Αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιθυμούσε με μία κίνηση να αυξήσει την ένταση στη Μέση Ανατολή, να μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, να απομονώσει τις ΗΠΑ παγκοσμίως και να οδηγήσει ακόμη και σε μια κούρσα πυρηνικών ή σε έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή, πλήττοντας τελικά τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα, τα κατάφερε. Η απόφασή του την Τρίτη να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και να επαναφέρει τις κυρώσεις κατά της Τεχεράνης ήταν αναμενόμενη. Μόνο που οι στόχοι του δεν είναι προφανώς οι παραπάνω, αλλά να γονατίσει οικονομικά το Ιράν σε σημείο που να αναγκαστεί να καθίσει αποδυναμωμένο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να δεχθεί να αλλάξει την περιφερειακή του πολιτική (π.χ. ανάμειξη στη Συρία και υποστήριξη της Χεζμπολάχ) ή να αγανακτήσει ο ιρανικός λαός, να ξεσηκωθεί και να ανατρέψει το καθεστώς.
Δεν φαίνεται όμως να πετυχαίνει τους στόχους του ο αμερικανός πρόεδρος. Η Ευρώπη, η Ρωσία και η Κίνα θα προσπαθήσουν να αντισταθμίσουν τις αμερικανικές κυρώσεις για να περισώσουν τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν διότι τη θεωρούν απαραίτητη για τη σταθερότητα της περιοχής. Η Ουάσιγκτον έχει στο πλευρό της το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, τις μόνες δυνάμεις που επικρότησαν (αν δεν παρότρυναν κιόλας) τον Τραμπ να αποσυρθεί από τη συμφωνία. Αλλά ακόμη και αν καταφέρει με τις κυρώσεις να πλήξει οικονομικά το Ιράν και κατ’ επέκταση τον ιρανικό λαό, το αποτέλεσμα είναι ότι θα ενισχυθούν οι σκληροπυρηνικοί στην Τεχεράνη. Οι πιθανότητες να πετύχει ο Τραμπ μια καλύτερη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν –δηλαδή περαιτέρω υποχωρήσεις από την Τεχεράνη –είναι ανύπαρκτες.

Ολοκληρωτικό χάσμα

Η απόσυρση του Τραμπ από τη συμφωνία παρομοιάζεται με την απόφαση του Τζορτζ Μπους να εισβάλει στο Ιράκ το 2003 –και τότε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ήταν κατά. Μόνο που τότε οι Ευρωπαίοι δεν ήταν όλοι κατά, αλλά και όσοι ήταν διαφωνούσαν με τη συγκεκριμένη κίνηση των ΗΠΑ, δεν υπήρχε το συνολικό χάσμα στις σχέσεις που παρατηρείται σήμερα.


«Η πρώτη επίπτωση της απόφασης του Τραμπ είναι η σύγκρουση με τους Ευρωπαίους»
έγραψε σε κύριο άρθρο της η «Washington Post».
Η Κριστιάν Αμανπουρ την περιέγραψε στο CNN ως «την κορυφαία εσκεμμένη πράξη αυτοκαταστροφής και αυτοσαμποτάζ στη σύγχρονη γεωστρατηγική πολιτική».
Αφότου εξελέγη στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από την εμπορική συμφωνία του Ειρηνικού (TPP), ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ξεκίνησε εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και την ΕΕ και αποσύρθηκε μονομερώς από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Πολλοί αναλυτές προειδοποιούν ότι με αυτές τις υπαναχωρήσεις θα πληγεί ανεπανόρθωτα το κύρος των ΗΠΑ παγκοσμίως. Ο Τραμπ και, κατ’ επέκταση οι ΗΠΑ, θεωρούνται όλο και περισσότερο απρόβλεπτοι, επιθετικοί και απειλή για την παγκόσμια τάξη.

«Η Αμερική γελοιοποίησε την αξία της υπογραφής της στις διεθνείς συμφωνίες. Ο κόσμος θα το σημειώσει»
έγραψε ο Ρότζερ Κόεν στους «New York Times».

