Ήταν σίγουρα μια εντυπωσιακή προεκλογική εκστρατεία με μεγάλες συγκεντρώσεις και όλα τα απαραίτητα τεχνάσματα, συμπεριλαμβανομένων και εγκαινίων αεροδρομίων που ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Ωστόσο, οι σημαντικές τους πλευρές δεν έχουν να κάνουν τόσο με την αισθητική της προεκλογικής εκστρατείας όσο με τους πολιτικούς συσχετισμούς που θα διαμορφώσουν.
Καταρχάς είναι οι πρώτες εκλογές που γίνονται μετά το δημοψήφισμα που έδωσε τη δυνατότητα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να διεκδικήσει την προεδρία και τις αυξημένες αρμοδιότητες – για ορισμένους υπερεξουσίες – που πλέον προβλέπει το νέο Σύνταγμα.

Έπειτα είναι οι πρώτες πλήρεις εκλογές – προεδρικές και βουλευτικές – που γίνονται μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και την ιδιότυπη συνθήκη που διαμορφώθηκε στην Τουρκία με την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης και τις μαζικές διώξεις πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν, είτε είχαν σχέση με το πραξικόπημα είτε όχι, και άρα η πρώτη ευκαιρία να αποτυπωθούν οι πραγματικοί πολιτικοί συσχετισμοί, έστω και εάν πολλοί σπεύδουν ήδη να υποστηρίξουν ότι οι εκλογές θα χαρακτηριστούν από εκτεταμένη νοθεία.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι για αυτές τις εκλογές είναι προφανώς εάν θα καταφέρει ο Ερντογάν να παγιώσει την πολιτική κυριαρχία του. Είναι αλήθεια ότι τα πράγματα δείχνουν καταρχάς ευνοϊκά. Το κόμμα του, το AKP εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο και την ίδια στιγμή η συμμαχία του με το εθνικιστικό MHP του Μπατσελί προσφέρει μια κρίσιμη εκλογική ενίσχυση, την ώρα που η αντιπολίτευση απέτυχε να έχει κοινή υποψηφιότητα εξαιτίας της αποτυχίας του σχεδίου να είναι ο Αμπντουλάχ Γκιουλ κοινός υποψήφιος, της φιλοδοξίας της Μεράλ Ακσενέρ και της απροθυμίας των υπόλοιπων κομμάτων να δεχτούν στους κόλπους μιας ενδεχόμενης «ενωμένης αντιπολίτευσης» το φιλοκουρδικό HDP.

Όμως, υπάρχουν και ανοιχτά ερωτήματα. Στο περσινό δημοψήφισμα για τις αλλαγές στο Σύνταγμα και την απόδοση υπερεξουσιών στο πρόεδρο, η πλειοψηφία ήταν οριακή (51,41%-48,48%) και αναδείχτηκε ιδιαίτερα μια χώρα διαιρεμένη και πολωμένη στο εσωτερικό της με τα παράλια και τις μεγάλες πόλεις να ψηφίζουν διαφορετικά από την ενδοχώρα.

Επιπλέον, την ώρα που ο Ερντογάν χρεώνεται και τις όποιες εξελίξεις στο Συριακό μέτωπο, όπου μπορεί να εξασφάλισε Τουρκική παρουσία και άρα λόγο στις διαπραγματεύσεις της όποιας επόμενης μέρας, όμως ταυτόχρονα είδε και την αποτυχία και του μεγάλου σχεδίου του να υπάρξει «αλλαγή καθεστώτος» στη Συρία και πρωταγωνιστικός ρόλος της Τουρκίας στη μετά Άσσαντ εποχή αλλά και την είσοδο της Τουρκίας σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού συμμαχιών με αρκετές εντάσεις με τις ΗΠΑ και μια αντιφατική συμπόρευση με τη Ρωσία.

Σύννεφα πάνω από το τουρκικό οικονομικό θαύμα

Πάνω απ’ όλα, όμως, το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι οι εξελίξεις στην Τουρκική οικονομία με τα εμφανή σημάδια υπερθέρμανσης, απειλούν να ακυρώσουν το ισχυρότερο μέχρι τώρα συγκριτικό πολιτικό πλεονέκτημα του Ερντογάν που ήταν ακριβώς ότι ταυτίστηκε με ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς στην οικονομία και αισθητή βελτίωση του οικονομικού και καταναλωτικού επιπέδου των τούρκων πολιτών.

Παρότι η Τουρκία κατέγραψε έναν εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης 7,4% για το 2017, τα σύννεφα στην τουρκική οικονομία πληθαίνουν. Η τουρκική λίρα έχει υποχωρήσει σημαντικά, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει αυξηθεί κυρίως λόγω της αύξησης των εισαγωγών και ο πληθωρισμός κινείται σταθερά σε διψήφια νούμερα, φτάνοντας τον Μάιο το 12,2%. Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι στις δημοσκοπήσεις το 51% των Τούρκων αναφέρει την οικονομία ως την κύρια πηγή ανησυχίας.

