«Η πολιτική δεν είναι πια η τέχνη του συμβιβασμού, αλλά η τέχνη της σύγκρουσης». Η σύντομη πρόταση του 64χρονου δημοσιογράφου Μάικλ Γουλφ διατυπώνεται στις πρώτες σελίδες του «Fire and Fury» (εκδ. Henry Holt), του βιβλίου που προκάλεσε σάλο με την έκδοσή του στις ΗΠΑ στις 5 Ιανουαρίου, αφενός εξαιτίας της εικόνας πλήρους ερασιτεχνισμού και αλληλοσπαραγμού στο εσωτερικό του Λευκού Οίκου, αφετέρου λόγω του απονενοημένου διαβήματος του Ντόναλντ Τραμπ να επιχειρήσει να αποτρέψει την έκδοσή του με ένδικα μέσα. Η παρατήρηση χάνεται αρχικά μέσα στον ορυμαγδό υπαινιγμών, καταγγελιών, ειρωνειών, ύβρεων, αποκαλύψεων, συγκαλύψεων, αληθειών και αναληθειών που όλοι οι πρωταγωνιστές του δράματος, από τα υψηλόβαθμα στελέχη Στιβ Μπάνον και Ρέινς Πρίμπους ως τους Τζάρεντ Κούσνερ και Ιβάνκα Τραμπ, την «αγία οικογένεια», εκτοξεύουν ο ένας προς τον άλλον συνθέτοντας ένα αν μη τι άλλο απολαυστικό ανάγνωσμα για την αλαζονεία της ανοησίας.

Εγωκεντρικός και συγκρουσιακός

Αποτελεί όμως την πιο μεστή πολιτική παρατήρηση για την κατάληξη δύο δεκαετιών κομματικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια χώρα που η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία δεν ξεπερνά κατά πολύ το 50% σημασία έχει να συγκινείς όχι τη χαλαρή πλειοψηφία, αλλά μια σκληρή μειοψηφία της κοινής γνώμης. Και η σύγκρουση το εγγυάται αυτό πολύ περισσότερο από τον συμβιβασμό.
Το ίδιο, βέβαια, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ισχύει και για τον στενό κύκλο της εξουσίας: η σύγκρουση απαιτεί διαιτησία και ο απόλυτος διαιτητής κατέχει την απόλυτη εξουσία. Διαισθητικά, ο Ντόναλντ Τραμπ, όντας η ενσάρκωση του εγωκεντρισμού, μια «προσωπικότητα δίχρονου παιδιού», όπως γράφει ο Γουλφ, προσέγγισε τον μόνο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να ανέλθει και να επιβιώσει στο ανώτατο αξίωμα –υποθάλποντας αντιπαραθέσεις, διενέξεις, διαμάχες με το πρόσωπό του στο επίκεντρο.

