«O Τoμ Ρίπλεϊ απεχθανόταν τον φόνο. Εκτός αν ήταν απολύτως απαραίτητος… ». Οι φράσεις στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ «Ripley΄s Game» («Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ») φωλιάζουν για πάντα στη μνήμη του αναγνώστη. Επίσης, είναι εκείνες που αποκρυπτογραφούν με αμεσότητα και πληρότητα την εικόνα ενός από τους πιο σύνθετους και πιο γοητευτικούς αντιήρωες που «γέννησε» η αστυνομική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Ψεύτης, εγκληματίας, μηχανορράφος, ο Τομ Ρίπλεϊ είναι έτοιμος να ξεπεράσει τα όριά του. Για αυτόν δεν υπάρχουν «σύνορα» καλοπιστίας και αρχών. Και πάντοτε τα καταφέρνει…

Ολοι οι ήρωες των μυθιστορημάτων της Χάισμιθ, βέβαια, είναι άνθρωποι ψυχικά τραυματισμένοι, κοινωνιοπαθείς ή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ψυχοπαθείς.

Ο Ρίπλεϊ υπερέχει των άλλων, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, πρωταγωνιστεί σε πέντε μυθιστορήματα της συγγραφέως, γεγονός που τον μετατρέπει σε κάτι αντίστοιχο του ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό της Αγκαθα Κρίστι… αλλά από την ανάποδη. Προσπαθεί να ξεφύγει από τα χέρια του νόμου- και όχι να τον επιβάλει. Δεύτερον, παρά τη νοσηρότητα των πράξεών του, η συγγραφέας πάντοτε τον δικαιώνει, αφήνοντάς τον μόνο, έρμαιο των τύψεων και των ενοχών του. Διότι ο Ρίπλεϊ δεν παύει να είναι ένας εγκληματίας με συνείδηση.

Ισως για αυτόν τον λόγο, όμως, από όλους τους ήρωες της Χάισμιθ, ο Τομ Ρίπλεϊ έχει συγκινήσει περισσότερο τους εκπροσώπους ενός λαϊκότερου από τη λογοτεχνία μέσου: του κινηματογράφου. Τα «κατορθώματά» του εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1955 στον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» («Τhe Τalented Μr. Ripley»), το τρίτο, τιμημένο με βραβείο Εντγκαρ Αλαν Πόε από την Αμερικανική Ενωση Συγγραφέων Μυστηρίου, μυθιστόρημά της, που επανήλθε πριν από μερικά χρόνια στο προσκήνιο, όταν ο Αντονι Μινγκέλα το διασκεύασε για τον κινηματογράφο. Ο Ματ Ντέιμον αποδείχθηκε σοφή επιλογή για τον ρόλο του Τομ, ενώ ατού της ταινίας ήταν ο χειρισμός της σεξουαλικότητας του ήρωα με σκηνές που υπονοούσαν τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του. Ηταν η δεύτερη φορά που το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τροφοδοτούσε το σινεμά, ύστερα από τον αυστηρά ωραιοπαθή αλλά καταπληκτικά κυνικό Αλέν Ντελόν της ταινίας «Γυμνοί στον ήλιο» («Ρlein soleil», 1958) του Ρενέ Κλεμάν.

