«Η Ουγγαρία δεν είναι πλέον μια δημοκρατία» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Λάρι Ντάιαμοντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στις Ηνωμένες Πολιτείες και ειδικός σε ζητήματα δημοκρατίας.
Σχολιάζοντας τη νίκη του αυταρχικού ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν, που κέρδισε πανηγυρικά τρίτη θητεία στην εξουσία στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, ο αμερικανός ειδικός τονίζει ότι «το κράτος δικαίου και οι φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες δέχονται ευθεία επίθεση από τον Ορμπαν και απειλούνται σε πολλές άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Ορμπαν έχει καταλάβει τον έλεγχο όλων των μοχλών της εξουσίας, τροποποίησε το Σύνταγμα, δημιούργησε ένα αυταρχικό καθεστώς και μετέτρεψε τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε έναν προπαγανδιστικό βραχίονα για τον εαυτό του και το κόμμα του» μας λέει ο Ντάιαμοντ.
Και ο Ορμπαν δεν είναι μόνος. «Στα μετακομμουνιστικά κράτη της «νέας Ευρώπης» η κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες μειώσεις στην ελευθερία έχουν γίνει στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, χώρες οι οποίες βυθίζονται σε αυτό που ο Ορμπαν ονομάζει «ανελεύθερη δημοκρατία», αλλά περιγράφεται καλύτερα ως «μεταμοντέρνα απολυταρχία»» καταλήγει ο καθηγητής.

Οι μιμητές στη μετακομμουνιστική Ευρώπη

Πρόκειται για ένα καθεστώς που διατηρεί το κέλυφος των δημοκρατικών θεσμών αλλά χωρίς την πλουραλιστική ουσία τους –την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την ελευθερία του Τύπου, την κοινωνία των πολιτών, ένα δίκαιο εκλογικό πεδίο –έτσι ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να ηττηθεί το κυβερνών κόμμα μέσω της κανονικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο –που έχει τελειοποιηθεί στη Ρωσία του Πούτιν, στη Βενεζουέλα του Μαδούρο και στην Τουρκία του Ερντογάν –το κυβερνών κόμμα διαιωνίζεται στην εξουσία.
Η λαϊκιστική επίθεση του Ορμπάν στη φιλελεύθερη δημοκρατία έχει εμπνεύσει μιμητές στη μετακομμουνιστική Ευρώπη. Εθνολαϊκιστές έχουν κερδίσει την εξουσία σε επτά χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Βουλγαρία, Βοσνία και Σερβία). Είναι μικρότεροι εταίροι σε κυβερνήσεις συνασπισμού σε δύο ακόμα κράτη και αποτελούν τη μεγαλύτερη δύναμη της αντιπολίτευσης σε άλλες τρεις χώρες. Μεταξύ του 2000 και του 2017 το μέσο ποσοστό ψήφων προς τους λαϊκιστές τριπλασιάστηκε σε 32% και ο αριθμός των λαϊκιστικών κομμάτων διπλασιάστηκε (σε 28).
Αλλά και στην «παλιά Δυτική Ευρώπη» η άνοδος του ξενοφοβικού λαϊκισμού απειλεί βασικά στοιχεία της φιλελεύθερης τάξης: τις ιστορικές δεσμεύσεις της Δύσης για τις ελεύθερες μετακινήσεις ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών, την κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική ανεκτικότητα, ακόμη και τα ατομικά και μειονοτικά δικαιώματα.
Τα ορόσημα περιλαμβάνουν τη νίκη του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα του 2016, το ρεκόρ του 34% της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017, την είσοδο στην αυστριακή κυβέρνηση του ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας, αφού κέρδισε περισσότερο από το ένα τέταρτο των ψήφων, την άνοδο της ακροδεξιάς λαϊκιστικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία ως τρίτου μεγαλύτερου κόμματος (με μία στις οκτώ ψήφους) και σημαντικά εκλογικά κέρδη για ακραία αντι-μεταναστευτικά κόμματα σε πολύ φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως η Ολλανδία και η Σουηδία.