«Η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με την πιθανή απώλεια της σημαντικότερης, πιο αξιόπιστης και πιο ευεργετικής σταθεράς της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής επί δεκαετίες: τον συνεταιρισμό με τις ΗΠΑ και τη διατλαντική σχέση»
έγραψε το «Spiegel». «Ο Τραμπ επέλεξε τη σύγκρουση με την Ευρώπη. Στις επτά δεκαετίες της μεταπολεμικής διατλαντικής σχέσης δεν υπήρξε ποτέ τέτοια παραβίαση των ευρωπαϊκών συμφερόντων». Το γερμανικό περιοδικό αναφέρει ως χειρότερο πιθανό σενάριο τον εξαναγκασμό της Ευρώπης από τον Τραμπ να επιλέξει ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Ιράν: ή είστε μαζί μας ή εναντίον μας.

Το «μπαλάκι» στην Τεχεράνη

Πολλά θα εξαρτηθούν από την αντίδραση της Τεχεράνης στις προτάσεις των Ευρωπαίων για τη διάσωση της συμφωνίας για τα πυρηνικά. Ο ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί, μεγάλος υπερασπιστής της συμφωνίας και της προσέγγισης του Ιράν με τη Δύση, είναι απομονωμένος στο εσωτερικό της χώρας του και πρέπει να έχει κάτι αξιόπιστο από την πλευρά της Ευρώπης για να το «πουλήσει» στους Ιρανούς.
Οι Ιρανοί είναι γενικώς απογοητευμένοι: η συμφωνία (την οποία υπέγραψε η Τεχεράνη με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία το 2015) για τον πλήρη έλεγχο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αν και οι εμπορικές σχέσεις του Ιράν με τη Δύση πολλαπλασιάστηκαν και χρήμα εισέρρευσε από την πώληση πετρελαίου, η ανάπτυξη δεν ήταν η αναμενόμενη και η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή.
Οι Ιρανοί διαπιστώνουν ότι τόσο με μια σκληροπυρηνική κυβέρνηση (του πρώην προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ) όσο και με μια μετριοπαθή (του Ροχανί), ο δρόμος προς την ομαλοποίηση είναι δύσκολος. Και οι Αμερικανοί αποδεικνύονται αφερέγγυοι, όπως ακριβώς υποστηρίζουν οι ακραίες φωνές στο Ιράν που απαιτούν απόσυρση από τη συμφωνία και επιστροφή στον εμπλουτισμό του ουρανίου.
Την Πέμπτη, η Ουάσιγκτον επέβαλε τις πρώτες κυρώσεις σε έξι ιρανούς ιδιώτες και τρεις ιρανικές επιχειρήσεις που έχουν διασυνδέσεις με τους Φρουρούς της Επανάστασης, την επίλεκτη στρατιωτική δύναμη του Ιράν. Αυτό σημαίνει ότι οι αμερικανοί ιδιώτες και οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν θα μπορούν να συναλλάσσονται με αυτούς.

