριών. Ειδικότερα, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα έχουν τοποθετήσει σε προθεσμιακούς λογαριασμούς καταθέσεων περισσότερα από 88,6 δισ. ευρώ, σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου 68,3 δισ. ευρώ και σε καταθετικούς λογαριασμούς όψεως μόλις 9 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από πέντε χρόνια, το 2003, το σύνολο των καταθέσεων εγχώριων επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανερχόταν σε 115 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 95 δισ. ευρώ αφορούσαν αποταμιεύσεις νοικοκυριών.

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, κανείς δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να προσδιορίσει με ακρίβεια πόσοι τραπεζικοί λογαριασμοί βρίσκονται σε αδράνεια τα τελευταία χρόνια ούτε τι ποσά διαθέτουν. Ωστόσο, αν ζητηθεί αυτό από την Τράπεζα της Ελλάδος τότε τα μηχανογραφικά κέντρα των τραπεζών έχουν τη δυνατότητα να καταγράψουν εκείνους τους τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν έχουν εμφανίσει καμία κίνηση π.χ. τα τελευταία 10 ή 15 χρόνια. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα οι τόκοι των καταθέσεων φορολογούνται σήμερα αυτοτελώς με συντελεστή 10% με παράλληλη εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων. Ωστόσο, η κατάρρευση που παρουσιάζουν εφέτος τα φορολογικά έσοδα και η άμεση αναζήτηση πόρων για την κάλυψη διαφόρων αναγκών (μέσα σε αυτές εντάσσεται και η χρηματοδότηση των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων) είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει το υπουργείο Οικονομικών στην απόφαση να προχωρήσει σε αύξηση του παραπάνω συντελεστή στο 12% ή και ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν ασφαλώς και εκείνοι που προτείνουν στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών οι τόκοι των καταθέσεων να προστίθενται στα υπόλοιπα εισοδήματα των πολιτών και να φορολογούνται με βάση τη φορολογική κλίμακα. Κάτι τέτοιο όμως φαντάζει αδύνατο, καθώς είναι βέβαιο ότι οι μεγαλοκαταθέτες θα προχωρήσουν σε άμεση μετακίνηση των κεφαλαίων τους σε τράπεζες άλλων χωρών, οι οποίες προσφέρουν ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον.