«Ο Εμπολα είναι παντού, ενδεχομένως σε κάθε χωριανό», λένε δυτικοί γιατροί που δίνουν μάχη με τον χρόνο για να σταματήσουν το νέο ξέσπασμα του φονικού ιού Εμπολα σε μια απομακρυσμένη και φτωχή περιοχή, στα βορειοδυτικά της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.

Εκεί, στο Ιτιπό, ένα χωριό χαμένο στα βάθη του τροπικού δάσους, εντοπίστηκαν τα πρώτα κρούσματα. Εκεί ταξίδεψε ο Ζοάν Τιλουίν, ειδικός απεσταλμένος της εφημερίδας Le Monde, που αφηγείται την ιστορία του μπαμπά-Σαρλ, ενός νοσοκόμου, ο οποίος ήταν από τα πρώτα θύματα του ξεσπάσματος, και μόλυνε, άθελά του, χωριανούς που τον έθαψαν με τις ντόπιες τελετουργίες.
«Ολοι εκτιμούσαν τον μπαμπα-Σαρλ. Ο καθένας έχει να πει μια ιστορία, μια καλή κουβέντα στη μνήμη αυτού του νοσοκόμου. Πριν από τρεις μήνες, καθώς το τοπικό κέντρο υγείας είχε μείνει χωρίς γιατρό, ο μπαμπά-Σαρλ βοηθούσε κάνοντας λίγο από όλα. Ανακούφιζε, με πενιχρά μέσα, τα δεινά αυτού του φτωχού χωριού που μαστίζεται από την ελονοσία, τον υποσιτισμό, τον αλκοολισμό, την πρόωρη μητρότητα…Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια μέρα ο μπαμπά-Σαρλ θα συνεισέφερε, ακούσια, στη διάδοση του Εμπολα», γράφει ο Monde.
Όλα ξεκίνησαν στις 9 Μαΐου, μία ημέρα αφότου οι αρχές του Κονγκό κήρυξαν την νέα κρίση Εμπολα. Εκείνη την ημέρα, λίγο πριν από τις 8 μ.μ., οι κραυγές των γυναικών ανακοινώνουν τη θλιβερή είδηση: ο καλός μπαμπα-Σαρλ μόλις πέθανε.

«Ετρεμα γιατί σκέφθηκα Εμπολα!»

«Τον επισκέφθηκα το απόγευμα», θυμάται η αδελφή Μαρί-Ζοζέφ, επικεφαλής του μοναστηριού δίπλα στο κέντρο υγείας. «Τα μάτια του ήταν κόκκινα, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, και εγώ έτρεμα από το φόβο μου γιατί σκέφτηκα Εμπολα!»
Οι Λαζαριστές ιεραπόστολοι που διαχειρίζονται το ιατρείο και παρέχουν τις λίγες υπηρεσίες που προσφέρονται στους κατοίκους προσπαθούν να πείσουν την οικογένεια του νοσοκόμου να περιμένει τους γιατρούς που είναι υπεύθυνοι για τη λήψη δειγμάτων.
Χωρίς επιτυχία. Ο μπαμπα-Σαρλ, ντόπιος ήρωας, έχει δικαίωμα στις τιμές των δικών του. Η οικογένεια αγγίζει το νεκρό σώμα του, το πλένει, ο πατήρ Λουσιέν το ευλογεί, και οι μάγοι το ανακρίνουν, ανυπόμονοι να μάθουν τα κίνητρα των δολοφονικών πνευμάτων.
«Επειδή για εμάς, κάθε θάνατος έχει λόγο και ο Εμπολα δεν είναι λόγος», λέει ένας προεστός του χωριού. «Ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε αν πρέπει να πιστέψουμε στον Εμπολα».
Πρόβλημα: ο ιός μεταδίδεται και από τους νεκρούς, και οι ντόπιες παραδόσεις, και τελετουργίες, αποτελούν μεγάλο εμπόδιο στον περιορισμό της επιδημίας.
Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το φάντασμα αυτού του μυστηριώδους, φονικού ιού, πλανάται πάνω από το τροπικό δάσος της ΛΔΚ, μιας τεράστιας χώρας της Αφρικής, όπου ανακαλύφθηκε, κοντά στον ποταμό Εμπολα, το 1976. Το διάστημα 2013-2015 η επιδημία Εμπολα σκότωσε 11.300 ανθρώπους στη δυτική Αφρική, προτού εμφανιστεί πάλι στην «πατρίδα» του.

