Ετοιμη να προχωρήσει στη χρήση πυρηνικών όπλων ακόμη και για την αντιμετώπιση μίας μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπίθεσης (cyber attack) εμφανίζεται η κυβέρνηση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με το προσχέδιο της νέας πυρηνικής στρατηγικής που προβλέπεται να υιοθετηθεί από τον Λευκό Οίκο εντός του Φεβρουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέφουν σε μια καθαρά ψυχροπολεμική λογική ώστε να απαντήσουν στις κινήσεις που πραγματοποιούν τόσο μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα, όσο και νέες ή και υποψήφιες πυρηνικές δυνάμεις, όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον σχεδιάζει και την ανάπτυξη νέων, τακτικών πυρηνικών όπλων (που θα μπορούν να εκτοξεύονται από υποβρύχια) –σε μια στροφή 180 μοιρών σε σχέση με την πολιτική του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα. Πέραν δε των αλλαγών στην πυρηνική της στρατηγική, η αμερικανική κυβέρνηση προχωρεί σε διαδικασία αναθεώρησης και της αρχιτεκτονικής της αντιβαλλιστικής άμυνας (Ballistic Missile Defense Review –BMDR), ενώ πιέζει τη Ρωσία να συμμορφωθεί με τις προβλέψεις της Συμφωνίας για τους Πυραύλους Μεσαίου και Μικρού Βεληνεκούς (Intermediate-Range and Shorter-Range Missiles –INF) την οποία είχαν υπογράψει το 1987 ο τότε αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν και ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Το αρχικό προσχέδιο της επονομαζόμενης Nuclear Posture Review (NPR) δημοσιεύθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα Huffington Post τον περασμένο Νοέμβριο. Η NPR είναι ο τρίτος πυλώνας της γενικότερης αναθεώρησης της αμερικανικής στρατηγικής σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, καθώς έχει ήδη παρουσιαστεί η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας και η Στρατηγική Εθνικής Αμυνας. Κοινή συνισταμένη των τριών κειμένων είναι η επιστροφή σε μια πιο «στρατιωτική οπτική» των διεθνών σχέσεων, η οποία συμπυκνώνει τις απόψεις των τριών στρατηγών που πλαισιώνουν τον πρόεδρο Τραμπ και συγκεκριμένα: του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Χέρμπερτ Μακ Μάστερ, του υπουργού Αμυνας Τζέιμς Μάτις και του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου Τζον Κέλι. Αλλωστε, μια ευρύτερη χρήση των πυρηνικών όπλων αναφέρεται και στην NSS, ενώ η NDS, σε αντίθεση με την περίοδο Ομπάμα, όταν γινόταν λόγος για «διατήρηση της στρατηγικής σταθερότητας» με τη Ρωσία και την Κίνα, τονίζει ότι οι δύο χώρες συνιστούν τις «κύριες προτεραιότητες» για τις αμερικανικές Ενοπλες Δυνάμεις. Αναμφίβολα, η δραστηριότητα της Μόσχας σε Κριμαία και Συρία, καθώς και του Πεκίνου στη Νότια Σινική Θάλασσα έχουν μεταβάλει τις προτεραιότητες.

Το σκεπτικό των Αμερικανών

Ο Λευκός Οίκος, απαντώντας σε δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου, έχει τονίσει ότι το προσχέδιο που είδε το φως της δημοσιότητας έχει υποστεί αλλαγές και δεν έχουν ληφθεί οι οριστικές αποφάσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με ελληνικά και ξένα τηλεγραφήματα από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ (στα οποία συμπεριλαμβάνονται και ενημερώσεις που πραγματοποίησαν αμερικανοί αξιωματούχοι σε συμμαχικές χώρες), αλλά και από την ανάγνωση του προσχεδίου που έχουν ετοιμάσει οι επιτελείς του Πενταγώνου, οι προθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ξεκάθαρες.
Το βασικό σκεπτικό της Ουάσιγκτον αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στην ανάγνωση του σημερινού στρατηγικού περιβάλλοντος, που περιγράφεται ως μάλλον σκοτεινό. «Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχιζαν να μειώνουν τον αριθμό και την προεξάρχουσα θέση των πυρηνικών όπλων, άλλοι, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας, έχουν κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εχουν προσθέσει νέους τύπους πυρηνικών δυνατοτήτων στα οπλοστάσιά τους, έχουν αυξήσει τη σημασία των πυρηνικών δυνάμεων στις στρατηγικές και στα σχέδιά τους, έχουν εμπλακεί σε μια αυξανόμενα επιθετική συμπεριφορά, τόσο στο διάστημα όσο και στον κυβερνοχώρο» σημειώνεται στη σελίδα 6 της NPR.

