H επιείκεια της Δημοκρατίας φθάνει κάποτε στα όριά της. Ο τελευταίος ομολογουμένως- από τον οποίον θα το περίμενα, ο Γιώργος, έδωσε την πρέπουσα απάντηση στην έκρηξη υστερίας με την οποία το ΚΚΕ αντιμετώπισε τα ερωτήματα για τη μυστικότητα των οικονομικών του: « Αν δεν θέλουν να είναι στο σύστημα, ας βγουν στο βουνό » του είπε.

Εύγε του Γιώργου! (Επιτέλους διαπιστώνεται ότι τουλάχιστον είναι εγγονός του Γεωργίου Παπανδρέου…) Aφού ξεπεράσει κανείς το πρώτο σοκ από την υστερική αντίδραση του ΚΚΕ, η όλη στάση του ιστορικού κόμματος της Αριστεράς στο ζήτημα της χρηματοδότησής του προβάλλει ως καταγέλαστη.

Το ΚΚΕ δέχεται, μας λέει, έλεγχο των οικονομικών του μόνο από την εργατική τάξη. Ολως συμπτωματικώς, την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης έχει αναλάβει κατ΄ αποκλειστικότητα το ίδιο το ΚΚΕ. Με άλλα λόγια, δέχεται τον έλεγχο, μόνον εφόσον το ίδιο έχει και τον ρόλο του ελεγχομένου, αλλά και του ελεγκτή. (Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πώς δημιουργούνται τέρατα τύπου Τσαουσέσκου…)

Γενικώς, το ΚΚΕ απαιτεί από τους άλλους να το κοιτάζουν μόνο μέσα από τα δικά του μάτια και να το κρίνουν μόνο με τη γλώσσα που το ίδιο χρησιμοποιεί για τον εαυτό του.

Να με συγχωρείτε, αλλά αν συναντούσαμε στη ζωή έναν άνθρωπο με αυτή τη συμπεριφορά, θα τον θεωρούσαμε παλαβό. Ενα κόμμα με αυτή τη στάση πώς χαρακτηρίζεται;

Το αστείο όμως αρχίζει να πικρίζει, αν λάβει κανείς υπ΄ όψιν ότι αυτή η συμπεριφορά υιοθετείται από ένα κόμμα το οποίο πολιτεύεται με την υψηλή φιλοδοξία να αλλάξει τον κόσμο, παρακαλώ! Μα πώς να αλλάξει τον κόσμο, αν πρώτα δεν μάθει να συνομιλεί με τον κόσμο;

Πώς είναι δυνατόν να έχει απήχηση ο λόγος που αρθρώνει το ΚΚΕ, όταν το ίδιο ζει μέσα στην τέλεια απομόνωση της αυτοαναφορικότητάς του;

Εκτός όμως από το γνωσιολογικό πρόβλημα που αναδεικνύεται, εξίσου σημαντικό ήταν και το ύφος της αντίδρασης. Ούτε η Εκκλησία επί χούντας δεν θα αντιδρούσε τόσο αυταρχικά όσο αντέδρασε το ΚΚΕ, εξ αφορμής του ενδιαφέροντος των τρίτων για τα οικονομικά του. Η ευθιξία, που εκδήλωσε με ένα μείγμα υστερίας και επιθετικότητας, θύμισε ανέραστη κυρία, στην οποία τα πάντα τής βρωμάνε και οι πάντες τής μυρίζουν, αλλά δεν παύει να γκρινιάζει και από πάνω ότι δεν έχει γκόμενο. Το ΚΚΕ ζημιώθηκε από τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση.

Προσωρινώς, τη γλιτώνουν επειδή, όπως φαίνεται, έχει λήξει η σεζόν των δημοσκοπήσεων. Αλλά όπως και με τα «διακοποδάνεια», ο λογαριασμός πληρώνεται πάντα το φθινόπωρο…

«Mπροστά του ο Βουλγαράκης ήταν ο Μπέκετ ». Η σύγκριση αφορά τον σημερινό υπουργό Πολιτισμού και η δηκτική φράση αποδίδεται σε παράγοντα των πολιτιστικών. Ωστόσο αδικεί τον Μichel de Liapis. (Αδικεί, πρώτα απ΄ όλα, τον μακαρίτη τον Μπέκετ, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης…) Και τον αδικεί, διότι ως υπουργός ο Μichel προσέφερε στον τομέα ευθύνης του την καλύτερη υπηρεσία που μπορούσε: κατήργησε τον ειδικό λογαριασμό, το ύψος του οποίου ήταν κάθε χρόνο διαπραγματεύσιμο, επιτρέποντας έτσι στους πολιτικούς προϊσταμένους του υπουργείου να εξυπηρετούν την κομματική πελατεία τους, φουσκώνοντας συγχρόνως τον λογαριασμό. Οσο υπήρχε η δυνατότητα χρηματοδότησης από έναν λογαριασμό γενικής χρήσεως, τους πόρους του οποίου μπορούσε να διαθέσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου κατά το δοκούν, ο καθένας που περνούσε από την καρέκλα του υπουργού μπορούσε- αν ήθελε- να στήνει ασήμαντα μουσειάκια και γελοίες εκδηλωσούλες, αδιαφορώντας αν ο διάδοχός του σε δύο χρόνια θα μπορεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την επιβίωση των «θεσμών».

Τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, που συνοψίζεται στο αξίωμα «ξόδευε τώρα και αύριο βλέπουμε», είναι ορατά στην επικαιρότητα των ημερών. Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, λ.χ., εκλιπαρεί με επιστολή του τον υπουργό να βρει τις 400.000 ευρώ που χρωστάει το ΚΒΘΕ στη Μονή Λαζαριστών, η οποία εφέτος αδυνατεί να λειτουργήσει ως χώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων λόγω ανυπαρξίας χρημάτων. Μόλις τις προάλλες, ο Σταύρος Ξαρχάκος έσυρε τα εξ αμάξης ως και στον Κώστα Καραμανλή εξαιτίας των χρεών του Δημοσίου προς την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής.

(Αλήθεια, τόσο σημαντική μουσική παράδοση έχουμε, στο κάτω κάτω, ώστε να θέλουμε ορχήστρα ειδικά για τα ελληνικά έργα; Και ποια είναι αυτά τα έργα αν εξαιρέσει κανείς τον Σκαλκώτα;)

Από θεσμούς στον πολιτισμό έχουμε να φάνε και οι κότες. Ας στηρίξει το κράτος τους σοβαρότερους, με ορθολογική κατανομή των πόρων του. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση το έκανε ο Μichel, με την κατάργηση του ειδικού λογαριασμού και δεν ντρέπομαι καθόλου να του το αναγνωρίσω…

pandora@dolnet.gr