Δύσκολες κυρώσεις

Η επιβολή των κυρώσεων όμως δεν είναι απλό ζήτημα. Την προηγούμενη φορά, ο Τζορτζ Μπους και ο Μπαράκ Ομπάμα χρειάστηκαν μια δεκαετία για να γονατίσουν την οικονομία του Ιράν –και τότε είχαν τη διεθνή κοινότητα με το μέρος τους, καθώς τόσο ο ΟΗΕ όσο και δεκάδες άλλες χώρες ενεργοποίησαν κυρώσεις κατά της Τεχεράνης. Σήμερα δεν ισχύει αυτό.
Αν και η κατάργηση ορισμένων κυρώσεων υπόκειται σε περιοδική ανανέωση από τον Λευκό Οίκο (ορισμένες επανήλθαν αυτόματα χθες Σάββατο αφού δεν ανανέωσε την κατάργησή τους ο Τραμπ, άλλες θα επανέλθουν αυτόματα στις 11 Ιουλίου), η επέκτασή τους προκειμένου να είναι αποτελεσματικές απαιτεί μια νομική αιτιολογία. Στο παρελθόν αυτή ήταν το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Σήμερα που όλες οι πλευρές (εκτός από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ) διαβεβαιώνουν ότι η Τεχεράνη έχει συμμορφωθεί με τη συμφωνία και δεν αναπτύσσει πυρηνικά, δεν υφίσταται η νομική βάση για την ανανέωση των κυρώσεων.
Το παιχνίδι θα παιχτεί στις λεγόμενες «δευτερεύουσες κυρώσεις», δηλαδή σε εκείνες που θα επιβάλει η Ουάσιγκτον προς τις ευρωπαϊκές και άλλες επιχειρήσεις που θα κάνουν μπίζνες με το Ιράν. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό η Βρετανία, έχουν τη μεγαλύτερη στην ΕΕ διείσδυση στο Ιράν. Εταιρείες όπως η Total, η Airbus και η Siemens έχουν υπογράψει συμφωνίες με την Τεχεράνη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να επέμβει για να τις διαφυλάξει. Ακόμη όμως και αν οι ευρωπαϊκές εταιρείες αποφασίσουν ότι δεν αξίζει τον κόπο να τα σπάσουν με την αμερικανική αγορά προς χάριν της ιρανικής, αποκλείεται να ακολουθήσουν η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία (οι δύο τελευταίες είναι μεγάλοι αγοραστές ιρανικού πετρελαίου).

Ο ψυχρός πόλεμος Τελ Αβίβ – Τεχεράνης γίνεται «θερμός»

Δεν είναι πια πόλεμος δι’ αντιπροσώπων αλλά άμεση ανταλλαγή πυραύλων, κάτι το οποίο κάνει την κατάσταση ακόμη πιο επικίνδυνη στην περιοχή διότι αυξάνει την πιθανότητα κλιμάκωσης. Ούτε πρόκειται για μια στιγμιαία έξαρση αλλά για συγκρούσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και στο Ιράν που αναμένεται να συνεχιστούν.

Το Ισραήλ έπληξε σχεδόν όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ιράν εντός της Συρίας το βράδυ της Τετάρτης, ως απάντηση στην αποστολή πυραύλων κατά ισραηλινών θέσεων στα Υψώματα του Γκολάν (τα οποία το Ισραήλ κατέχει από το 1967 και στη συνέχεια προσάρτησε παράνομα). Μία ημέρα νωρίτερα, είχε προηγηθεί άλλη επίθεση του Ισραήλ κατά ιρανικών στόχων στη Συρία.

Καμία από τις δύο πλευρές δεν πρόκειται να κάνει πίσω, αν και κατά βάθος μάλλον καμία δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε έναν τόσο καταστροφικό πόλεμο. Το Ισραήλ θεωρεί ότι η στρατιωτική διείσδυση του Ιράν στη Συρία και η ενίσχυση της Χεζμπολάχ στον Λίβανο αποτελούν υπαρξιακή απειλή για το ισραηλινό κράτος. Το Ιράν θεωρεί ότι έχει δαπανήσει χρήματα και κόπο για να προωθήσει τα στρατηγικά του συμφέροντα στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή και δεν προτίθεται να τα εγκαταλείψει εύκολα.