«Η Βόρεια Κορέα», προσθέτει, «συνεχίζει την παράνομη επιδίωξη απόκτησης πυρηνικών όπλων και πυραυλικών δυνατοτήτων, παραβιάζοντας ευθέως τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το Ιράν συμφώνησε σε περιορισμούς στο πυρηνικό του πρόγραμμα βάσει του Κοινού Συνεκτικού Σχεδίου Δράσης (JCPOA). Ωστόσο, διατηρεί την τεχνολογική δυνατότητα και την ικανότητα που απαιτείται για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων εντός ενός έτους από τη λήψη της σχετικής απόφασης».
Αυτή όμως είναι μόνο η θεωρία. Στις ενημερώσεις που έχουν γίνει, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν ο Ρόμπερτ Σούφερ, βοηθός υφυπουργός Αμυνας για θέματα πυρηνικής πολιτικής και αντιπυραυλικής Αμυνας, καθώς και η Ανίτα Φριντ, ασκούσα χρέη βοηθού υπουργού του Γραφείου Ελέγχου Εξοπλισμών, Ελέγχου και Συμμόρφωσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η συζήτηση έχει προχωρήσει σε βάθος. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο πρέπει πλέον να χρησιμοποιείται με περισσότερη ευελιξία. Επομένως, δεν πρέπει να περιορίζεται στην αποτροπή αλλά να επιτρέπει την κάλυψη των ΗΠΑ έναντι απρόβλεπτων καταστάσεων, όπως π.χ. η αποχώρηση της Ρωσίας από την INF. Απαιτούνται λοιπόν διαφορετικά σενάρια για διαφορετικές καταστάσεις, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να διατηρηθεί και να εκσυγχρονιστεί όλη η «πυρηνική τριάδα», ήτοι: οι χερσαίοι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ICBMs), οι βαλλιστικοί πύραυλοι που είναι εγκατεστημένοι σε υποβρύχια (SLBMs) και τα πυρηνικά βαρέα βομβαρδιστικά (nuclear-capable heavy bombers).

Διευρύνεται η χρήση πυρηνικών

Αυτό που φαίνεται ότι συνιστά τη δραματική αλλαγή όμως είναι ότι η πάγια δέσμευση προηγούμενων κυβερνήσεων ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιήσουν πρώτες πυρηνικά όπλα σε πολύ συγκεκριμένες και περιορισμένες περιστάσεις διευρύνεται σημαντικά. Πλέον, η ευρείας έκτασης καταστροφή υποδομών, όπως π.χ. τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών ή μια εκτεταμένη κυβερνοεπίθεση, μπορούν να δικαιολογήσουν την προσφυγή σε χρήση πυρηνικών όπλων. Σε μια εποχή που η έννοια του «υβριδικού πολέμου» αναδιαμορφώνει το διεθνές στρατηγικό περιβάλλον, τούτο συνιστά μείζονα τομή που θα επέτρεπε τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων για αντιμετώπιση «μη πυρηνικών στρατηγικών επιθέσεων», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην NPR. Η αμερικανική ανησυχία δεν είναι αβάσιμη, καθώς είναι γνωστό ότι, μεταξύ άλλων, η Μόσχα είχε αναπτύξει ένα κακόβουλο λογισμικό (malware) με την κωδική ονομασία «Black Energy» για να πλήξει δίκτυα κοινής ωφελείας στις ΗΠΑ και έχει στείλει υποβρύχια που μπορούν να κόψουν δίκτυα οπτικών ινών δίπλα σε αυτά, χωρίς όμως να τα καταστρέψουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του υποβρύχιου σκάφους «Kalitka» που μπορεί να φθάσει σε βάθος 6.000 μέτρων.
Η Ουάσιγκτον δεν αρκείται όμως μόνο σε μια ευρύτερη και πιο ευέλικτη χρήση του υπάρχοντος πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά σκέφτεται την ανάπτυξη και νέων πυρηνικών όπλων. Από την άποψη αυτή, η πολιτική των τριών «Οχι» (όχι νέες πυρηνικές κεφαλές, όχι νέες στρατιωτικές δυνατότητες και αποστολές για τα υφιστάμενα όπλα) υποχωρεί. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξετάζουν πολύ σοβαρά την ανάπτυξη δύο νέων πυρηνικών συστημάτων που θα μπορούν να χρησιμοποιούνται από υποβρύχια. Το πρώτο είναι μια νέα πυρηνική κεφαλή «χαμηλής απόδοσης» (low yield) που θα μπορεί να τοποθετηθεί στους πυραύλους Trident και εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμη εντός της επόμενης διετίας. Το δεύτερο αφορά την κατασκευή ενός νέου πυραύλου τύπου cruise, που είχε αποσυρθεί το 2010. Η επιλογή της χρησιμοποίησης των υποβρυχίων σημαίνει ότι οι Αμερικανοί δεν χρειάζονται την έγκριση άλλων κρατών για την εγκατάσταση των συστημάτων αυτών, ενώ η ανάπτυξή τους δεν παραβιάζει τις υφιστάμενες συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών. Εκτιμάται ότι η αναμόρφωση του αμερικανικού οπλοστασίου θα ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για τα επόμενα 30 χρόνια.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο υπουργός Αμυνας Τζέιμς Μάτις στην εισαγωγή της NPR, η Ρωσία υιοθετεί «στρατιωτικές στρατηγικές και δυνατότητες που βασίζονται στην πυρηνική κλιμάκωση για την επιτυχία τους». Οι αμερικανικές ανησυχίες για τις τεχνολογικές προόδους της Ρωσίας υπό την προεδρία του Βλαντίμιρ Πούτιν είχαν εκδηλωθεί ήδη επί εποχής Ομπάμα. Οπως έγραψε πρόσφατα στους «New York Times» ο Ντέιβιντ Σάντζερ, ίσως ο κορυφαίος δημοσιογράφος διεθνώς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, η Μόσχα έχει ξεκινήσει τις δοκιμές για μια αυτόνομη πυρηνική τορπίλη, που θα καθοδηγείται με μεθόδους τεχνητής νοημοσύνης. Το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι το πρωτότυπο αυτού του όπλου είχε σχεδιαστεί τη δεκαετία του 1960 από τον διάσημο φυσικό Αντρέι Ζαχάροφ, που αργότερα υπήρξε ένας από τους διασημότερους αντιφρονούντες. Στην NPR, το όπλο αυτό περιγράφεται ως «μια νέα, διηπειρωτική πυρηνική αυτόνομη τορπίλη» με κωδικό όνομα «Status-6».