Η αυτοπεποίθηση της… ήττας

Η Αμερική σήμερα είναι μια δημοκρατία της σύγκρουσης, όχι της συναίνεσης. Μια δημοκρατία όπου η οικονομική και κοινωνική ανισότητα διευρύνεται, ο ρατσισμός γεννά ως απάντηση το κίνημα «Black Lives Matter» και προΐσταται ένας άνθρωπος ανερμάτιστος, ανίκανος, απροετοίμαστος και αδιάφορος για την προεδρία.
Ενα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία του βιβλίου του Γουλφ είναι ο ισχυρισμός ότι ο 45ος πρόεδρος και οι σύμβουλοί του δεν σχεδίαζαν την εκστρατεία τους με στόχο τη νίκη: το απόγευμα της ημέρας των εκλογών «ούτε ο Τραμπ ούτε ο γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ, ο ουσιαστικός επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας […], αμφέβαλαν ότι η απρόσμενη περιπέτειά τους σύντομα θα τελείωνε. Η βεβαιότητα της ήττας ήταν αυτή που τους είχε επιτρέψει εξ αρχής να λειτουργήσουν χωρίς φραγμούς: «ο υποψήφιος και οι επιτελείς του πίστευαν ότι μπορούσαν να έχουν όλα τα προνόμια που μπορεί να έχει κανείς όντας σχεδόν πρόεδρος, χωρίς να αλλάξουν στο ελάχιστο τη συμπεριφορά ή τη θεμελιώδη κοσμοθεωρία τους. Δεν χρειάζεται να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε γιατί, βεβαίως, δεν θα κερδίσουμε».
Ο Τραμπ υπολόγιζε σε μια άλλου είδους νίκη, μια νίκη διά της ήττας: όπως έλεγε στον φίλο του και πρώην ισχυρό άνδρα του υπερσυντηρητικού καναλιού Fox, Ρότζερ Εϊλς, «θα έβγαινε από αυτή τη διαδικασία με ένα πολύ πιο δυνατό brand και ανείπωτες ευκαιρίες». Επιπλέον, είχε ήδη έτοιμη την τέλεια δικαιολογία για την απώλεια της εκλογής: είχε κλαπεί από τους αντιπάλους. Κατά συνέπεια, η νίκη ήταν ένα σοκ –και μάλιστα αρνητικό. Στον απόηχο της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων ο μελλοντικός πρόεδρος «έμοιαζε σαν να είχε δει φάντασμα»: «ένας ζαλισμένος Τραμπ μεταμορφώθηκε διαδοχικά σε έναν δύσπιστο και εν συνεχεία σε έναν τρομοκρατημένο Τραμπ». Ωστόσο, κατά τον Μάικλ Γουλφ, η ρίζα όλων των μετέπειτα προβλημάτων προέκυψε αργότερα την ίδια ημέρα, όταν, σε μία ακόμη απότομη μεταστροφή, έπεισε τον εαυτό του «ότι και άξιζε και ήταν απόλυτα ικανός για το αξίωμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών».

Ο ανερμάτιστος πρόεδρος

Αν το βιβλίο εκθέτει κάτι σε όλο του το μεγαλείο, αυτό είναι ο παντελώς ακατάλληλος για άσκηση εξουσίας χαρακτήρας του προέδρου. Πέρα από τις φοβίες (όπως αυτή της δηλητηρίασης που τον κάνει να αποζητά τη σιγουριά των έτοιμων γευμάτων των McDonald’s), τον έκδηλο μισογυνισμό, τον ενδεχόμενο ρατσισμό, την παθολογική ανάγκη να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής όλων, τη συστηματική αδιαφορία για όσα λέει ο εκάστοτε συνομιλητής του, την κολακεία προς όσους θεωρεί χρήσιμους (που μετατρέπεται σε κακολογία αμέσως μόλις πάψουν να του χρησιμεύουν), την ενστικτώδη απέχθεια προς όσους θεωρούνται έξυπνοι, τη μόνιμη δίψα για να αναδεικνύεται ή, έστω να φαίνεται νικητής, χωρίς όμως «σκέψη, σχέδιο ή σαφή στοχοθεσία», το πιο επικίνδυνο ελάττωμά του είναι η άγνοια.
Η πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου Κέιτι Γουόλς τον περιγράφει ως άνθρωπο που «δεν προσλαμβάνει πληροφορίες με τον συμβατικό τρόπο –ή κατά κάποιον τρόπο δεν προσλαμβάνει καθόλου πληροφορίες». Επικοινωνεί με την πραγματικότητα μόνο μέσω της τηλεόρασης. Δεν διαβάζει, δεν ξεφυλλίζει, δεν είναι διατεθειμένος να ενημερωθεί από οποιονδήποτε άλλον, δεν παραμένει συγκεντρωμένος σε κάποιον ή κάτι παρά ελάχιστα. Δεν διαθέτει συγκεκριμένη ιδεολογία, αλλά «ένα σύνολο πεποιθήσεων και παρορμήσεων, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στο μυαλό του από πολλά χρόνια, κάποιες από αυτές είναι αρκούντως αντιφατικές μεταξύ τους και ελάχιστες ταιριαστές με οποιαδήποτε νομοθετική ή πολιτική σύμβαση ή φόρμα». Επιπλέον, όλοι οι στενοί συνεργάτες του παραδέχονται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ διακρίνεται από ακραία κυκλοθυμία, στα όρια της διανοητικής διαταραχής: «Στη διάρκεια του φάσματος μιας ημέρας δυσμενών πολιτικών εξελίξεων μπορούσαν να υπάρχουν στιγμές παραλογισμού, όπως όλοι παραδέχονταν».

