Παλαιό το αμάρτημα της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα. Από γενέσεως του νεοελληνικού κράτους, από τους χρόνους του Καποδίστρια ακόμη, η φορολογία αντιμετωπίστηκε ως βαρύτατη και άδικη υποχρέωση. Ηταν η ανάμνηση της οθωμανικής δεκάτης και του κεφαλικού φόρου τόσο βαριά και ακόμη βαρύτερες των φοροεισπρακτόρων οι αρπαγές, που ουδέποτε επέτρεψαν τη συμφιλίωση των Ελλήνων με τη φορολογία.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι και στις μέρες μας ο φόρος εισοδήματος παρομοιάζεται με το χαράτσι.

Στα διάφορα στάδια συγκρότησης ή ανασυγκρότησης του νεοελληνικού κράτους έγιναν απόπειρες διαμόρφωσης ενός αξιόπιστου συστήματος προσδιορισμού και είσπραξης των φόρων.

Ολες έμειναν ημιτελείς ή εκφυλίστηκαν στον χρόνο.

Με τον καιρό η φοροδιαφυγή ταίριαξε με την παραοικονομία και εξελίχθηκε σε εθνικό σπορ. Στις τελευταίες δεκαετίες το πρόβλημα συζητήθηκε διεξοδικά και διαπιστώθηκε ότι η βάση της κακοδαιμονίας έγκειται στην ατελή και διεφθαρμένη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Με τα χρόνια οι Εφορίες είχαν εξελιχθεί σε πεδίο συναλλαγής μεταξύ διεφθαρμένων υπαλλήλων και φορολογουμένων, αφαιρώντας κάθε δυνατότητα από το κράτος να συλλέξει τους φόρους.

Εκρίθη τότε ότι μόνο με αντικειμενικοποίηση του συστήματος φορολογίας μπορεί να ξεπερασθεί η επαφή και άρα η συναλλαγή μεταξύ φορολογικών αρχών και φορολογουμένων. Πρώτη σοβαρή απόπειρα έγινε το 1985 με την καθιέρωση από τον Δημήτρη Τσοβόλα του συστήματος των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων. Το μέτρο, παρά τις στρεβλώσεις που προκάλεσε και προκαλεί, αναίρεσε το έως τότε ισχυρότατο πεδίο συναλλαγής μεταξύ εφοριακών και φορολογουμένων, που είχε ως αντικείμενο τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζόμενων ή κληρονομούμενων ακινήτων.

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, στα χρόνια της σύγκλισης, τότε που η χώρα υιοθέτησε ως εθνικό στόχο την ένταξή της στην ΟΝΕ, ο Αλέκος Παπαδόπουλος εισήγαγε τα αντικειμενικά κριτήρια και στη φορολογία εισοδήματος. Βάσει συγκεκριμένων παραδοχών και συγκριτικών στοιχείων επιχειρήθηκε ο αντικειμενικός προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών, των εμπόρων και των κάθε λογής επιτηδευματιών.

Εκείνο το αντικειμενικό σύστημα, παρά τις αδικίες που ενσωμάτωνε, λειτούργησε για χρόνια και απελευθέρωσε όντως πλήθος φορολογουμένων και τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό από αυτή τη σχέση διαρκούς διαπραγμάτευσης και συναλλαγής. Και επιπλέον επέτρεψε στις φορολογικές αρχές να ασχοληθούν με τον έλεγχο μεγάλων επιχειρήσεων και κυρίως με την απόδοση του ΦΠΑ, που θεωρείται η κύρια πηγή εσόδων για το κράτος. Τότε άλλωστε συγκροτήθηκε το ΣΔΟΕ, όπως και τα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα τα οποία ήλεγχαν μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής.. Δεν είναι τυχαίο ότι αναλογικά εκείνη η περίοδος θεωρείται η πιο αποδοτική του φορολογικού συστήματος. Παραμονές των εκλογών του 2000, και συγκεκριμένα το 1999, με το πρόσχημα της ένταξης στην ΟΝΕ, αλλά και με την εκτίμηση ότι ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός έχει βελτιωθεί και θωρακιστεί, ο μηχανισμός των αντικειμενικών κριτηρίων καταργήθηκε.

Δυστυχώς εννέα χρόνια μετά διαπιστώνουμε ότι επανήλθαμε στις προ του 1994 συνθήκες. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι έμποροι και οι λοιποί επιτηδευματίες δηλώνουν σχεδόν φτωχοί, οι εφοριακοί έχουν κάνει και πάλι επιστήμη τη συναλλαγή, το «μαύρο χρήμα» ρέει στις Εφορίες, η παραοικονομία είναι παντού, ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός έχει καταρρεύσει και το κράτος πένεται, ξεμένει κάθε τόσο από πόρους, έχει καταληφθεί από σύνδρομο υπερδανεισμού και αδυνατεί να καλύψει βασικές κοινωνικές ανάγκες. Και τώρα συζητούμε ξανά αν θα πρέπει να εφεύρουμε ένα νέο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος του πλήθους των εμπορευομένων.

Είναι σαν ο μύθος του Σισύφου να μας καταδιώκει…

akarakousis@dolnet.gr