Στις 20 Μαΐου 1968, με τη Σορβόννη υπό κατάληψη, τους εξεγερμένους φοιτητές στους δρόμους και το απεργιακό κίνημα να φουντώνει, το περιοδικό «Le Nouvel Observateur» κυκλοφορεί ένα ειδικό τεύχος αφιερωμένο στα γεγονότα που συγκλονίζουν τη Γαλλία. Με τίτλο (τι άλλο;) «Η φαντασία στην εξουσία» δημοσιεύει συνέντευξη του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, ηγέτη της επαναστατημένης νεολαίας, στον εμβληματικό φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ. «Η δύναμη του κινήματός μας είναι ακριβώς ότι βασίζεται στον ανεξέλεγκτο αυθορμητισμό» λέει ο «Κόκκινος Ντάνι». «Εχετε επεκτείνει το πεδίο των δυνατοτήτων. Μην το εγκαταλείπετε» τον προτρέπει ο Σαρτρ.
Οι φοιτητές ρίχνουν το σύνθημα «γενική απεργία τώρα!» και στις 22 Μαΐου, δύο ημέρες μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης, εννέα εκατομμύρια Γάλλοι, νέοι, μισθωτοί, δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες, ξεχύνονται στους δρόμους. Η χώρα παραλύει, η πολιτική και η οικονομική ελίτ αρχίζει να φοβάται γενικευμένο λαϊκό ξεσηκωμό.
Στο δεύτερο κείμενο-μαρτυρία ο Ζαν Ντανιέλ, συγγραφέας, δημοσιογράφος και ιδρυτής (το 1964) του «Nouvel Observateur», θυμάται την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών, όπως την έζησε στο περιοδικό και στα αμφιθέατρα, με τον Αρόν και τον Φουκό. Και μιλάει για «ρομαντισμό και όραμα», για «στιγμές απελευθέρωσης και υπερηφάνειας».
Για τον κοινωνιολόγο Ζαν-Πιερ Λε Γκοφ, που διαδήλωνε, φοιτητής Φιλοσοφικής τότε στην Καν της Νορμανδίας, ο Μάης του ’68 ήταν η «κρίση εφηβείας της Γαλλίας τού χθες». Στο νέο βιβλίο του «La France d’ hier. Récit d’ un monde adolescent. Des années 1950 à Mai ’68» («Η Γαλλία του χθες. Αφήγηση ενός έφηβου κόσμου. Από τη δεκαετία του 1950 στον Μάη του ’68», εκδ. Stock), ο Λε Γκοφ ανασυνθέτει τον κόσμο που εξεγείρεται το 1968, ψάχνοντας στη δική του προσωπική ζωή. Το συμπέρασμά του; «Ο Μάης του ’68 δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε θεμελιώδης μύθος ούτε πηγή όλων των δεινών».

Ζαν Ντανιέλ
«Τι περίοδος! Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν χωρίς να το ξέρουμε!»

{ΑΡΧ}ΟΜάης του ’68 δεν είναι μια ημερομηνία, δεν είναι μια έκφραση, είναι μια εικόνα γεμάτη ζωντάνια, ρομαντισμό, ένα όραμα. Να είσαι επικεφαλής μιας ομάδας σύνταξης εκείνη τη στιγμή, δηλαδή μιας ομάδας συνεργατών ίσων στην κουλτούρα και στις φιλοδοξίες, τι ανάμνηση! Ολοι να γίνουν διανοούμενοι ή ανυπόμονοι, καθένας με έναν δάσκαλο να σκεφτεί, μαρξιστή φυσικά αλλά και από όποια σχολή, σ’ εμάς ήταν εκείνη της Φρανκφούρτης.

Και μετά υπήρχαν οι συγγραφείς γύρω από τον Μαρκούζε και στη συνέχεια γύρω από τον Σαρτρ, πάντα ο Σαρτρ, και μετά ήταν οι συζητήσεις για δύο άρθρα που τα θέσαμε κυριολεκτικά σε δημοψήφισμα, και μέσα σε αυτό το μόνιμο, επαναστατικό βεβαίως ρίγος υπήρχαν οι δικοί μας ήρωες. Στο «Nouvel Obs» ήταν ένας διευθυντής, όχι στοχαστής, που λεγόταν Ρομπέρ Ναμιά, καλλιτεχνικός διευθυντής από το πρώτο τεύχος. Ηταν ψηλός, σβέλτος, έντονος, ηλεκτρικός, εν συντομία πολύ όμορφος. Δεν συλλογιζόταν, έκοβε. Είχα ανάγκη να με εγκρίνει, συχνά άλλαξα ιδέες γι’ αυτόν. Αλλά τελικά ήταν η γενική ατμόσφαιρα, οι εξαιρετικές στιγμές λίγο όπως στα βιβλία που διηγούνται μια ιστορία που νιώθουμε ότι την έχουμε ζήσει και εμείς.