Λύση σε κάθε πρόβλημα η άμεση απόλυση

Με ποιον τρόπο ασκεί ένας τέτοιος ηγέτης την εξουσία; Ερασιτεχνικά. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της διαδικασίας επιλογής συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας. Ο Τραμπ εντυπωσιάζεται από τον διευθυντή της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Γουέστ Πόιντ γιατί έχει «το σωστό ύφος». Ο στρατηγός αρνείται. Ο επόμενος κατά σειρά υποψήφιος είναι επίσης στρατηγός, ο Χέρμπερτ Μακμάστερ. «Τον σκυλοβαριέμαι» δηλώνει ο Τραμπ μετά την πρώτη τους συνάντηση. «Μοιάζει με πωλητή μπίρας» αποφαίνεται μετά τη δεύτερη, ωστόσο συναινεί στον διορισμό του. «Το βέβαιο είναι ότι τα πάει καλά με τον Τύπο», σχολιάζει μετά από μια επιτυχημένη τηλεοπτική εμφάνισή του και αυτοσυγχαίρεται για την καλή του επιλογή. Σε μερικούς μήνες θα μηχανεύεται τρόπους απόλυσής του –άλλωστε «η ενστικτώδης αντίδραση του προέδρου σε κάθε πρόβλημα είναι η άμεση απόλυση κάποιου».
Ο Γουλφ επισημαίνει εξ αρχής ότι με την εξαίρεση ορισμένων επαγγελματιών πολιτικών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (ο πρώτος προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Ρέινς Πρίμπους, ο πρώτος εκπρόσωπος Τύπου, Σον Σπάισερ), κανείς στον στενό κύκλο του προέδρου δεν είχε προηγούμενη εμπειρία πολιτικής θέσης. Ως εκ τούτου, προέκυψε μια τριχοτόμηση σε ζώνες επιρροής που εξέφραζαν ο αστέρας της «εναλλακτικής Δεξιάς» και επικεφαλής στρατηγικής Στιβ Μπάνον, ο θεσμικός εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικανών Πρίμπους και το ζεύγος Τζάρεντ Κούσνερ και Ιβάνκα Τραμπ. Πολιτικά, ο Μπάνον μιλούσε εκ μέρους μιας αναδυόμενης Ακροδεξιάς επιζητώντας τη ριζική «απορρύθμιση του διοικητικού κράτους», ο Πρίμπους αντιπροσώπευε το βαθιά συντηρητικό κόμμα που ονειρευόταν την ανάκληση του Obamacare, τα «παιδιά» την κεντρώα ατζέντα της επιχειρηματικής καινοτομίας που υπαγόρευε η ταύτισή τους με τους πλούσιους «Δημοκρατικούς της Goldman Sachs». Για τον Τραμπ η συνύπαρξη και οι αντικρουόμενες επιδιώξεις όλων αυτών δεν συνιστούσαν αντίφαση: ο Μπάνον ήταν ο «διανοούμενος» με τις δραστικές λύσεις που τον συγκινούν ως ιδέες, ο Πρίμπους ο σύνδεσμος με την κοινοβουλευτική ηγεσία, η κόρη και ο γαμπρός του τα έμπιστα μέλη της οικογένειας. «Στυλιστικές, χαρακτηρολογικές και φιλοσοφικές διαφορές», αλλά κυρίως «η απουσία οργανωτικού χάρτη ή ιεραρχικής αλυσίδας», οδήγησαν σε αυτό που ο Γουλφ αποκαλεί «εκτελεστική παράλυση».