Ο κλονισμός με την εκλογή του Τραμπ

Αλλά ο μεγαλύτερος κλονισμός στη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη προήλθε από την εκλογή του λαϊκιστή Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, που αμφισβήτησε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς –το δικαστικό σώμα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ακεραιότητα της εκλογικής διαδικασίας -, ενώ υπονομεύει τους μετανάστες, τις φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες, το διεθνές εμπόριο και την αμερικανική υποστήριξη για την κοινωνία των πολιτών και τα φιλελεύθερα δημοκρατικά πρότυπα στο εξωτερικό.
Πού οφείλεται αυτή η διάβρωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας; Υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των αναλυτών για τρεις κρίσιμους παράγοντες: την οικονομική ανασφάλεια, την πολιτιστική ανασφάλεια και τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας.
Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στην ηπειρωτική Ευρώπη, η ισχυρότερη εκλογική βάση των ακροδεξιών και των λαϊκιστικών κομμάτων είναι ομάδες που αισθάνονται απειλούμενες –με την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση να επιδεινώνεται από στάσιμους ή πτωτικούς μισθούς, από την αυξανόμενη ανισότητα, το κλείσιμο εργοστασίων, την αυξανόμενη μετανάστευση και τον πολιτιστικό πλουραλισμό.
Εάν ο τόπος είναι το περιθωριοποιημένο και αποβιομηχανοποιημένο εσωτερικό των ΗΠΑ, της Βρετανίας ή της Γερμανίας, ο κοινός παράγοντας είναι η απειλή για την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση, η οποία κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι έχει χαθεί ένας κόσμος που τους πρόσφερε κάποτε άνεση και προβλεψιμότητα. Οι απειλούμενες μεσαίες τάξεις αποτελούν μια κρίσιμη βάση στήριξης για τα δεξιά εξτρεμιστικά κινήματα, ως αντίδραση –ακόμη και εκδίκηση –εναντίον σαρωτικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, μεγάλων, απρόσωπων εταιρειών και θεσμών και των αστικών, προοδευτικών ελίτ.

Η επιδείνωση λόγω μετανάστευσης

Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα μετανάστευσης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το σημερινό ποσοστό των μεταναστών στις ΗΠΑ (περίπου 14%) πλησιάζει το επίπεδο ρεκόρ (14,8%) του 1890. Είναι τριπλάσιο του επιπέδου του 1965 και εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο 18% το 2065. Ο αριθμός των μεταναστών στις ΗΠΑ διπλασιάστηκε από το 1970 σε πάνω από 40 εκατομμύρια το 2013 και η σύνθεση του μεταναστευτικού πληθυσμού άλλαξε δραματικά, από κυρίως ευρωπαϊκή στη δεκαετία του 1970 σε κυρίως λατινοαμερικανική και ασιατική σήμερα.
Στην Ευρώπη, τα ποσοστά μετανάστευσης αυξάνονται ταχύτερα (στο 11% κατά μέσο όρο) και ως εκ τούτου υπάρχει μεγαλύτερο πολιτιστικό άγχος. Για παράδειγμα, αν και ο πληθυσμός των κατοίκων της Ουγγαρίας που γεννήθηκαν στο εξωτερικό ήταν μικρότερος από 6% το 2016, η χώρα των 9,8 εκατ. κατοίκων γνώρισε τη δεύτερη ταχύτερη αύξηση της μετανάστευσης στην Ευρώπη. Και το 2016 το ποσοστό των μεταναστών ήταν μεγαλύτερο από το αμερικανικό στη Γερμανία, στην Αυστρία και στη Σουηδία, χώρες οι οποίες επίσης συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων με τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο πληθυσμό μεταναστών. Αυτά τα νέα κύματα μετανάστευσης φέρνουν μια πολιτιστική και θρησκευτική ποικιλομορφία που οι περισσότερες από αυτές τις χώρες δυσκολεύονται να απορροφήσουν, ιδιαίτερα τόσο γρήγορα.
Στην οικονομική και κοινωνική πίεση προστίθενται οι ανησυχίες για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Και οι τρεις φόβοι είναι βαθιά αλληλένδετοι. Στην Ευρώπη, τα λαϊκιστικά αντισυστημικά κόμματα καταδικάζουν την απόμακρη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, καταγγέλλοντας ότι υποχρεώνει τις χώρες τους να δεχθούν μετανάστες, πρόσφυγες, και τις ανοιχτές αγορές, τις οποίες κατηγορούν για την απώλεια θέσεων εργασίας και την οικονομική ασφάλεια.

HeliosPlus