M ε τον θάνατο του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν από καρδιακή ανακοπή προχθές το βράδυ εξέλιπε ο τελευταίος μεγάλος ρώσος συγγραφέας που συνέδεσε το όνομά του με την αποκάλυψη του τεράστιου συστήματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης που είχε δημιουργήσει ο Στάλιν. Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», μολονότι δεν είναι το σημαντικότερο έργο του ρεαλιστή πεζογράφου, παραμένει ως σήμερα η συγκλονιστικότερη μαρτυρία για τα κολαστήρια καταναγκαστικής εργασίας του καθεστώτος, όπου εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μέσα σε λιγότερο από 50 χρόνια. Μολονότι ο συγγραφέας έφυγε πλήρης ημερών (στα 89 χρόνια του) ο θάνατός του προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. «Ηταν από τους πρώτους που μίλησαν για την απανθρωπιά του σταλινικού συστήματος με όλη τη δύναμη της φωνής του και για όσους έζησαν μέσα σε αυτό το σύστημα και δεν λύγισαν» δήλωσε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Αλλά και σχεδόν όλοι οι ηγέτες του δυτικού κόσμου έστειλαν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα, επαναλαμβάνοντας λίγο-πολύ τα ίδια λόγια. Στη συνείδηση της Δύσης ο συγγραφέας του «Πρώτου κύκλου» (του σημαντικότερου μυθιστορήματός του) και της «Πτέρυγας καρκινοπαθών» ήταν η φωνή της Ρωσίας, αυτή που συνέδεε το παρόν της με τη μεγάλη παράδοση του 19ου αιώνα. Ο Σολζενίτσιν ήταν ένας συγγραφέας κοντά στα μεγάλα κλασικά πρότυπα του ρωσικού ρεαλισμού: τον Γκόγκολ, τον Τολστόι και κυρίως τον Ντοστογέφσκι, με τον οποίο έχει βαθιές πνευματικές συγγένειες. Τα βιογραφικά στοιχεία του είναι λίγο-πολύ γνωστά. Ο Σολζενίτσιν σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Ροστόφ και πολέμησε στην πρώτη γραμμή του μετώπου κατά τον Β Δ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1945 συλλαμβάνεται επειδή έγραφε στα γράμματά του σε φίλο από τα σχολικά του χρόνια επικριτικά σχόλια για τον Στάλιν. Του επιβάλλεται ποινή οκτώ χρόνων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το 1953 καταδικάζεται σε ισόβια εξορία και εκτοπίζεται στο Κοκ Τερέκ, μια πόλη του Νότιου Αζερμπαϊτζάν. Εναν χρόνο αργότερα υποβάλλεται σε αφαίρεση κακοήθους όγκου του στομάχου. Και ξαφνικά, το 1961, τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή. Μετά το 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ και έπειτα από άδεια, όπως λέγεται, του ίδιου του Χρουστσόφ, εκδίδεται το μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο, το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», όπου χωρίς συναισθηματισμούς καταγράφονται τα όσα ζει κατά τη διάρκεια μιας ημέρας ένας κατάδικος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκατομμύρια Ρώσοι ξενύχτησαν για να αποκτήσουν ένα αντίτυπο του βιβλίου, του οποίου η πρώτη έκδοση έγινε ανάρπαστη. Είχαν σοβαρό λόγο, αφού οι σοβιετικές αρχές απαγόρευσαν γρήγορα την ανατύπωση του βιβλίου, ενώ η μυστική αστυνομία κατέσχεσε όσα χειρόγραφα του συγγραφέα περιήλθαν στα χέρια της έπειτα από σχετική επιδρομή στο σπίτι του.

Εξορία και Νομπέλ
Το 1969 ο Σολζενίτσιν αποβάλλεται από την πανίσχυρη Ενωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Εναν χρόνο μετά η Σουηδική Ακαδημία τού απονέμει το Βραβείο Νομπέλ. Ο Σολζενίτσιν δεν μπορεί να παραστεί στην τελετή της απονομής. Τέσσερα χρόνια αργότερα του αφαιρείται η σοβιετική υπηκοότητα. Ο συγγραφέας εκδιώκεται στη Δύση, όπου ως το 1994, όταν και επέστρεψε στην πατρίδα του, έζησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας στο Βερμόντ των ΗΠΑ. Η Δύση δεν του άρεσε ποτέ. Θεωρούσε ότι είχε πνευματικά και ηθικά παρακμάσει, γι΄ αυτό και ήταν ευτυχής που μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης κατάφερε να επιστρέψει στην πατρίδα του. «Κουβαλάω πάνω μου τη θλίψη της Ιστορίας, τον θρήνο του καιρού μας, σαν ανάθεμα» έγραψε κάποτε ο συγγραφέας αυτός, ο οποίος μετά την επιστροφή του έζησε χωρίς να συμμετέχει στη δημόσια ζωή. Η νέα Ρωσία δεν του άρεσε καθόλου και άσκησε δριμύτατη κριτική στο γεγονός ότι, 80 χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, τα παρακμιακά φαινόμενα που εμφάνιζε- η αντανάκλαση του δυτικού τρόπου ζωής- διέβρωναν τον κοινωνικό ιστό και κατέστρεφαν το ρωσικό πνεύμα. Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής: για τη Ρωσία, για τον υπόλοιπο κόσμο, για τους ελάχιστους διανοουμένους και συγγραφείς που επέζησαν των σταλινικών διωγμών και τώρα γερνούν παροπλισμένοι στα προάστια της Μόσχας ή στις πόλεις της Δύσης. Τα μεγάλα έργα του, ωστόσο, θα εξακολουθούν να διαβάζονται και τα επόμενα χρόνια. Αλλωστε, κανέναν συγγραφέα ισάξιό του δεν έχουν να παρουσιάσουν μεταπολεμικώς τα ρωσικά γράμματα.