«Τη Διοίκηση των Δημοσίων επιχειρήσεων και Οργανισμών μας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να την αναθέσουμε σε κομματικά μας στελέχη και αποτυχόντες πολιτευτές,αλλά σε καταξιωμένα πρόσωπα με γνώσηκαι εμπειρία της αγοράς»- από τις θέσεις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Σουηδίας, το 1926.

Στη χώρα μας σχεδόν έναν αιώνα μετά, οι λογικές αυτές ούτε έχουν επιβληθεί αλλά ούτε αποτελούν πολιτικές επιδιώξεις και αμφισβήτηση μιας χειρότερης πραγματικότητας όπου κατά κανόνα κομματικά στελέχη και αποτυχόντες πολιτευτές συνδιοικούν με τους κρατικούς συνδικαλιστές και κηδεμονεύονται από τους κυβερνητικούς βουλευτές. Ολοι μαζί υπηρετώντας τις πελατειακές λειτουργίες ενός αναχρονιστικού πολιτικού συστήματος που αναπαράγεται συνεχώς, αποτελούν τους μεγάλους εχθρούς της επαγγελματικής διοίκησης και των θεσμικών λειτουργιών. Οι όποιες προσπάθειες τοποθέτησης και άσκησης επαγγελματικής και ανεξάρτητης διοίκησης που υπηρετεί μόνο το δημόσιο συμφέρον και όχι αυτό των παραπάνω φορέων του πελατειακού συστήματος, προσκρούουν σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, δεν επιτρέπεται να έχουν προοπτική, συνέχεια και μακροβιότητα. Κάτω από την ομπρέλα ενός σοβιετικού τύπου κρατισμού άλλων εποχών, το κομματικό σύστημα θέλει να υποτάξει και να ελέγξει τα πάντα στη χώρα, με συχνά φαινόμενα εκφυλισμού θεσμών και διαφθοράς. Οι ελληνικές ΔΕΚΟ αποτέλεσαν πάντα προνομιακά πεδία για τις πελατειακές λειτουργίες και το «κράτος λάφυρο» των κομματικών στρατών. Κρατισμός και πελατειακό σύστημα πάνε μαζί, το ένα χρειάζεται το άλλο. Ο κρατισμός αποτελεί την ομπρέλα που διασφαλίζει τις πελατειακές λειτουργίες του κόμματος και τις μοναδικές κρατικά προστατευόμενες συνθήκες εγκαθίδρυσης συνδικαλιστικού μηχανισμού. Αυτός χρησιμοποιώντας τη μονοπωλιακή θέση της δημόσιας επιχείρησης αποσπά πλήθος προνομίων ανέφικτων για την υπόλοιπη οικονομία, επιβαρύνοντας το κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα μισθωτούς και συνταξιούχους που αδυνατούν να μετακυλίσουν είτε μέσω των τιμών των υπηρεσιών είτε μέσω της φορολογίας για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους όπου καταλήγουν τα ελλείμματα και οι καταπτώσεις εγγυήσεων των ΔΕΚΟ. Ακόμη οι συχνές για δεκαετίες τώρα ταλαιπωρίες του πολίτη και αναστατώσεις στην οικονομική ζωή για την απόκτηση νέων ή τη διαφύλαξη παλιών προνομίων, καθώς και οι ασκήσεις συνδικαλιστικής ή κομματικής «γυμναστικής» συνιστούν ένα πρόσθετο κόστος. Με ρόλους, πρακτικές και συμπεριφορές, καθώς και εμπλοκές σε πεδία άσχετα με τις αυτονόητες λειτουργίες και θέση του συνδικαλιστικού κινήματος στη Δημοκρατία, οι κρατικοί συνδικαλιστές μάς θυμίζουν συχνά τα λόγια δύο μεγάλων θεωρητικών του σοσιαλισμού, όταν μιλούσαν για την «εργατική αριστοκρατία» της εποχής τους «συντεχνιακής, εγωιστικής, αχόρταγης, αρτηριοσκληρωμένης, μικροαστικής» (Λένιν), που από «υπηρέτες της κοινωνίας έγιναν αφεντικά της» (Ενγκελς).

