To μότο «συμφιλίωση αντί για διχασμό» του Γιοχάνες Ράου, πρώην προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και μέλους του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, είναι αυτές τις ημέρες πιο επίκαιρο από ποτέ. Οι 600 σύνεδροι του SPD αποφασίζουν σήμερα στη Βόννη για τον δρόμο που θα ακολουθήσουν το κόμμα αλλά και η χώρα. Οι εναλλακτικές είναι ουσιαστικά δύο. Να αποδεχθούν το «εξαιρετικό», όπως το χαρακτήρισε ο επικεφαλής τους Μάρτιν Σουλτς, αποτέλεσμα των διερευνητικών συζητήσεων και να εγκρίνουν την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων συγκρότησης νέου μεγάλου συνασπισμού με την Ενωση Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών. Ή να υποκύψουν στον σκεπτικισμό και να γυρίσουν την πλάτη στην κυβέρνηση συνασπισμού, οδηγώντας τη χώρα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία σε πρόωρες εκλογές, παρατείνοντας την πολιτική αβεβαιότητα. Το σενάριο συγκρότησης κυβέρνησης μειοψηφίας θεωρείται λιγότερο πιθανό.
Οι Σοσιαλδημοκράτες είναι διχασμένοι. Το δίλημμά τους συνοψίζεται σε πρόσφατη δήλωση της Αντρεα Νάλες, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής τους ομάδας στο Bundestag: «Θέλουμε να μετατρέψουμε αυτή τη διαφωνία σε νέες πολιτικές για τους πολίτες της χώρας μας ή θέλουμε νέες εκλογές;». Οποια απόφαση και αν ληφθεί, θα είναι καθοριστική για το μέλλον του SPD, το οποίο έχει εγκλωβιστεί και με δική του ευθύνη σε πολιτικό αδιέξοδο. «Το SPD είναι εδώ και καιρό συνώνυμο της ενδοσκόπησης. Οι Σοσιαλδημοκράτες πρέπει τώρα να αναρωτηθούν εάν το περήφανο κόμμα τους έχει μολυνθεί από τον ιό της αυτοκαταστροφής» επισημαίνει ο Τζιοβάνι ντι Λορέντσο, διευθυντής της «Zeit».

Δεν κάνει τη διαφορά

Ο μεγάλος συνασπισμός, το δημοφιλέστερο μέχρι πρότινος κυβερνητικό σχήμα στη Γερμανία, έχει δαιμονοποιηθεί. Ο καταποντισμός των Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές του Σεπτεμβρίου αποδίδεται συχνά στη φθορά που προκάλεσε η συμμετοχή του σε αυτό το κυβερνητικό σχήμα. Αυτό είναι κατανοητό, στην πραγματικότητα, ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα του κόμματος ήταν και παραμένει το περιεχόμενο του προγράμματός του και ο τρόπος που το επικοινωνεί. Η ασάφεια που το χαρακτηρίζει, εμποδίζει τη διαφοροποίησή του από αυτό της Ανγκελα Μέρκελ.
Ο Μάρτιν Σουλτς έχει αποκαλέσει την καγκελάριο «ηλεκτρική σκούπα ιδεών». Η Ανγκελα Μέρκελ όντως έχει υιοθετήσει πολλές από τις θέσεις του SPD, γι’ αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για ανάγκη στροφής του κόμματος προς τα αριστερά. Η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών επικρίνει τον καπιταλισμό, τάσσεται υπέρ της κατάργησης της ιδιωτικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ζητεί την υποδοχή μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων, λιγότερη Γερμανία, περισσότερη Ευρώπη. Ολα εδώ και τώρα. «Σε τι είδους ουτοπία ζουν αυτοί που τα ζητούν όλα αυτά; Πιστεύει κανείς ότι η πλειονότητα των Γερμανών ταυτίζεται με μια τέτοια πραγματικότητα;» διερωτάται ο Ντι Λορέντσο.
Η παρουσία της Κεντροαριστεράς στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είναι η ισχνότερη των τελευταίων δεκαετιών. Το SPD, οι Πράσινοι και η Αριστερά συγκεντρώνουν μόλις 38,6%. Κάποτε μπορούσαν να σχηματίζουν ομοσπονδιακές κυβερνήσεις, τώρα κυριαρχεί η παρουσία της Κεντροδεξιάς. Οποιος πιστεύει ότι η λύση είναι η εφαρμογή «περισσότερης κόκκινης πολιτικής», όπως έχουν επισημάνει εσχάτως υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος –ανάμεσά τους και ο Σουλτς –δεν αντιλαμβάνεται ότι υποκινείται από αντίδραση στην επιτυχία της Κεντροδεξιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Αριστερά και η Δεξιά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. «Στη Γερμανία δεν λείπει ούτε η Αριστερά ούτε η Δεξιά. Πειστικές πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου λείπουν» τονίζει ο Ντι Λορέντσο.

