Ως υποψήφιος για τη γαλλική προεδρία το 2017, ο Εμανουέλ Μακρόν συχνά καυχιόταν ότι δεν είναι «ούτε δεξιός ούτε αριστερός», χαρακτηρίζοντας την υποψηφιότητά του ως έναν τρίτο δρόμο. Στη συνέχεια τροποποίησε αυτή την περιγραφή λέγοντας ότι είναι και το ένα και το άλλο.
Για να γίνει πιο σαφής, στη διάρκεια του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών δήλωνε πως «η Δεξιά τάσσεται υπέρ της ελευθερίας (Liberté), ενώ η Αριστερά υπερασπίζεται την ισότητα (Egalité). Για να γεφυρώσω το χάσμα θα είμαι ο υποψήφιος της αδελφότητας (Fraternité)». Με αυτή την αιρετική προσέγγιση του πολιτικού του αυτοπροσδιορισμού ο Μακρόν επιχειρούσε να αγγίξει την πιο ευαίσθητη χορδή των Γάλλων, ανακαλώντας το ένδοξο παρελθόν, με το τρίπτυχο που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση κι έγινε εθνική ρήση.
Αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για ανερμάτιστη ιδεολογία, στις εκλογές του περασμένου Μαΐου, οι συμπατριώτες του καθοδηγήθηκαν τελικά από την ελπίδα και έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης σε αυτή τη νέα πρόταση «σοσιαλφιλελεύθερης» –όπως χαρακτηρίστηκε –αντίληψης, η οποία ερχόταν να ανατρέψει την παραδοσιακή γαλλική πολιτική που είχε ούτως ή άλλως φτάσει το ιστορικό της όριο.
Σήμερα, ακριβώς έναν χρόνο μετά, και με τη δημοσκοπική του εικόνα να βρίσκεται στο 41% έπειτα από τρεις συνεχόμενους μήνες πτωτικής πορείας, πολλοί Γάλλοι που ψήφισαν τον Μακρόν με την ελπίδα ότι θα υπερβεί αυτόν τον διαχωρισμό Δεξιάς – Αριστεράς, έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται: αν αυτό που «αγόρασαν» ήταν τελικά μια σκέτη κοροϊδία, παρά το γεγονός ότι στον πρώτο χρόνο της προεδρίας του οι προεκλογικές του δεσμεύσεις γίνονται πράξη.

Οργή εξ αριστερών

Για την Αριστερά τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. «Πιο δεξιός… πεθαίνεις» ισχυρίζεται καθώς μέσα σε δώδεκα μήνες προεδρίας ο Εμανουέλ Μακρόν σάρωσε με τις φιλελεύθερες πολιτικές που προώθησε σε χρόνο-εξπρές μια σειρά από κεκτημένα σκληρών αγώνων δεκαετιών.
Αφού αρχικά αποφασίζει να μειώσει τους φόρους στους υπερ-πλούσιους, μια κίνηση που είχε δικαιολογήσει λέγοντας ότι θα αποτελέσει κίνητρο για τους επενδυτές και τους εύπορους να παραμείνουν στη χώρα (περίπου 10.000 εκατομμυριούχοι είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία το 2015), στη συνέχεια επέβαλε στους υψηλο-συνταξιούχους μια «γενικευμένη κοινωνική εισφορά», κάτι σαν τη δική μας εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης, για να αντισταθμίσει ορισμένα από τα έσοδα που χάθηκαν μέσω της κατάργησης του φόρου περιουσίας.
Επειτα, προχώρησε στο σχέδιο για μεταρρύθμιση της εργασίας που είχε ξεκινήσει ως υπουργός Οικονομίας επί προεδρίας Φρανσουά Ολάντ. Αν και οι λεπτομέρειες του νέου κώδικα είναι πολύπλοκες, επί της ουσίας δίδεται μεγαλύτερη ευελιξία στις εταιρείες προκειμένου να προσαρμόζουν το ωράριο εργασίας και τους μισθούς, όπως και μεγαλύτερη δυνατότητα να προχωρούν σε απολύσεις εργαζομένων.