Τι περίοδος! Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν χωρίς να το ξέρουμε! Ο Ντε Γκωλ ήταν εκεί. Ναι, ο Ντε Γκωλ που μιλούσε για χάος, αλλά περιέργως δεν του κρατούσαμε κακία. Ο Κον-Μπεντίτ και οι άλλοι είχαν καταλάβει τη Σορβόννη. Πήγαμε να τους δούμε ο Φρανσουά Φιρέ και εγώ. Ο Φρανσουά δεν ήταν επαναστάτης ιστορικός, ήταν ένας εραστής της Επανάστασης. Μέχρι που είχε αδυναμία στον Νταντόν.

Στο περιοδικό, η συζήτηση ήταν μόνιμη. Ενα είδος φόβου μάς διαπερνούσε μην επιστρέψουν οι μέρες της βίας. Αλλά τελικά, το ξαναλέω, να είσαι επικεφαλής μιας ομάδας αυτού του επιπέδου ενθουσιασμού, ευφυΐας και αδελφότητας είναι ένα προνόμιο. Στη μνήμη μου, κάθε φορά που θυμάμαι έναν από τους συντρόφους μου, συμβαίνει να είναι κάποιος εξαιρετικός.

Και μετά ήταν τα περιστατικά, εκείνα για τα οποία μίλησα. Για παράδειγμα, δεν δίνεται στον καθένα η ευκαιρία να γνωρίσει τον Μισέλ Φουκό, να πάει μαζί του να δει τα μέρη όπου γράφτηκαν «Τα παράλια της Σύρτης» από τον Ζιλιέν Γκρακ, να επιστρέψει με τον Ντανιέλ Ντεφέρ και στη συνέχεια να παρακολουθήσει μια συζήτηση στη Σορβόννη, που εκφυλίζεται σε φωνές και σπρωξίματα στις σκάλες. Είναι εκεί που μπορώ να ακούσω τον Ρεϊμόν Αρόν να φωνάζει στον Μισέλ Φουκό σαν να ήταν κανένας αλήτης «Αλλά δεν θα γίνετε ποτέ εγελιανός!». Μια σειρά από στιγμές που φτιάχνουν τον πλούτο μιας ζωής και την ουσία των αναμνήσεων. Και μετά το υλικό των συγκρίσεων. Τι ζούμε σήμερα αν όχι τον Μάη του ’68 όλων των άλλων, παντού στον κόσμο. Μαθαίνουμε κάθε πρωί ότι μια σφαγή αμάχων συντρίβει την επανάσταση που προοριζόταν να απελευθερώσει.

Ο Μάης του ’68 δεν ήταν η βία. Οι στοχαστές του δεν την απέρριπταν, αντίθετα ονειρεύονταν ότι στην Ιταλία και στη Γερμανία θα ξέσπαγαν εξεγέρσεις και συγκρούσεις. Υπήρχε και ο πολύ διάσημος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ που είχε διακηρύξει ότι ήταν «η βία που δημιουργεί την Ιστορία». Συνεπώς, δεν θα στερούσαμε τον εαυτό μας από αυτό που θα δημιουργούσε την ιστορία της επανάστασης. Μιλούσαμε περισσότερο για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ παρά για τη Χάνα Αρεντ. Θυμάμαι ότι οι διορθωτές μας, αναρχο-συνδικαλιστές, ήταν σε θέση να μας παραθέσουν ανά πάσα στιγμή τα ιερά κείμενα. Οταν ερχόταν η ώρα να γράψουμε, να ξαναδιαβάσουμε, να διορθώσουμε, να φτιάξουμε αυτή τη σειρά των κειμένων που ονομάζουμε περιοδικό, χωρίς να γνωρίζουμε τι θα συμβεί στο μυαλό των αναγνωστών, ήταν η στιγμή της απελευθέρωσης και της υπερηφάνειας. Αυτό ήταν ο Μάης του ’68.