Η αντιπυραυλική άμυνα και η συνθήκη INF

Οι προτάσεις για την κατασκευή νέων όπλων τροφοδοτούνται, όπως φαίνεται, από την αντίστοιχη κινητικότητα της Ρωσίας. Οι αμερικανικές ανησυχίες προέρχονται, σύμφωνα με νατοϊκές πηγές, από την ανάπτυξη, ήδη από το 2014, ενός νέου πυραυλικού συστήματος τύπου cruise (η αμερικανική κωδική ονομασία είναι SSC-8 και η ρωσική 9Μ729) που σύμφωνα με την Ουάσιγκτον έχει βεληνεκές μεγαλύτερο των 500 χιλιομέτρων, το οποίο είναι το ελάχιστο όριο υπαγωγής στη συνθήκη INF (σε αυτή προβλέπεται η καταστροφή όλων των χερσαίων πυραύλων και των πυραύλων τύπου cruise με βεληνεκές μεταξύ 500-5.500 χιλιομέτρων). Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, ισχυρίζονται ότι είναι οι Αμερικανοί που παραβιάζουν τη συνθήκη, με τους τελευταίους να εκτιμούν ότι η Μόσχα επιδιώκει να τους ωθήσει να την εγκαταλείψουν πρώτοι. Υπενθυμίζεται ότι επί προεδρίας Τζορτζ Μπους νεότερου οι ΗΠΑ είχαν αποσυρθεί από τη συνθήκη απαγόρευσης αντιβαλλιστικής άμυνας (ΑΒΜ).

Η ρωσική κινητικότητα δεν είναι φυσικά η μόνη που απασχολεί τους Αμερικανούς. Η πρόοδος που έχει σημειώσει η Βόρεια Κορέα τόσο στο πυρηνικό όσο και στο πυραυλικό της πρόγραμμα, προκαλώντας μάλιστα την ανταλλαγή σφοδρών ρητορικών πυρών μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Κιμ Γιονγκ Ουν, οδηγεί σε αναπροσαρμογές στην αρχιτεκτονική της αντιβαλλιστικής άμυνας. Επί προεδρίας Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υιοθετήσει μια στρατηγική τεσσάρων σταδίων για την ανάπτυξη της αντιβαλλιστικής άμυνας που στην πορεία μειώθηκαν σε τρία. Το πρώτο προέβλεπε την ανάπτυξη ενός στόλου πολεμικών σκαφών που φέρουν το υπερσύγχρονο σύστημα Aegis, το δεύτερο την εγκατάσταση αντιπυραυλικής βάσης στη Ρουμανία και το τρίτο την εγκατάσταση ανάλογης βάσης στην Πολωνία. Τα δύο πρώτα έχουν ολοκληρωθεί και το τρίτο αναμένεται να είναι επιχειρησιακά έτοιμο εντός του 2018.
Ο πρόεδρος Τραμπ ζήτησε πρόσφατα από το Κογκρέσο την εκταμίευση ποσού 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων με σκοπό την παραγωγή περισσότερων βαλλιστικών πυραύλων SM-3, την ενίσχυση του συστήματος THAAD (για άμυνα σε μεγάλα ύψη), αλλά και την ανάπτυξη περισσότερων συστημάτων εντοπισμού και αναχαίτισης (GBIs). Ο σκοπός των Αμερικανών είναι ως το 2030 να έχει διευρυνθεί η γκάμα επιλογών με βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον πολλαπλών στόχων, με ανάπτυξη αισθητήρων στο διάστημα, ακόμη και με τη χρήση λέιζερ από μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAVs)! Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι μέχρι ποιο σημείο μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να αυξήσουν τον αμυντικό τους προϋπολογισμό για να καλύψουν το υπέρογκο κόστος αυτών των σχεδίων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