Διχασμός εκ δεξιών

Η κεντροδεξιά παράταξη των Ρεπουμπλικανών από την άλλη βρίσκεται σε σύγχυση. Πολλοί βουλευτές επικροτούν τις πολιτικές του γάλλου προέδρου, με πρόσφατη έρευνα του κέντρου δημοσκοπήσεων Kantar Sofres, μάλιστα να καταδεικνύει ότι ένα 53% των Ρεπουμπλικανών τάσσεται υπέρ του. Ωστόσο, το άλλο μισό του κόμματος διαφωνεί με τα σχέδια Μακρόν περί εξυγίανσης και μετατροπής της χώρας σε «νεοφυή» (startup) –κατά τα δικά του λεγόμενα –επιχείρηση καθώς θεωρούν ότι αυτό το τεχνοκρατικό-εταιρικό μοντέλο που θέλει να εφαρμόσει στο κράτος θα απειλήσει τις παραδοσιακές αξίες της Γαλλίας.

Κόντρα στο ρεύμα της διεθνούς σκηνής

Η νίκη του Μακρόν ακριβώς πριν από έναν χρόνο, η οποία ήρθε ως «τσουνάμι» που σάρωσε σε ένα ούτως ή άλλως σκηνικό κατάρρευσης, ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και η παρουσία του. Στη διεθνή σκηνή λίγοι είναι οι ηγέτες που εκπέμπουν το δικό του χάρισμα ή εκείνοι που μπορούν να πουλήσουν τόσο καλά το προφίλ του διαμορφωτή των παγκόσμιων εξελίξεων, όπως τον χαρακτηρίζει ο διεθνής Τύπος, από τις πρώτες κιόλας μέρες της προεδρίας του, ως το πρόσφατο ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Τζίντον Ράχμαν στους «Financial Times», καίτοι γοητευτικός, ο Μακρόν δυσκολεύεται να πείσει τους άλλους ηγέτες να τον ακολουθήσουν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, «παρά το φιλικό τίναγμα της πιτυρίδας που του επεφύλαξε ο αμερικανός πρόεδρος, λίγες ενδείξεις δείχνουν ότι κατάφερε να αλλάξει την άποψη του Τραμπ σε κάποιο σημαντικό ζήτημα» αναφέρει ο βρετανός δημοσιογράφος συμπληρώνοντας ότι οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους δύο ηγέτες, όπως το Ιράν, η κλιματική αλλαγή ή ο προστατευτισμός, παραμένουν.

Από την άλλη στην Ευρώπη η απομόνωσή του είναι ακόμη μεγαλύτερη, μιας και η Ανγκελα Μέρκελ δεν δείχνει πρόθυμη να κάνει το μεγάλο βήμα προς μια πιο στενή Ενωση, όπως την οραματίζεται ο γάλλος πρόεδρος. Στην πραγματικότητα η παθητικότητα και ο φόβος του κινδύνου είναι αισθήματα τόσο βαθιά ριζωμένα στην πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας, που η διστακτικότητα της Μέρκελ θα μπορούσε – έγραφε το περιοδικό «Der Spiegel» – «να νερώσει τις τολμηρές ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες του Μακρόν, όπως το μικρό ποτήρι κόκκινο κρασί που δίνουν οι Γάλλοι στα παιδιά τους».

Την ίδια ώρα, με εξαίρεση την στήριξη των Βρυξελλών, που και αυτή μάλλον παρουσιάζει ρωγμές, ο Μακρόν δεν μπορεί να ελπίζει σε συμμάχους. Οι Βρετανοί έχουν ούτως ή άλλως πάρει τις αποστάσεις τους με το Brexit, η Ιταλία κυριαρχείται ξανά από τους λαϊκιστές, η Κεντρική Ευρώπη μάλλον πιο καχύποπτη εμφανίζεται από τους Γερμανούς, ως εκ τούτου ο Μακρόν, όπως καταλήγει ο Ράχμαν, βρίσκεται έξω από το κλίμα της εποχής:

«Είναι ένας φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής σε μια εποχή που ο νεοφιλελευθερισμός είναι ντεμοντέ, είναι φιλοευρωπαϊστής την ώρα που ο ευρωσκεπτικισμός αυξάνεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης, ενώ ο εθνικισμός και η εθνική περιχαράκωση καλπάζουν. Αξιέπαινες οι θέσεις του. Ομως ο Μακρόν, αντί να βρίσκεται πάνω στο κύμα, πηγαίνει εν τέλει κόντρα στο ρεύμα». Οχι και το πιο ευχάριστο σημάδι για τη Γηραιά Ηπειρο που σε λίγους μήνες από σήμερα οδεύει προς τις ευρωεκλογές…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