«Η φαντασίαστην εξουσία», μια συνέντευξη του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στον Ζαν-Πολ Σαρτρ (1968)

«Η δύναμή μας είναι ο ανεξέλεγκτος αυθορμητισμός»

Ζαν-Πολ Σαρτρ: Αυτό που πολλοί δεν καταλαβαίνουν είναι ότι δεν προσπαθείτε να αναπτύξετε ένα πρόγραμμα, να δώσετε στο κίνημά σας μια δομή. Σας κατηγορούν ότι προσπαθείτε να «τα σπάσετε όλα» χωρίς να γνωρίζετε – εν πάση περιπτώσει, χωρίς να λέτε – τι θέλετε να βάλετε στη θέση εκείνου που γκρεμίζετε.

Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ: Φυσικά! Ολοι θα ησύχαζαν, πρώτος ο Πομπιντού (σ.σ.: πρωθυπουργός του Ντε Γκωλ) αν ιδρύαμε ένα κόμμα ανακοινώνοντας: «Ολοι αυτοί οι άνθρωποι είναι τώρα δικοί μας. Να οι στόχοι μας και να πώς σχεδιάζουμε να τους πετύχουμε…». Oλοι θα ήξεραν με ποιους έχουν να κάνουν, δεν θα είχαν πια απέναντί τους την «αναρχία», την «αταξία», τον «ανεξέλεγκτο αναβρασμό».

Η δύναμη του κινήματός μας είναι ακριβώς ότι βασίζεται σε έναν «ανεξέλεγκτο» αυθορμητισμό, που δίνει ορμή χωρίς να επιδιώκει να τη διοχετεύσει κάπου, να χρησιμοποιήσει προς όφελός του τη δράση που έχει εξαπολύσει. Σήμερα, για εμάς, υπάρχουν προφανώς δύο λύσεις. Η πρώτη είναι να μαζέψουμε πέντε ανθρώπους με καλό πολιτικό υπόβαθρο και να τους ζητήσουμε να γράψουν ένα πρόγραμμα, να διατυπώσουν άμεσα αιτήματα που θα ακουστούν στέρεα και να πούμε: «Αυτή είναι η θέση του φοιτητικού κινήματος, κάντε ό,τι θέλετε!». Αυτή είναι η κακή λύση.

Η δεύτερη είναι να προσπαθήσουμε να κάνουμε την κατάσταση κατανοητή όχι σε όλους τους φοιτητές, ούτε καν σε όλους τους διαδηλωτές, αλλά σε έναν μεγάλο αριθμό τους. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να αποφύγουμε να δημιουργήσουμε αμέσως μια οργάνωση, να καθορίσουμε ένα πρόγραμμα, που θα ήταν αναπόφευκτα παραλυτικό. Η μόνη πιθανότητα του κινήματος είναι ακριβώς αυτή η αταξία που επιτρέπει στους ανθρώπους να μιλάνε ελεύθερα και που μπορεί να οδηγήσει σε κάποια μορφή αυτοοργάνωσης. Για παράδειγμα, πρέπει τώρα να εγκαταλείψουμε τις μεγάλες θεαματικές συνελεύσεις και να δημιουργήσουμε ομάδες εργασίας και δράσης. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε στη Ναντέρ.

Αλλά τώρα που απελευθερώθηκε ξαφνικά ο λόγος στο Παρίσι, οι άνθρωποι πρέπει πρώτα να εκφραστούν. Λένε πράγματα συγκεχυμένα, ασαφή, συχνά χωρίς ενδιαφέρον γιατί τα έχουμε πει εκατό φορές, αλλά αυτό τούς επιτρέπει, αφού τα έχουν πει όλα αυτά, να θέσουν το ερώτημα: «Και τώρα;». Αυτό είναι το σημαντικό, όσο το δυνατόν περισσότεροι φοιτητές να αναρωτηθούν: «Τι κάνουμε τώρα;». Μόνο μετά θα μπορούμε να μιλήσουμε για πρόγραμμα και διάρθρωση. Να μας θέσεις από σήμερα το ερώτημα «Τι θα κάνετε για τις εξετάσεις;» είναι σαν να θέλεις να πνίξεις το ψάρι, να σαμποτάρεις το κίνημα, να ανακόψεις τη δυναμική. Οι εξετάσεις θα γίνουν και θα κάνουμε προτάσεις, αλλά ας μας δώσουν λίγο χρόνο. Πρέπει πρώτα να μιλήσουμε, να στοχαστούμε, να αναζητήσουμε νέους τρόπους. Θα τους βρούμε. Οχι σήμερα. (…)