Μετά τον «Ταλαντούχο»
Τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» ακολούθησαν τέσσερις ιστορίες με τον ίδιο ήρωα. Οι «Ripley Underground» («Ο Ρίπλεϊ κάτω από το χώμα»), «Ripley΄s Game» («Το παιχνίδι του Ρίπλεί») «Τhe Βoy Who Followed Ripley» («Τo αγόρι που ακολούθησε τον Ρίπλεϊ») και «Ripley Under Water» («Ο Ρίπλεϊ κάτω από το νερό»). Το «Παιχνίδι του Ρίπλεϊ» είναι το πιο χαρακτηριστικό από τα μυθιστορήματα αυτής της σειράς και έγινε επίσης δύο φορές ταινία. Η πιο πρόσφατη εκδοχή (και πιο κοντινή στο μυθιστόρημα) είναι αυτή του 2002, στην ταινία «Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ» της Λιλιάνα Καβάνι, με τον χαρισματικό Τζον Μάλκοβιτς στον ρόλο του Τομ. Ωστόσο ο «Αμερικανός φίλος» («Der Αmerikanische Freund»), που ο Γερμανός Βιμ Βέντερς γύρισε το 1976, είναι ατμοσφαιρικότερη, ακόμη και αν ο Ντένις Χόπερ πλάθει έναν εσωστρεφή, απόμακρο και μοναχικό Ρίπλεϊ, το δίχως άλλο απόμακρο προς το ύφος των μυθιστορημάτων της Χάισμιθ (ας σημειωθεί ότι η συγγραφέας δεν είχε συμφωνήσει καθόλου με την ταινία του γερμανού σκηνοθέτη, παρά το γεγονός ότι το κοινό την αγκάλιασε). Το 2005 ο σκηνοθέτης Ρότζερ Σπότισγουντ μετέφερε το «Ripley Underground» στον κινηματογράφο, με τον Μπάρι Πέπερτων «Τριών ταφών του Μελκιάδες Εστράδα» στον ρόλο του Ρίπλεϊ. Ωστόσο η ταινία συνοδεύτηκε από παταγώδη απο τυχία και δεν διανεμήθηκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες.

Η «ποιήτρια του φόβου»
« Ο Τομ Ρίπλεϊ ήθελε να ξεφύγει » διαβάζουμε στον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ». « Ηθελε χρήματα, επιτυχία,την καλή ζωή.Ηταν έτοιμος να σκοτώσει για αυτά ». Η Χάισμιθ ήθελε επίσης να «ξεφύγει» και, για να το καταφέρει, έγινε συγγραφέας. Ο Ρίπλεϊ την έκανε διάσημη. Ο Γκράχαμ Γκριν την αποκάλεσε «ποιήτρια του φόβου» και ο Γκορ Βιντάλ την συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στους «σπουδαιότερους αμερικανούς μοντερνιστές συγγραφείς». Τα 20 μυθιστορήματα αλλά και τα πολλά διηγήματά της «φωνάζουν» στον αναγνώστη «μη με αφήσεις, αν πρώτα δεν με τελειώσεις». Γιατί η Πατρίτσια Χάισμιθ, που γεννήθηκε το 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1995 στην Ελβετία, δεν είναι απλώς μια καταπληκτική συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά μια σχολαστική και ουσιαστική ερευνήτρια του υποσυνείδητου. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η επιρροή που ασκεί η ενοχή στους ήρωές μου» είπε κάποτε η ίδια.

Στον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ», ο ήρωας, αποφασισμένος να γευτεί με κάθε κόστος την καλή ζωή, σκοτώνει τον πλούσιο φίλο του Ντίκι Γκρίνλιφ (τον οποίο αναζητεί στην Ευρώπη για λογαριασμό τού πατέρα του τελευταίου) και, αφού παίρνει τη θέση του, οργώνει την κοσμοπολίτικη ιταλική Ριβιέρα, ξεφεύγοντας δεξιοτεχνικά από τη δαγκάνα του νόμου. Στα κατοπινά μυθιστορήματα της Χάισμιθ, όπου βέβαια τα φονικά σχέδιά του Τομ συνεχίζονται, θα τον βρούμε κάτοικο της Ελβετίας και παντρεμένο με μια γαλλίδα ζωγράφο, την Ελίζ, την οποία λατρεύει σχεδόν φετιχιστικά. Σημειωτέον, η συγγραφέας μετακόμισε πολύ σύντομα στην Ευρώπη, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της. Υπήρξε κάτοικος Γαλλίας και Ελβετίας.

Ο κινηματογράφος παρήγαγε μικρά διαμάντια από… εκτός Ρίπλεϊ μυθιστορήματα της Χάισμιθ, με κορυφαίο τον «Αγνωστο του εξπρές» («Strangers on a Τrain») που γυρίστηκε από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ λίγο αργότερα από την έκδοση του βιβλίου το 1950. Η ταινία είναι ένα πανέξυπνο παιχνίδι ανταλλαγής φόνων που σχεδιάζει ο Μπρούνο Αντονι ( Ρόμπερτ Γουόκερ ), ένας από τους πιο γοητευτικά νοσηρούς ήρωες που «έπλασε» η πένα της Χάισμιθ.