Αντίσταση στο κατεστημένο

Πολλά στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών αισθάνονται ότι το προσχέδιο της συμφωνίας για συγκρότηση μεγάλου συνασπισμού που προέκυψε από τις διερευνητικές συζητήσεις απέχει πολύ από βασικές θέσεις του κόμματος, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το ήδη τραυματισμένο προφίλ του. Εκφραστής αυτής της τάσης είναι ο ραγδαία ανερχόμενος επικεφαλής των Jusos, της νεολαίας του κόμματος, Κέβιν Κίνερτ, ο οποίος περιόδευσε εν όψει του συνεδρίου σε όλη τη χώρα στο πλαίσιο της εκστρατείας «NoGroKo» («Οχι στον μεγάλο συνασπισμό»). Ο Κίνερτ ενσαρκώνει την ανυπακοή στην ηγεσία, την αντίσταση στο κομματικό κατεστημένο. Μιλά για όλα τα αιτήματα του SPD που, πράγματι, δεν ικανοποιήθηκαν στις διερευνητικές. Πού είναι η «νέα πολιτική», το «νέο ύφος» που υποσχόταν έναν χρόνο πριν ο Μάρτιν Σουλτς; Πού πήγε η κατηγορηματική άρνησή του να συνεργαστεί εκ νέου με τη Χριστιανική Ενωση και η αποφασιστικότητά του να της ασκήσει σκληρή αντιπολίτευση –στάση με την οποία τη βραδιά των εκλογών προκάλεσε τόση ευφορία στους Σοσιαλδημοκράτες ώστε κατάφερε να αμβλύνει προσωρινά ακόμη και το πλήγμα του ιστορικού χαμηλού που σημείωσαν τα ποσοστά του κόμματος. Τέτοιου είδους ευλογοφανή ερωτήματα τίθενται από τον Κίνερτ και χιλιάδες άλλα μέλη του κόμματος.
Περιοδεία στα κρατίδια έκανε και ο Μάρτιν Σουλτς προκειμένου να πείσει τις περιφερειακές οργανώσεις να ψηφίσουν «Ναι». Το μεγάλο στοίχημα είναι το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, από το οποίο προέρχονται οι 144 εκ των 600 συνέδρων, το 1/4 περίπου του συνόλου. Τα «Οχι» των οργανώσεων του Βερολίνου και της Σαξονίας-Ανχαλτ θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν τη γενέτειρα του επικεφαλής του κόμματος. Η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι στις διερευνητικές ο Σουλτς έκανε πολλούς συμβιβασμούς, ότι δεν έκανε καλή διαπραγμάτευση.

Ανανέωση και «πάθος για ρεαλισμό»

Ο Σουλτς μπορεί να πείσει τους συνέδρους να εγκρίνουν τον ρεαλιστικό συνασπισμό, όχι όμως μέσω του ενθουσιασμού για το προσχέδιο. Αυτή η τακτική θα ήταν ανειλικρινής, αναξιόπιστη και αναποτελεσματική. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να καθησυχάσει τους συνέδρους, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση ότι στις διαπραγματεύσεις θα επιδιώξει βελτιώσεις επί του προσχεδίου και θα καταφέρει να υιοθετηθούν περισσότερες θέσεις του SPD. Ο Σουλτς πρέπει να τιμήσει τη δέσμευσή του να μη συμμετάσχει σε Υπουργικό Συμβούλιο υπό τη Μέρκελ ώστε να αποδείξει ότι δεν στηρίζει όψιμα τον μεγάλο συνασπισμό με γνώμονα τις προσωπικές του φιλοδοξίες, αλλά το καλό του κόμματος και της χώρας. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να επιδείξει ταπεινοφροσύνη, αρετή για την οποία υπερηφανεύονται οι Σοσιαλδημοκράτες. Μία ακόμη δύσκολη απόφαση είναι να ανακοινώσει ότι είναι μεταβατικός πρόεδρος του κόμματος και ότι στις επόμενες εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη προέδρου σε δύο χρόνια δεν θα θέσει νέα υποψηφιότητα.

Το SPD χρειάζεται ανανέωση σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού και προγράμματος. Ο πρώην επικεφαλής του και νυν υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, καθώς και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη που έχουν συνδεθεί με τον μεγάλο συνασπισμό της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου ίσως πρέπει να απομακρυνθούν. Ενας διευρυμένος διάλογος πρέπει να ανοίξει στους κόλπους του κόμματος, αλλά και της γερμανικής κοινωνίας. Αυτό, όμως, πρέπει να γίνει έχοντας «πάθος για ρεαλισμό», όπως είχε επισημάνει ο Χέλμουτ Σμιτ, αλλιώς κάθε προσπάθεια θα είναι μάταιη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