Ζ.-Π. Σ.: Αυτό που έχει ενδιαφέρον στη δράση σας είναι ότι βάζει τη φαντασία στην εξουσία. Εχετε μια περιορισμένη φαντασία όπως όλος ο κόσμος, αλλά έχετε πολύ περισσότερες ιδέες από τους μεγαλύτερούς σας. Εμείς είμαστε φτιαγμένοι έτσι ώστε να έχουμε μια ακριβή ιδέα για το τι είναι δυνατόν και τι δεν είναι. Ενας καθηγητής θα πει: «Να καταργηθούν οι εξετάσεις; Ποτέ. Μπορούμε να τις αλλάξουμε, αλλά όχι να τις καταργήσουμε!». Γιατί; Επειδή έχει περάσει τη μισή ζωή του δίνοντας εξετάσεις.

Η εργατική τάξη έχει φανταστεί συχνά νέους τρόπους αγώνα, αλλά πάντα σύμφωνα με την ακριβή κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Το 1936 εφηύρε την κατάληψη εργοστασίων επειδή ήταν το μόνο όπλο που είχε για να εδραιώσει και να εκμεταλλευθεί μια εκλογική νίκη. Εσείς, εσείς έχετε μια φαντασία πολύ πιο πλούσια, και τα συνθήματα που διαβάζουμε στους τοίχους της Σορβόννης το αποδεικνύουν. Κάτι έχει βγει από εσάς, κάτι που εκπλήσσει, που ταρακουνάει, που αρνείται ό,τι έχει κάνει την κοινωνία μας αυτό που είναι σήμερα. Είναι αυτό που θα ονομάσω επέκταση του πεδίου των δυνατοτήτων. Μην το εγκαταλείπετε.

Ζαν-Πιέρ Λε Γκόφ
«Ηταν μια κρίση του μοντερνισμού και η έλευση του έφηβου λαού»

{ΑΡΧ}Στο βιβλίο του «Mai ’68, l’héritage impossible» («Μάης ‘68, η αδύνατη κληρονομιά», εκδ. La Découverte, 2006), ο Λε Γκοφ επιτίθεται στα ταμπού και στις υπερβολές του αριστερισμού. Εκεί αναπτύσσει την έννοια του «πολιτισμικού αριστερισμού», μιας «πνευματικής επανάστασης βασισμένης στην αρχή της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας», η οποία οδηγεί τελικά, σύμφωνα με τον ίδιο, «στην αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας, στην άνοδο ενός ακραίου ατομικισμού και σε έναν νέο κομφορμισμό».{ΑΡΧ}

Αλλά τώρα, στη στρογγυλή επέτειο των 50 ετών από τον Μάη του ‘68, ο γάλλος κοινωνιολόγος διαλέγει τη μορφή της αυτοβιογραφικής αφήγησης για να περιγράψει τη μεταμόρφωση ενός ολόκληρου κόσμου, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το ‘68, και μιλάει για «μια κρίση του μοντερνισμού και την έλευση του έφηβου λαού».

Γεννημένος το 1949, μεγαλώνει σε ένα χωριό της Νορμανδίας, και σκιαγραφεί «τα βάσανα της προόδου, που μέσα σε μια όλο και πιο ευημερούσα κοινωνία θα οδηγήσουν τελικά στα οδοφράγματα». Είναι μια προσωπική μαρτυρία «για την καθημερινή ζωή των Γάλλων στο βασίλειο του στρατηγού Ντε Γκωλ. Ενα πορτρέτο της “Γαλλίας του χθες” που επιτρέπει να κατανοήσουμε προτού κρίνουμε» τα γεγονότα του ‘68.

Τη δεκαετία του 1950 στο χωριό της Νορμανδίας «η ύπαρξη ήταν μια θεία λειτουργία. Το σχολείο, η εργασία στα χωράφια, η σούπα, η προσευχή το βράδυ, η προστασία του φύλακα αγγέλου». Αλλά ήδη από τα τέλη εκείνης της δεκαετίας «ένας ολόκληρος κόσμος αφήνει πίσω σιωπηλά ό,τι τον συνδέει με το παρελθόν. Οι απολαύσεις της ελευθερίας δεν λάμπουν από μακριά: είναι εδώ, αναρίθμητες, στα χέρια μας. Η τηλεόραση μπαίνει στα σπίτια, η φορμάικα αντικαθιστά τα ξύλινα τραπέζια, το πλυντήριο των ρούχων καλύπτει με τον θόρυβό του τα τύμπανα των στρατιωτικών παρελάσεων. Η μελαγχολία του Ντίλαν θρέφει την εσωτερική εξορία, μέσα στον καπνό των τσιγάρων. Το μέλλον πρέπει να γκρεμίσει αυτή τη σαρακοφαγωμένη κοινωνία.

