Στη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, ο δημοφιλέστερος υποψήφιος πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα διοργάνωσε χθες μια ξεχωριστή σύναξη. Συναντήθηκε και συζήτησε για την οικονομική κρίση με τους επιφανέστερους παράγοντες της αμερικανικής οικονομίας, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς, σε μια προσπάθεια αναζήτησης λύσεων, μέτρων και πολιτικών, ικανών να αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές συνέπειες της επερχόμενης ύφεσης.

Στο κοινό τραπέζι του διαλόγου και της αναζήτησης κάθησαν ο Γουόρεν Μπάφετ, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αμερικής, και ο Τζον Σουίνι, ο επικεφαλής της μεγαλύτερης εργατικής συνομοσπονδίας των ΗΠΑ. Τους πλαισίωναν πρώην υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας των κυβερνήσεων Κλίντον και Μπους, επιφανείς τραπεζίτες, όπως ο Πολ Βόλκερ, ο Ερικ Σμιντ της Google, ο πρόεδρος της γνωστής σε εμάς από το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων J.Ρ. Μorgan και άλλοι επιφανείς επιχειρηματίες και εκπρόσωποι εργατικών ενώσεων.

Οπως μετέδωσαν τα διεθνή πρακτορεία, στη συζήτηση κυριάρχησαν οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, η εργασιακή ανασφάλεια που καταδιώκει τους περισσότερους αμερικανούς μισθωτούς, οι απώλειες των ισχυρότατων συνταξιοδοτικών ταμείων από την πτώση των χρηματιστηρίων και η κάλυψη των δανειοληπτών που χάνουν τα σπίτια τους εξαιτίας της εξελισσόμενης πιστωτικής κρίσης.

Kαι όλα αυτά υπό το πρίσμα του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος που θα κληροδοτήσουν στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ ο πόλεμος στο Ιράκ και η αλλοπρόσαλλη θητεία του νεότερου Μπους, αλλά και υπό το βάρος της δέσμευσης του Μπαράκ Ομπάμα προς το εκλογικό σώμα για αλλαγή του στάτους κβο και υιοθέτηση πολιτικών υπέρ των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους, που κατά τον υποψήφιο των Δημοκρατικών πρέπει να προσφέρει αξιοπρεπείς υπηρεσίες υγείας πρώτα στα παιδιά και ακολούθως σε όλους τους αμερικανούς πολίτες.

Συμφωνία προφανώς δεν υπήρξε και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει σε ένα τόσο ανομοιογενές πάνελ. Ωστόσο η συζήτηση και η αναζήτηση έχουν ξεχωριστή σημασία, ακόμη και αν εμπίπτουν στο πλαίσιο της προεκλογικής καμπάνιας του Δημοκρατικού υποψηφίου της προεδρίας των ΗΠΑ.

Υποδηλώνουν την αγωνία και μεταδίδουν τη βεβαιότητα ότι τούτη η κρίση δεν είναι απλή, ούτε ευχερώς αντιμετωπίσιμη. Εχει βάθος και διάρκεια, προκαλεί τις κοινωνίες και κλονίζει τις ηγεσίες παντού στον κόσμο, προβληματίζοντας ακόμη και τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκφραστές της νεοφιλελεύθερης σχολής.

Καταδεικνύει τις τάσεις αμφισβήτησης του μοντέλου και τον προβληματισμό για το μέλλον. Επιβεβαιώνει επίσης τη μετατόπιση της συζήτησης, τη στροφή προς πεδία κοινωνικά, τα οποία είχαν σχεδόν ξεχαστεί μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου.

Tο δυστύχημα είναι ότι εδώ η κυβέρνηση παραμένει απαθής και προσηλωμένη σε σχήματα αμφισβητούμενα. Ούτε συζητεί ούτε δείχνει διατεθειμένη να προσεγγίσει την κρίση, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και τις διαφαινόμενες συνέπειές της. Αντιθέτως μάλιστα επιμένει σε λύσεις και μέτρα εντελώς αταίριαστα προς τις συνθήκες.

Tο κακό είναι ότι και η αντιπολίτευση, πρωτίστως η αξιωματική, δεν αξιολογεί επαρκώς την κρίση, δείχνει να μην είναι σε θέση να προσεγγίσει τα επερχόμενα. Κυριαρχούνται και τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης από συστημική αντίληψη, την οποία απορρόφησαν κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής τους στην εξουσία και ορίζονται από αυτήν. Δεν κατανοούν ότι οι συνθήκες στη χώρα και στον κόσμο αναδεικνύουν το αίτημα μιας νέας μεγάλης πολιτικής αλλαγής, η οποία δεν μπορεί να στηρίζεται σε μικρορρυθμίσεις και φτιασιδώματα, αλλά απαιτεί τολμηρές και υπερβατικές ιδέες, καινούργιες συμμαχίες και πολιτικό προσωπικό αποφασισμένο ακόμη και να χαθεί για το συμφέρον της χώρας και των πολιτών της.