Σε αυτό το φόντο, το βασικό ερώτημα των εκλογών είναι εάν θα καταφέρει έστω και οριακά ο Ερντογάν να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία από τον πρώτο γύρο ή εάν θα χρειαστεί να πάμε σε δεύτερο γύρο στις 8 Ιουλίου, όπου θα μπορούσε να υπάρξει το ενδεχόμενο να υπάρξει ευρύτερη αντισυσπείρωση εναντίον του. Επίσης ανοιχτό είναι το ερώτημα για το εάν προεδρικές και βουλευτικές εκλογές θα κινηθούν στην ίδια κατεύθυνση.

Η καθοριστική παράμετρος των Κούρδων

Πολλά θα εξαρτηθούν επίσης από τη στάση του Κουρδικού στοιχείου. Το HDP είχε ένα εντυπωσιακό 13,1 % στις πρώτες εκλογές του 2015 και παρά τη μεγάλη πίεση που δέχτηκε κατάφερε να μείνει πάνω από το όριο του 10% και στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2015.

Σήμερα, ο HDP έχει να αντιμετωπίσει εκτεταμένες διώξεις της ηγεσίας και των μελών του και ένα κλίμα τρομοκρατίας και είναι εάν ερώτημα εάν θα καταφέρει να περάσει το «τιμωρητικό» όριο του 10%. Μάλιστα, σε αυτές τις εκλογές έχουμε την πρωτοτυπία για πρώτη φορά προεκλογικό μήνυμα υποψηφίου προέδρου, το οποίο μάλιστα μεταδόθηκε και από την κρατική τηλεόραση όπως προβλέπεται από την εκλογική νομοθεσία, να γίνεται από… τη φυλακή, εφόσον ο ηγέτης του HDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς παραμένει προφυλακισμένος από τα τέλη του 2016 κατηγορούμενος για «τρομοκρατική προπαγάνδα. Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό του HDP θα επηρεάσει και τους συνολικούς εκλογικούς συσχετισμούς.

Πώς θα επηρεαστούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Το ερώτημα είναι πώς όλα αυτά θα επηρεάσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι αλήθεια ότι οι εκλογές δεν κυριαρχήθηκαν από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς άλλες πλευρές των διεθνών σχέσεων της Τουρκίας, όπως για παράδειγμα οι αντιφατικές σχέσεις με τις ΗΠΑ ή το ερώτημα των σχέσεων με τη Ρωσία θεωρήθηκαν πιο σημαντικές. Άλλωστε, το βασικό γεωπολιτικό ζήτημα που απασχολεί την Τουρκία δεν είναι άλλο από το Κουρδικό, ιδίως από τη στιγμή που η αμερικανική τακτική συμπόρευση με τους Κούρδους μαχητές στη Συρία αναζωπύρωσε το μεγαλύτερο «υπαρξιακό» φόβο της Τουρκίας που είναι η δημιουργία ντε φάκτο Κουρδικής κρατικής οντότητας στα σύνορά της. Αυτός ήταν και ο λόγος που οδήγησε στη στρατιωτική επιχείρηση στο Αφρίν και την αναβάθμιση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στη Σύρια.

Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα περισσότερα τουρκικά κόμματα έχουν συνήθως ακόμη πιο εθνικιστική ρητορική από τον Ερντογάν. Αυτό δεν αφορά μόνο την εθνικιστική ακροδεξιά αλλά και τους κεμαλικούς του CHP. Ας μην ξεχνάμε ότι διάφορα ακανθώδη ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως για παράδειγμα οι «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, έχουν προϊστορία που προηγείται κατά πολύ της ανόδου του Ερντογάν στην εξουσία. Δεν είναι τυχαίο επομένως που και σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία είδαμε συχνά την αντιπολίτευση να έχει περισσότερο εθνικιστικές θέσεις από την κυβερνητική παράταξη.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι και ο υποψήφιος του CHP Μουχαρέμ Ιντζέ επέλεξε, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Θράκη, να θέσει θέμα ανταλλαγής των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στην Τουρκία με τους 8 στρατιωτικούς που ζήτησαν πολιτικό άσυλο στην Αθήνα. Αντίθετα, έχει ενδιαφέρον ότι στην αρχή της προεκλογικής περιόδου ο Ερντογάν, λίγες μέρες μετά τον τελευταίο γύρο έντασης γύρω από τα Ίμια, προχώρησε σε επίθεση φιλίας προς την Ελλάδα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η «η ειρήνη μας με την Ελλάδα δεν μοιάζει με καμία άλλη».
Από την άλλη βέβαια, τόσο ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ όσο και ο αρχηγός των Τουρκικών ένοπλων δυνάμεων Χουλουσί Ακάρ έκαναν τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ιδιαίτερα επιθετικές δηλώσεις απέναντι στην Ελλάδα.