«Χρειαζόμαστε την πρόοδο», έλεγε ο Ντε Γκωλ στην τηλεόραση, «αλλά δεν χρειαζόμαστε το χάος». Οι γονείς γεύονται την πρόοδο, μεθάνε από αυτή, λατρεύουν τον «Θεό-άτομο». Τα παιδιά θέλουν το χάος όπως ο Μπορίς Βιάν στα μυθιστορήματά του και ο Μικ Τζάγκερ στις συναυλίες του. Ολα μπερδεύονται σε αυτόν τον πυρετό: τα μεγάλα κείμενα και τα τζουκ μποξ, η πολιτική και ο ηδονισμός, ο χριστιανικός ιδεαλισμός και ο νιτσεϊκός μηδενισμός, ο Ιησούς, ο Βούδας, ο Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ… Βλέπουμε τη γέννηση ενός «έφηβου λαού». Θα τον δούμε τον Μάη του 1968 στα πεζοδρόμια, στα οδοφράγματα, στην αυθάδικη ματιά του Κον-Μπεντίτ και στα συνθήματα στους τοίχους – στην αταξία μιας κοινωνίας που δεν είναι πια παραδοσιακή, αλλά δεν έχει μπει ακόμη στον μοντερνισμό. Είναι αρκετά κλασική για να κοροϊδεύει με ταλέντο τον κόσμο του Μπαμπά, αλλά πολύ ανώριμη για να δεχθεί μια τάξη που δεν θα διαιώνιζε αυτή τη μέθη του πνεύματος και του σώματος».

Ο Λε Γκοφ εναλλάσσει μικροσκοπικές λεπτομέρειες με νόημα, και γενικότερες σκέψεις. Το συμπέρασμά του είναι σαφές: «Η στιγμή του ‘68 είναι η ορατή, η συλλογική στιγμή μιας βαθιάς αναταραχής που μεταμόρφωνε τη νεολαία επί δέκα χρόνια. Οι εξεγερμένοι νεαροί της δεκαετίας του 1960 επρόκειτο να φτιάξουν το πρόγραμμα της ζωής και της δράσης τους μέσα στις νέες συνθήκες της κοινωνίας της κατανάλωσης και του ελεύθερου χρόνου».

Από τότε, «ο έφηβος λαός έχει πάρει κιλά, έχει κάνει ρυτίδες, έχει χάσει τα μαλλιά και τις αυταπάτες του, αλλά συνεχίζει να μη δέχεται να γίνει ενήλικος. Η Γαλλία του παρελθόντος έχει φύγει, η Γαλλία του σήμερα ψάχνεται ακόμη. Οι νεαροί του ‘68 τράβηξαν μέχρι τα όρια την εικόνα της νεολαίας και ενός έφηβου λαού σε μόνιμη επανάσταση, που έχει γίνει πλέον μέρος των πολιτισμικών και εμπορικών στερεοτύπων» γράφει ο Λε Γκοφ.

Αλλά «με όλες τις τρέλες και τις ανευθυνότητές της, η περίοδος της δεκαετίας του ‘60 ήταν δυναμική και αισιόδοξη. Εφερε το σημάδι της παντοδυναμίας του μοντερνισμού, σε μια πολύ ιδιαίτερη ιστορική στιγμή: τα “τριάντα ένδοξα χρόνια” (Trente Glorieuses, από το 1945 μέχρι το 1975). Η απαίτηση για την απόλυτη ελευθερία προήλθε από την εξέγερση μιας γενιάς κακομαθημένων παιδιών (σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές), που μεγάλωσαν μέσα στην ανάπτυξη του καταναλωτισμού και υπό την προστασία του Κράτους Πρόνοιας. Ακόμα και μέσα στον εξτρεμισμό του και στη ρήξη του με το πραγματικό, το κίνημα της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας εκείνης της εποχής είχε τη σφραγίδα της δυναμικής επέκτασης των Trente Glorieuses που επέτρεπε στη σπουδάζουσα νεολαία να ζει μέσα σε μια σχετική ανεμελιά» λέει ο Λε Γκοφ. Και δίνει μια συμβουλή για τις νεότερες γενιές: «να συμφιλιωθούν με τη δημοκρατία για να χωνέψουν το ‘68, χωρίς ρεβανσισμό ούτε νοσταλγία».