Παραμονές των εκλογών του 2004 ο κ. Κ. Καραμανλής κατακεραύνωνε τον κ. Σημίτη για την οικονομία. Την παρουσίαζε ως «οικονομία-τραβεστί», μιλούσε για διπλά βιβλία, ζητούσε απογραφή, καυτηρίαζε τη διεύρυνση των ανισοτήτων, εδήλωνε ότι επί των ημερών του θα εξασφαλισθούν ρυθμοί ανάπτυξης 5% τον χρόνο και το κυριότερο υποσχόταν αποκατάσταση των όρων του ανταγωνισμού, ίσες ευκαιρίες, περισσότερες δουλειές και καλύτερα εισοδήματα για όλους. Κερδίζοντας τις εκλογές έπαιξε το χαρτί της δημοσιονομικής απογραφής, εκήρυξε την «ήπια προσαρμογή» και διεκήρυξε ότι οι επενδύσεις θα επαυξηθούν και η ανάπτυξη θα ενισχυθεί. Εναν χρόνο μετά, η οικονομία είχε, με ευθύνη- σχεδόν με πρωτοβουλία- της κυβέρνησης, υπαχθεί στο καθεστώς της επαχθούς κοινοτικής επιτήρησης, ο προϋπολογισμός αναθεωρήθηκε, επιβλήθηκαν διορθωτικά δημοσιονομικά μέτρα, οι δημόσιες επενδύσεις περιορίστηκαν, ένας κύκλος διαρκούς υποχώρησης άνοιξε έκτοτε, που ουδέποτε έκλεισε.

Σιγά σιγά η μεταολυμπιακή οικονομία άρχισε να φθίνει, τα δημόσια οικονομικά, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, ουδέποτε εξυγιάνθηκαν, το δημόσιο χρέος παρέμεινε υψηλό και καταδυναστευτικό, οι δημόσιες δαπάνες επέμειναν υψηλές και οι όποιες σταθερές είχαν διαμορφωθεί στη ζώνη των εσόδων με τον καιρό κλονίστηκαν, οι επιδόσεις τους κατέπεσαν στο ναδίρ, οι φοροελεγκτικοί μηχανισμοί αλώθηκαν από συμμορίες κομματικών εφοριακών, η φοροδιαφυγή θέριεψε και τα ταμεία του κράτους άρχισαν από το 2006 να είναι καχεκτικά και αδύναμα.

Παραλλήλως η ανάπτυξη, παρά τις εκκλήσεις προς τις φίλιες επιχειρηματικές δυνάμεις, δεν έκανε το άλμα, η αναμενόμενη εκ της φιλελευθεροποίησης επενδυτική έκρηξη δεν ήλθε ποτέ και οι επαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις, που υποτίθεται ότι θα έκαναν τη διαφορά, είτε ήσαν ψευδεπίγραφες και εντυπωσιοθηρικές είτε έμειναν ημιτελείς, χωρίς ευεργετικές επιδράσεις στο σώμα της οικονομίας και της κοινωνίας.

Επίσης οι διακηρύξεις περί οικονομίας «ίσων ευκαιριών» και αποκατάστασης των συνθηκών του ανταγωνισμού απεδείχθησαν κουβέντες του αέρα. Τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια θέριεψαν στην πρώτη φάση της «νέας διακυβέρνησης», έθρεψαν τη διαφθορά, τις τιμές εκτόξευσαν και το εισόδημα των πολιτών εξανέμισαν.

Πέρυσι τέτοιον καιρό, εξαιτίας ακριβώς της διπλής πίεσης από την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και την ένταση του φαινομένου της διαφθοράς, ο πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής χρειάστηκε να ζητήσει ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να κινηθεί απερίσπαστος στον χώρο της οικονομίας. Και την έλαβε, με επιφυλάξεις, από ένα σώμα που είχε ήδη αρχίσει να δυσπιστεί και να ξανασκέπτεται το πρώτο λάθος.

Εναν χρόνο μετά, τα γεγονότα επιβεβαιώνουν και το πρώτο και το δεύτερο λάθος. Η νεοδημοκρατική ηγεσία από την αρχή δεν είχε σχέδιο σαφές και ολοκληρωμένο για την οικονομία, ούτε απέκτησε στην πορεία.

Στην παρούσα συγκυρία, σε χειρότερες συνθήκες, με τη διεθνή πιστωτική κρίση να επιδρά παντού και να αφαιρεί τα όποια αναπτυξιακά αποθέματα της προηγούμενης δεκαετίας, αναγκάζεται εκ των συνθηκών σε νέα στροφή στην οικονομική πολιτική. Το πιθανότερο είναι πως και πάλι θα αποτύχει, τα φαινόμενα της κρίσης θα επιτείνει και την κοινωνία θα φέρει σε χειρότερη θέση.

Για να αποδειχθεί τελικώς ότι στις σύγχρονες κοινωνίες τα περισσότερα κρίνονται στο πεδίο της οικονομίας. Με το οποίο όλοι συνηθίζουν να παίζουν. Μόνο που φαίνεται πως δεν κατέχουν ούτε το πεδίο, ούτε το παιχνίδι.

akarakousis@dolnet.gr