Η άνοδος του εθνικισμού

Την ίδια στιγμή, αναλυτές των τουρκικών εξελίξεων παρατηρούν μια ολοένα και μεγαλύτερη στροφή της τουρκικής κοινωνίας προς τον εθνικισμό ως συνεκτική ιδεολογική αναφορά. Για την ακρίβεια στην ιδιότυπη σύνθεση ισλαμισμού και «τουρκισμού» που αποτελεί τα τελευταία χρόνια την κυρίαρχη ιδεολογική αναφορά στην Τουρκία, ολοένα και περισσότερο ενισχύεται το εθνικιστικό στοιχείο, την ώρα που υπάρχει σχετική υποχώρηση της παραδοσιακής θρησκευτικότητας. Η συμμαχία του Ερντογάν με τον Μπαχτσελί, η άνοδος της Ακσενέρ, η επιμονή των κεμαλικών σε εθνικιστικούς τόνους όπως και η άρνηση συνεργασίας με το HDP σε αυτό συγκλίνει. Επιπλέον, η διάψευση των σχεδίων αυξημένης επιρροής και πρωταγωνιστικού ρόλου στην ευρύτερη Μέση Ανατολή επιτείνει τέτοιες τάσεις εθνικιστικής αναδίπλωσης.

Το εάν και κατά πόσο αυτή η μετατόπιση θα μείνει στα όρια μιας ιδεολογικής μετατόπισης ή ένα θα οδηγήσει και σε αλλαγές και ως προς την εξωτερική πολιτική. Ιδίως σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά θα εξαρτηθεί από διάφορες παραμέτρους. Αφενός από το πώς θα πάνε οι εξελίξεις στα κύρια μέτωπα της Τουρκίας που αυτή τη στιγμή αφορούν κυρίως το συσχετισμό στη Συρία, την κατάσταση με το Κουρδικό ζήτημα και τις σχέσεις της με ΗΠΑ και Ρωσία. Είναι προφανές ότι όσο αυτά τα μέτωπα είναι ανοιχτά, δύσκολα θα μπορεί να ανοίξει και μείζον μέτωπο προς τα ανατολικά, έστω και εάν κανείς μπορεί να αναμένει τη διατήρηση επιθετικών στάσεων και στα ζητήματα με τις «γκρίζες ζώνες» καις τα ζητήματα που αφορούν την Τουρκική ΑΟΖ και τις ενδεχόμενες εξορύξεις εκεί.

Αφετέρου, από τον πολιτικό συσχετισμό στην ίδια την Τουρκία και κυρίως το εάν θα καταφέρει ο Ερντογάν να πετύχει τους εκλογικούς του στόχους, είτε με ένα γύρο είτε με δύο γύρους, ή εάν θα πάμε σε καταστάσεις μεγαλύτερης πολιτικής αβεβαιότητας όπως θα ήταν μια δυσαρμονία ανάμεσα σε κοινοβούλιο και προεδρία (παρότι η συνταγματική αλλαγή με τις υπερεξουσίες του προέδρου αντιμετωπίζει προκαταβολικά τέτοια ενδεχόμενα).

Ιστορικά, ήταν περίοδοι μεταβατικές, χαρακτηρισμένες από πολιτική αστάθεια που τροφοδοτούσαν και μεγαλύτερη επιθετικότητα. Σε κάθε περίπτωση η ενίσχυση του εθνικισμού ως συνεκτικού στοιχείου διαμορφώνει ένα τοπίο όπου επιθετικές κινήσεις ή «αναθεωρητισμοί» ως προς τις τρέχουσες ισορροπίες θα μπορούσαν πιο εύκολα να θεωρηθούν πια αποδεκτές επιλογές.

Ωστόσο, το καθοριστικό στοιχείο παραμένει το ίδιο το ανοιχτό ερώτημα του προσανατολισμού της Τουρκίας και των συμμαχιών της σε μια περίοδο εμφανώς αναδιατάσσονται (και σε ορισμένες πλευρές όπως π.χ. σε σχέση με το Κουρδικό διατάράσσονται) παραδοσιακές σχέσεις, όπως αυτή με τη Δύση, την ίδια ώρα που δεν είναι καθόλου βέβαιο εάν τακτικές συμπράξεις όπως αυτές με τη Ρωσία μπορούν να πάρουν χαρακτήρα πάγιων μετατοπίσεων. Αυτά αντικειμενικά φέρνουν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ένα τοπίο που έχει αρκετές αχαρτογράφητες πλευρές.