Η Ευρώπη ετοιμάζεται για μεγάλες αμυντικές δαπάνες, και η πρόκληση είναι να ξοδέψει με σύνεση: οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ξεπεράσουν την απροθυμία τους να αγοράσουν όπλα από ξένους προμηθευτές και να συνεργαστούν σε πολυεθνικά προγράμματα –ακόμα και όταν αυτό σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας για τις δικές τους βιομηχανίες.
Η συζήτηση σχετικά με το αν οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα έχει ήδη γίνει –και την έχουν κερδίσει σε μεγάλο βαθμό τα γεράκια.
Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, η στρατιωτική παρέμβασή της στην Ανατολική Ουκρανία και η επιθετικότητά της αλλού έκαναν κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη να ανησυχούν για την ασφάλειά τους.

Η καταγγελία Τραμπ

Η καταγγελία του Τραμπ ότι η Ευρώπη δεν ξοδεύει αρκετά για την άμυνα και θα πρέπει να δαπανήσει περισσότερα αντί να υπολογίζει στην Αμερική για να προστατεύσει την ήπειρο μέσω του ΝΑΤΟ –σε συνδυασμό με τα αμφίσημα μηνύματα του προέδρου των ΗΠΑ για τη δέσμευσή του στην Ατλαντική Συμμαχία –έπεισε πολλούς ηγέτες να αυξήσουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους.
Και όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε να εγκαταλείψει την ΕΕ το 2016, ένας από τους βασικούς αντιπάλους της στενότερης αμυντικής συνεργασίας στο μπλοκ περιθωριοποιήθηκε –και οι υποστηρικτές είδαν την ευκαιρία να δώσουν νέα ώθηση στο σχέδιο της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αυτονομίας.
Ξαφνικά ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες εμφανίζονται παντού. Οι ηγέτες της ΕΕ ενέκριναν το νέο αμυντικό σύμφωνο, γνωστό ως Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO), στο οποίο 25 χώρες-μέλη θα αρχίσουν να συνεργάζονται σε μια σειρά από κοινά προγράμματα το 2018. Οι Βρυξέλλες εγκαινίασαν ένα σημαντικό κίνητρο για να συνεργαστούν οι χώρες στις στρατιωτικές προμήθειες –ένα Αμυντικό Ταμείο αξίας 5,5 δισ. ευρώ ετησίως. Θεωρείται ευρέως ότι για πρώτη φορά η ΕΕ έχει θέσει στόχο να ξοδέψει σοβαρά χρήματα για τον σκοπό αυτόν. Υστερα από δύο δεκαετίες στις οποίες οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη ήταν συχνά μειωμένες ή στάσιμες, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Το 2016 οι στρατιωτικές δαπάνες στη Δυτική Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 2,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι δαπάνες στην Κεντρική Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 2,4%.
Ως το 2020 η Γερμανία θα δαπανήσει 53% περισσότερο για στρατιωτικό εξοπλισμό σε σύγκριση με το 2016, σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού υπουργείου Αμυνας.

Συμπληρωματικές δαπάνες

Σε όλη την Ευρώπη, ως το 2024 θα διατεθούν ετησίως συμπληρωματικές δαπάνες ύψους 97 δισ. ευρώ αν όλα τα 28 σημερινά κράτη-μέλη της ΕΕ συν τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Νορβηγία δαπανούν τον συνιστώμενο στόχο του ΝΑΤΟ για 2% του ΑΕΠ στην άμυνα. Τουλάχιστον το ένα πέμπτο του ποσού αυτού –περισσότερα από 19 δισ. ευρώ –θα πρέπει να δαπανηθεί για εξοπλισμό. Παρ’ όλο που η ιδέα ότι όλες αυτές οι χώρες θα επιτύχουν τον στόχο του 2% –η οποία εγκρίθηκε επίσης από το νέο στρατιωτικό σύμφωνο της ΕΕ –σε αυτό το χρονικό πλαίσιο φαίνεται μη ρεαλιστική, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό θα αυξηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη.
Η συναίνεση ότι απαιτούνται περισσότερες επενδύσεις εκτείνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα –συμφωνούν ακόμα και οι Πράσινοι της Γερμανίας, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται στο ειρηνικό κίνημα της δεκαετίας του 1970.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Bundeswehr), γνωστές για τον παρωχημένο εξοπλισμό τους, όπως ο γηραιότερος στόλος φορτηγών και ελικόπτερα ναυτικού που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970, πρέπει να μεταρρυθμιστούν και να δαπανήσουν περισσότερα για προμήθειες.
Ολόκληρη η Ευρώπη θα μπορούσε να εξοικονομήσει σχεδόν το ένα τρίτο των δαπανών της για τον στρατιωτικό εξοπλισμό εάν οι κυβερνήσεις συντονίσουν τις επενδύσεις και χρησιμοποιήσουν λιγότερους προμηθευτές όπλων.
Το επιχείρημα δεν είναι νέο. Αλλά τα περισσότερα από τα προηγούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα προμηθειών δεν αποτελούν ιστορίες επιτυχίας, όπως δείχνει το παράδειγμα του στρατιωτικού αεροσκάφους μεταφοράς A400M.
Από το ξεκίνημά του το 2003, το έργο –το οποίο αρχικά είχε προβλεφθεί να κοστίσει 20 δισ. ευρώ –έχει συναντήσει πολλά προβλήματα, γεγονός που οδήγησε τον κατασκευαστή Airbus να επιρρίψει την ευθύνη, τουλάχιστον εν μέρει, στην πολιτική ανάμειξη.

Φωνές για εξορθολογισμό

Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή αμυντική αγορά πρέπει να εξορθολογιστεί και ότι μερικές χώρες πρέπει να αποσυρθούν από τομείς στους οποίους κάποια άλλη έχει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η Γαλλία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να παραδώσει την παραγωγή τεθωρακισμένων οχημάτων στη Γερμανία, γνωστή για τα συστήματα εδάφους που παράγει ο κατασκευαστής Rheinmetall. Σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα μπορούσε να γίνει ο κύριος προμηθευτής πλοίων στους Γερμανούς.
Αλλά αυτό θα σήμαινε επίσης ότι κάθε χώρα θα χάσει μέρος της αμυντικής βιομηχανικής βάσης της και θα βασιστεί σε ένα άλλο κράτος για να προμηθεύσει τις ένοπλες δυνάμεις της –κάτι που δεν γίνεται εύκολα, ακόμα και μεταξύ στενών συμμάχων, παρά τα λόγια των ηγετών για στενότερη αμυντική ολοκλήρωση. Οι εκκλήσεις για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από τα μεγάλα δυτικά κράτη και τις μεγάλες εταιρείες όπλων προκαλούν ανησυχίες και στην Κεντρική Ευρώπη, όπου οι αξιωματούχοι της βιομηχανίας και οι πολιτικοί φοβούνται ότι οι επιχειρήσεις τους θα χάσουν από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές στη Γαλλία, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στη Σουηδία.

HeliosPlus