Ζουν σαν παρίες

Στις 9 Μαΐου, το νεκρό σώμα του μπαμπά-Σαρλ μεταφέρεται με τα πόδια στο χωριό Μπιντεκέ, εκεί που γεννήθηκε ο νοσοκόμος, περίπου 40 χλμ μακριά. Η κηδεία γίνεται στις 11 Μαΐου, σχεδόν τρεις ημέρες μετά το θάνατό του. Σύμφωνα με τις παραδόσεις, το φέρετρο μένει μια στιγμή ανοιχτό για να ξεφύγει η ψυχή από το σώμα. Εκατοντάδες άτυχοι άνθρωποι αγγίζουν τον νεκρό, χωρίς να μετρήσουν τον κίνδυνο της μόλυνσης.
Λίγες μέρες αργότερα, ενώ ο μπαμπά-Σαρλ αναπαύεται πια στο χώμα, οι κάτοικοι παραπονούνται για «δυνατή ελονοσία» και ασυνήθιστα συμπτώματα. «Ένιωθα αδυναμία, έκανα εμέτους, είχα διάρροιες», θυμάται ο Νταντά, ανηψιός του μπαμπά-Σαρλ. Αυτός ο 24χρονος άνδρας έγινε καλά, αλλά άλλοι δεν είχαν την ίδια τύχη.
Έτσι, ο υπεύθυνος για το πλύσιμο του σώματος του νεκρού πέθανε στις αρχές Ιουνίου. Το ίδιο ο κατασκευαστής του φερέτρου και η γυναίκα του αρχηγού της αστυνομίας, η οποία είχε κλείσει το στόμα του νεκρού. Για να μην μιλήσουμε για τον Ρισάρ, ένα από τα εννέα παιδιά του μπαμπα-Σαρλ, και τη φιλενάδα του. Οι άλλοι απόγονοι του νοσοκόμου ζουν τώρα σαν παρίες, κάπου στο δάσος.
Από την κήρυξη του ξεσπάσματος, έχουν εντοπιστεί 62 κρούσματα στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων 38 επιβεβαιωμένων, σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας του Κονγκό. Από τους 27 νεκρούς, περί τους 12 ζούσαν στην περιοχή του Ιτιπό. Και κάθε μέρα, επί μία εβδομάδα, καταγράφονταν νέα ύποπτα κρούσματα και θάνατοι στο Ιτιπό, το Μπιντεκέ και σε άλλο ένα κοντινό χωριό. Σχεδόν όλοι είχαν έρθει σε επαφή με κάποιον που είχε αγγίξει τον μπαμπά-Σαρλ.
Στην καλύβα του, σε ένα γειτονικό χωριό, ένας ηγέτης της φυλής μπατουά συμμερίζεται τις αμφιβολίες του. «Δεν μπορούμε πλέον να κυνηγούμε, δεν μπορούμε πλέον να θάβουμε τους νεκρούς μας στο δάσος, δεν μπορούμε πλέον να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον», λέει υπό το βλέμμα της γυναίκας του που θηλάζει το δέκατο πέμπτο παιδί της. «Λένε ότι είναι Εμπολα, αλλά εμείς πιστεύουμε ότι υπάρχουν πνεύματα εδώ. Αυτοί (σσ οι γιατροί) δεν το καταλαβαίνουν αυτό».
Οι ντόπιοι συνεχίζουν να χορεύουν στις κηδείες, να μιλάνε με τα πνεύματα και να αγγίζουν τα σώματα των νεκρών τους. Αλλά το Ιτιπό είναι άρρωστο, και αρχίζει σιγά-σιγά να το παραδέχεται. «Εστιάζουμε τις προσπάθειές μας σε αυτό το χωριό για να εμβολιάσουμε σχεδόν 200 επαφές προτεραιότητας και να σπάσουμε την αλυσίδα της μετάδοσης, προκειμένου να εμποδίσουμε την επιδημία», λένε οι γιατροί στον απεσταλμένο του Monde.