Η ύπαρξη της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν θεωρείται ευρέως ότι συγκρατούσε την αντίδραση της Τεχεράνης. Μετά την απόφαση του Τραμπ να αποσυρθεί, η κλιμάκωση ήταν αναπόφευκτη και σε αυτό το μέτωπο. Δεν είναι τυχαίο που εντός 24 ωρών από την ανακοίνωση του Τραμπ, «έβρεξε» πυραύλους στη Δαμασκό και στο Ριάντ – στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας από αντάρτες Χούθι της Υεμένης που υποστηρίζονται από το Ιράν.
Θα γίνει λοιπόν πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και στο Ιράν; Προς το παρόν, μάλλον δοκιμάζει ο ένας τις κόκκινες γραμμές του άλλου. Ιδίως η Τεχεράνη δεν έχει στρατηγικό συμφέρον να ανοίξει άλλο ένα μέτωπο. Εχει ξανοιχτεί στον πόλεμο στη Συρία και το κύριο μέλημά της τώρα είναι να διατηρήσει τα εκεί κεκτημένα της. Επίσης, όσον αφορά τη σύμμαχο της Τεχεράνης, τη Μόσχα, τηρεί περίεργη στάση ως προς τους ισραηλινούς πυραύλους: τους ανοίγει τον εναέριο χώρο της Δυτικής Συρίας, τον οποίο ελέγχει, και δεν ενεργοποιεί το αντιπυραυλικό της σύστημα που έχει εγκαταστήσει στη Συρία για να τους αναχαιτίσει, ενώ την Τετάρτη ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου επισκέφθηκε το Κρεμλίνο και δήλωσε ότι εξήγησε στον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν το δικαίωμα του Ισραήλ να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Το Ισραήλ έχει πλήξει δεκάδες φορές ιρανικούς στόχους στη Συρία. Αρχικά επρόκειτο για ιρανικά όπλα που διοχετεύονταν στη Χεζμπολάχ αλλά, όσο ο Μπασάρ αλ Ασαντ κέρδιζε έδαφος στον εμφύλιο, το Ιράν άρχισε να εγκαθιδρύει στρατιωτικές υποδομές στη χώρα για να προωθήσει τα στρατηγικά του συμφέροντα – τον «άξονα της αντίστασης», όπως ονομάζει τη στρατηγική συμμαχία με το Ιράκ, τον Ασαντ και τη Χεζμπολάχ. Στόχος του Ισραήλ είναι να καθυστερήσει την ιρανική εξάπλωση στη Συρία και να την καταστήσει πολύ «δαπανηρή» σε ανθρώπινες ζωές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Νέο μέτωπο με τα εγκαίνια της πρεσβείας των ΗΠΑ

Αύριο Δευτέρα θα πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, όπου τη μετέφερε ο Τραμπ αλλάζοντας την αμερικανική πολιτική δεκαετιών και καταφέροντας ένα πλήγμα στους Παλαιστινίους και στην ειρήνη στην περιοχή μέσω της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Θα παραστούν η Ιβάνκα Τραμπ και ο σύζυγός της Τζάρεντ Κούσνερ, ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνάτσιν και 700 ακόμη καλεσμένοι.

Μεθαύριο Τρίτη, είναι η επέτειος της «Νάκμπα» («καταστροφής») των Παλαιστινίων, δηλαδή της απώλειας των εδαφών τους το 1948 για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Εν όψει της 70ής επετείου της Νάκμπα και της μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ξεκίνησαν επαναλαμβανόμενες διαδηλώσεις στις 30 Μαρτίου, στις οποίες έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον 47 άτομα και τραυματιστεί σχεδόν 7.000 επειδή επιχείρησαν να περάσουν άοπλοι τα «σύνορα» της Γάζας. Οι διαμαρτυρίες θα κορυφωθούν αύριο και μεθαύριο.

Τόσο η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας όσο και η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Γάζα δημιουργούν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα στην περιοχή.

Ολες οι πρεσβείες βρίσκονται στο Τελ Αβίβ, τηρώντας ουδέτερη στάση επειδή και οι Παλαιστίνιοι διεκδικούν την (Ανατολική) Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του δικού τους κράτους. Στην πραγματικότητα, η αμερικανική πρεσβεία θα στεγαστεί στο κτίριο του πρώην προξενείου και αρχικά θα μεταφερθούν εκεί ο πρέσβης και λίγοι ακόμη υπάλληλοι. Το θέμα είναι πρωτίστως συμβολικό (η κανονική μετακόμιση των 850 υπαλλήλων μπορεί να καθυστερήσει ως και 10 χρόνια) αλλά ικανό να τινάξει στον αέρα την περιοχή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