Αν η μεταπολεμική απάντηση στην «αποτυχία της αγοράς» εκδηλώθηκε με τη μορφή των δημοσίων επιχειρήσεων, στη σημερινή διαπιστωμένη διεθνώς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, «αποτυχία του κράτους» η απάντηση είναι διαφορετική. Αυτή έρχεται να αντιμετωπίσει τόσο την «αποτυχία της αγοράς» όσο και στην «αποτυχία του κράτους». Στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο και στις δομές που δημιουργούνται, καταργούνται οι μεταπολεμικές μορφές κρατισμού και θεσπίζονται νέοι ρόλοι κράτους και αγοράς. Το κράτος αποσύρεται από την ιδιοκτησία, την παραγωγή και διοίκηση στους τομείς αυτούς, τους οποίους τώρα αναλαμβάνει η αγορά. Με τις ρυθμιστικές αρχές στις «απελευθερωμένες αγορές», το κράτος εγγυάται την αποτελεσματική λειτουργία, δηλαδή τους όρους ανταγωνισμού της αγοράς. Το δημόσιο συμφέρον που σήμερα βλάπτεται σοβαρά από τις αναχρονιστικές μορφές του κρατισμού, καθώς και η παροχή υπηρεσιών για κοινωνικούς και άλλους σκοπούς η οποία παύει πλέον να αποτελεί άλλοθι της κρατικής κακοδιαχείρισης, διασφαλίζονται με θεσμοθετημένες διαδικασίες. Η χώρα μας δεν ολοκλήρωσε ακόμη τις μεταρρυθμίσεις πρώτης γενιάς.

Τη διαρθρωτική μας καθυστέρηση υπερασπίζονται οργανωμένες συντεχνιακές ομάδες και συμφέροντα που συνδέονται με τις αναχρονιστικές πλέον μορφές του κρατισμού, αντιστέκονται σε κάθε αλλαγή έχοντας πάντα πελατειακούς συμπαραστάτες τα κόμματα, κυρίως όταν αυτά βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Ο λαϊκισμός με τη σημαία του κρατισμού και το καπέλο της αριστεροσύνης που διαπερνάει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, προσπαθεί να αποτρέψει τις αποκρατικοποιήσεις που περιορίζουν και στερούν βιλαέτια των πελατειακών λειτουργιών. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα οι αποκρατικοποιήσεις δεν καταγγέλλονται ως «ξεπούλημα» ούτε από κόμματα διαμαρτυρίας και πολύ περισσότερο ούτε από κόμματα εξουσίας. Οι λαϊκίστικες κραυγές των κρατιστών για το «ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας», το «εθνικό έγκλημα και τραγωδία», τον «αφελληνισμό» κάθε άλλο παρά υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Και, βέβαια, ελληνικό και εθνικό δεν είναι μόνον ό,τι είναι κρατικό. Ούτε χρειάζεται ούτε πρέπει σήμερα αυτοί που ξεφορτώνουν τα εμπορεύματα στα λιμάνια, που λειτουργούν τα τηλέφωνα, που μας μεταφέρουν με τα αεροπλάνα, που παράγουν το ρεύμα, που εκτελούν τις τραπεζικές εργασίες κτλ., να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Χωρίς τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων, η μείωση του τεράστιου δημοσίου χρέους (που οφείλεται και στις ΔΕΚΟ) θα πρέπει να προέλθει και από περισσότερους φόρους. Αυτό σε μία χώρα με την υψηλότερη δαπάνη για τόκους, τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες όπου μαζί με τα συνεχή ελλείμματα των ΔΕΚΟ εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τις χαμηλές δαπάνες για Υγεία και Παιδεία. Ισως το χρόνιο χαμηλό τους επίπεδο να μην οφείλεται στην έλλειψη κοινωνικά ευαίσθητων πρωθυπουργών- που αφθονούν όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση.

Αν ο λαϊκισμός και ο κρατισμόςδηλαδή το νεοελληνικό «προοδευτιλίκι με δανεικά»- ανέδειξαν μια πολιτική κουλτούρα και πλήθος στελεχών του πολιτικού μας συστήματος με όλες τις γνωστές συνέπειες, σήμερα είναι μόνον επικίνδυνα βαρίδια παρακμής. Η συνέχιση της υποταγής σε αυτά, με τη συλλήβδην υιοθέτηση των συντεχνιακών συμφερόντων του κρατισμού αγνοώντας τι συμβαίνει γύρω μας, στερεί τη χώρα από την πλούσια εμπειρία και γνώση, τις εναλλακτικές προτάσεις, τις καλύτερες πρακτικές και μεθόδους οργάνωσης της νέας αρχιτεκτονικής στον δημόσιο τομέα. Είναι προφανές ότι αυτή δεν πρόκειται ποτέ να προέλθει και να στηριχθεί στην ημιμάθεια της κομματικής γραφειοκρατίας και τις ανώριμες νεωτερίστικες ή επικοινωνιακές φιγούρες που αναπαράγουν τους αναχρονισμούς του παρελθόντος.

Η χώρα δεν χρειάζεται μια τρίτη παραλλαγή του ΚΚΕ. Αντί να εκθειάζουμε το μοντέλο των Σουηδών Σοσιαλδημοκρατών, συγκαλύπτοντας ιδεολογικές και πολιτικές μας πενίες, ας δεχτούμε τουλάχιστον κάποιες θέσεις τους σαν αυτές που αναφέραμε στην αρχή, να «νοθεύσουν» το περιεχόμενο του περιβόητου δικού μας «δημόσιου μάνατζμεντ α λα ελληνικά».

Ο κ. Σ. Θεοδωρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.