Αντιμετωπίζοντας τον Κάρατζιτς ως οτιδήποτε άλλο από προεχόντως ηττημένο βλέπουμε τη μισή αλήθεια

O Ράντοβαν Κάρατζιτς χαρακτηρίστηκε από τους μεν σφαγέας και εγκληματίας, από τους δε εθνικός μαχητής. Ενδέχεται να υπήρξε και τα δύο. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει τη σημερινή αντιμετώπισή του είναι μια άλλη ιδιότητά του: εκείνη του ηττηθέντος. Εξ ου και μετά την ήττα το στίγμα του κακοποιού εκτόπισε τον έπαινο του πολεμιστή.

Την αποτίμηση διευκολύνει ίσως η υπόμνηση δύο μεγάλων «αφορισμών». Ο πρώτος είναι ο γνωστός του συνταγματολόγου και πολιτειολόγου Καρλ Σμιτ. Ο αντάρτης, αν στερηθεί την πολιτική στήριξη, εκπίπτει στη σφαίρα του κοινού ποινικού δικαίου. Ο δεύτερος, λιγότερο γνωστός, ανήκει στον εγκληματολόγο Στάνλεϊ Κοέν: «Το αντικείμενο της εγκληματολογίας υφίσταται στον βαθμό που η κοινωνία θέτει κανόνες, μερικοί άνθρωποι τους παραβιάζουν και μερικοί τιμωρούνται. Αυτά είναι θέματα που σχετίζονται στενά με ζητήματα αξιών, πολιτικής σύγκρουσης και εξουσίας».

Οι νικητές επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τον ηττημένο ως εγκληματία (ίδετε Γκουαντάναμο). Οποτε ο ηττηθείς δεν υποστηρίζεται από ένα ξένο κράτος ή μια ζώσα πολιτική παράταξη, το πετυχαίνουν. Η πλήρης απαξίωση του ηττημένου διευκολύνεται και από τη συσκότιση της έννοιας του εγκλήματος. Η έμφαση δίνεται στο πρόσωπο του εγκληματία και στην υποτιθέμενη κακοποιό ιδιοσυγκρασία του, ώστε να λησμονηθεί πως ό,τι είναι έγκλημα επί της γης δεν προσδιορίζεται από τον Θεό, αλλά από μια εγκόσμια εξουσία, η οποία εκτός από τον νόμο ορίζει και τους δικαστές και τη δικονομία.

Με άλλα λόγια, αν ο Κάρατζιτς και ο Μιλόσεβιτς είχαν νικήσει, δεν θα δικάζονταν. Στη Χάγη βέβαια όδευσαν και κροάτες και βόσνιοι μουσουλμάνοι. Μόνο όμως στη σερβική πλευρά η καταδίωξη στόχευσε και απαξίωσε όλη την πολιτική και στρατιωτική κορυφή του συστήματος. Αντιμετωπίζοντας τον Κάρατζιτς ως οτιδήποτε άλλο από προεχόντως ηττημένο βλέπουμε τη μισή αλήθεια.

Στον χαρακτηρισμό των πράξεων το αποτύπωμα της ήττας είναι κατάδηλο. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί έχουν επιφέρει τεράστιες απώλειες σε αμάχους όχι μόνο από τις εκρήξεις αλλά και από τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις των καταστροφών. Η βία αμάχους πλήττει και εκεί. Από δε άποψη ύφους, η σαρδόνια ικανοποίηση των Σι και Κλαρκ, όταν επέχαιραν «κρατούμε τον διακόπτη του ηλεκτρικού στη Γιουγκοσλαβία» ή «θα καταστρέψουμε ό,τι έχει αξία για τον κ. Μιλόσεβιτς» (δηλαδή για τον λαό: σπίτια, γέφυρες, δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης κ.ο.κ.), ενδέχεται να ανταγωνιζόταν τη φερόμενη χαρά του σερβοβόσνιου ηγέτη όταν διέτασσε σφαγές. Τα αμερικανικά πεπραγμένα δεν χαρακτηρίστηκαν όμως εγκλήματα, ούτε οι Σι και Κλαρκ αιμοδιψείς. Για τον Κάρατζιτς σημειώθηκε, αντιθέτως, ως χαρακτηριστικό ότι μιλούσε για την εθνοκάθαρση καπνίζοντας πούρο και πίνοντας κονιάκ (και αυτός ο άτιμος δεν αρκέστηκε σε μια τσίχλα και φυσικό χυμό).

Η ήττα βαραίνει όμως και στον χαρακτηρισμό των πολιτικών θέσεων. Ο Κάρατζιτς υποστήριζε τη χωριστή διαβίωση των εθνοτήτων ως μόνη εφικτή. Η θέση αυτή στιγματίστηκε ως βάρβαρη σε σύγκριση με το όραμα της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης. Μόνο που τέτοια δεν υπήρξε. Προβληματική και χωρισμένη είναι η βοσνιακή ομοσπονδία, οι Κροάτες εθνοκαθάρισαν την Κράινα, για δε το Κοσσυφοπέδιο δεν χρειάζονται υπομνήσεις. Οι εξελίξεις επί του εδάφους δεν ανατρέπουν όμως τον λόγο της επικρατήσασας ιδεολογίας. Δεν λέμε καν «ο σφαγέας ίσως είχε δίκιο στο σκέλος του εφικτού». Εμμένουμε στο αντίθετο και ας αθροίζονται οι διαψεύσεις.

Πολλοί από όσους τα δέχονται όλα αυτά πιστεύουν πάντως ότι οι δίκες της Χάγης παραμένουν ένα θετικό πρώτο βήμα για την περιστολή της κτηνωδίας. Είθε να έχουν δίκιο, αν και η πολιτική αφετηρία και συγκρότηση των δύο διεθνών ποινικών δικαστηρίων περιορίζουν την αισιοδοξία. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να θυμόμαστε περί τίνος πρόκειται. Και όσο δεν διώκεται κανένας Αμερικανός, Ισραηλινός, Ρώσος ή Κινέζος να κρατάμε πολύ μικρό καλάθι.