«Δ εν είμαι αρχιτέκτονας,αγαπώ όμως και σέβομαι την αρχιτεκτονική και συμμερίζομαι την τεράστια ευθύνη των αρχιτεκτόνων απέναντι στον Θεό…στη φύση θέλω να πω» τονίζει ο Κώστας Τσόκλης . Με αυτή την ευθύνη να βαραίνει τους ώμους του, ο εικαστικός αποφάσισε να σμιλέψει ένα θέατρο, έχοντας τη βοήθεια ενός οικείου φυσικού τοπίου, της Τήνου. Αποτέλεσμα, να γεννηθεί εκεί ένας μικρός τόπος ο οποίος, αν και χωράει πολλές φωνές πολιτισμού, αποφασίστηκε να λειτουργεί μάλλον περιορισμένα. Ο εμπνευστής του χώρου, ωστόσο, αποφάσισε στον εφετινό δεύτερο χρόνο ζωής του να τον εξελίξει με μια εικαστική παρέμβαση η οποία θα αναπτύξει ωφέλιμο διάλογο με τις επιλεγμένες εκδηλώσεις που έχει προγραμματιστεί να φιλοξενηθούν εκεί τον Αύγουστο.

«Μέσα στην τρομοκρατία που ασκούν πάνω στις ψυχές μας τα καθημερινά γεγονότα,μέσα στην γκρίνια και στα συνεχή παράπονα για την ανισότητα των υλικών και οργανωτικών μέσων που μας αδικούν και εκμηδενίζουν συχνά τις προσπάθειές μας,είναι ανέλπιστο δώρο Θεού το να παίρνεις και να δίνεις χαρά από πράγματα που είναι πέρα από συμφέροντα,χρήματα και δημοσιότητα» σημειώνει ο καλλιτέχνης. «Να ανακαλύπτεις έκθαμβος ότι υπάρχουν μέσα σου υπολείμματα ρομαντισμού που ξεπλένουν τη ζωή σου πότε από κάποιες πράξεις σου και πότε από την εγωιστική απραξία σου.Ενα μπάνιο της σκονισμένης μας ψυχής».

Ο Τσόκλης, έπειτα από χρόνια προσωπικής και εικαστικής περιπλάνησης, μοιάζει να βρήκε λιμάνι. «Την είχα ανάγκη αυτή την κάθαρση» αναφέρει «και μου έδωσε μεγάλη ικα νοποίηση αυτό το θέατρο που φτιάξαμε με τα χέρια και το υστέρημά μας στο χωριό Κουμάρος της Τήνου.Είναι ένα θέατρο πρωτόγονο». O εμπνευστής τού εν λόγω θεάτρου δηλώνει ότι μοιράζεται την πατρότητά του με τον αρχιτέκτονα Νίκο Χατζηκυριάκο . «Βασικά το θέατρο χρωστά την ύπαρξή του σε εκείνον,ο οποίος μόλις το είδε αναφώνησε:“Μα εδώ υπάρχει ένα φυσικό θέατρο.Δεν έχουμε παρά να βγάλουμε τα περιττά χώματα και θα αποκαλυφθεί…”. Ετσι και έγινε.Με πολύ κόπο και απέραντο ενθουσιασμό.Εφέτος είναι η δεύτερη χρονιά λειτουργίας του.Πέρυσι ανεβάσαμε το μονόπρακτο των αδερφών Κούφαλη “Ο Στρατός της Σωτηρίας”,που μάγεψε όσους έτυχε να παρευρεθούν.Δεν θα ξεχάσω τη φράση του Αλέκου Αλαβάνου που ήταν εκεί:“Εφέτος η Παναγία έκανε το θαύμα της”» μας λέει.

Πώς επεβλήθη όμως η ανάγκη δημιουργίας ενός εικαστικού έργου σε, έστω και δοκιμαστική, συνύπαρξη με τον χώρο; «Ζώντας μέσα σε αυτό το φυσικό θέατρο και προσπαθώντας με τα μέσα και την αγάπη που διαθέτω να το ολοκληρώσω,είχα την αίσθηση ότι η θηλυκιά,κοίλη φόρμα του θεάτρου είχε ανάγκη τη σκληρότητα μιας φόρμας αρσενικής που θα δημιουργούσε προϋποθέσεις γονιμότητας» εξηγεί ο καλλιτέχνης. «Ετσι αποφάσισα να εντάξω στον χώρο ένα εικαστικό,κάθετο στοιχείο, δίνοντάς του την αισθητική αυτονομία,ανεξάρτητα από κείμενα και μουσικές που μοιραία θα το στοιχειώσουν.Αλλά συγχρόνως εισήγαγα ένα σύγχρονο στοιχείο σαν απάντηση στην επικίνδυνη νοσταλγία του παρελθόντος.Πίστευα πάντα πως η φύσηγια να πάρει νόημαέχει ανάγκη την επέμβαση του ανθρώπου. Και παρ΄ ότι φοβάμαι την καταστροφή που συνήθως επέρχεται όταν ο άνθρωπος βάζει το χέρι του,ελπίζω ακόμη στη συνύπαρξη».