Φατριαστικός αλληλοσπαραγμός

Η «εκτελεστική παράλυση» ήταν συνέπεια του ακήρυκτου πολέμου μεταξύ των τριών φατριών. Οι επιτελείς τους λειτουργούσαν ως τρία διαφορετικά γραφεία Τύπου αφοσιωμένα στα συμφέροντα των ανωτέρων τους: ο Γουλφ κάνει λόγο για δημιουργία πρωτογενών και δευτερογενών δικτύων διαρροών που σε καθημερινή βάση προωθούσαν στα μέσα ενημέρωσης επιβλαβείς για τους άλλους πληροφορίες. Μία από τις χειρότερες στιγμές της σύρραξης αποτελεί η λεκτική επίθεση του Μπάνον κατά της διευθύντριας Στρατηγικής Επικοινωνίας Χόουπ Χικς, με αφορμή διαρροές σε βάρος του: κατηγορώντας την ότι ουσιαστικά εργαζόταν για τον Τζάρεντ και την Ιβάνκα, όχι τον Λευκό Οίκο, «θα σε γ… κι εσένα και την ομαδούλα σου». Μπάνον, Πρίμπους και το ζεύγος των νεότερων Τραμπ είχαν την ίδια πρόσβαση στον πρόεδρο, χωρίς εσωτερικές διαβαθμίσεις, και τις ίδιες τακτικές χειρισμού του. Ολοι ήθελαν να είναι οι τελευταίοι άνθρωποι στο δωμάτιο μαζί του προκειμένου να τον επηρεάσουν, όλοι επιζητούσαν να καθυστερήσουν τη λήψη αποφάσεων: «ένα ισοδύναμο ή και μεγαλύτερο φιάσκο θα ερχόταν και θα απέτρεπε το τρέχον φιάσκο».
Η πολεμική αυτή καθαυτή δεν ενοχλούσε τον Τραμπ, εφόσον ο ίδιος είχε σε κάθε περίσταση τον τελευταίο λόγο. Δεν είναι τυχαίο ότι ούτε ο Πρίμπους ούτε ο Μπάνον απολύθηκαν τελικά, παρά τα θρυλούμενα, αλλά παραιτήθηκαν, ο μεν απηυδισμένος, ο δε ως κίνηση τακτικής σε μια στιγμή που είχε χάσει την εύνοια του προέδρου. Το κυνήγι της προσωπικής προβολής επίσης δεν τον προβλημάτιζε. «O καθένας ήθελε τα δεκαπέντε λεπτά που του αναλογούσαν και όλοι διέθεταν ένα γραφείο Τύπου για τη στιγμή που θα τα κέρδιζαν. Αν δεν κατόρθωνες να προβληθείς ευθέως, προσέφευγες στις διαρροές. Κατά τον Τραμπ, δεν υπήρχαν τυχαίες ειδήσεις. Ολες οι ειδήσεις χειραγωγούνταν, σχεδιάζονταν, οργανώνονταν και τοποθετούνταν. Ολες οι ειδήσεις ήταν ως έναν βαθμό ψευδείς –κάτι που αντιλαμβανόταν πολύ καλά, μια και τις είχε κατασκευάσει ο ίδιος πλείστες όσες φορές στην καριέρα του. Γι’ αυτό και του άρεσε τόσο η ετικέτα «fake news»». Αν κάπου τραβούσε μια γραμμή, έπειτα από αμφιταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις, αυτή αφορούσε την προστασία της οικογένειας: εξ ου και από τον πόλεμο του Λευκού Οίκου επιβίωσε τελικά η «ομαδούλα» του Τζάρεντ και της Ιβάνκα, έστω και με μειωμένη ισχύ, από τη στιγμή που και οι δύο φοβούνται την εμπλοκή των οικονομικών τους δοσοληψιών στην έρευνα για τις ρωσικές διασυνδέσεις του προέδρου που ερευνά ο ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μιούλερ.

Η «ηλίθια σαν τούβλο»», ο «Ρασπούτιν», ο «ανόητος» και το «ζώον»

Σε αυτόν τον μικρόκοσμο περισσεύουν η υπερεκτίμηση του εαυτού και η έλλειψη εκτίμησης για τους άλλους. Κυριότερη ίσως πηγή του Μάικλ Γουλφ, ο Στιβ Μπάνον αυτοαποκαλούνταν συχνά-πυκνά «πρόεδρος Μπάνον». Με περισσή μετριοφροσύνη ο Τζάρεντ Κούσνερ ισχυριζόταν ότι θα έφερνε «την ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Η Ιβάνκα Τραμπ διόρθωνε τον Ρέινς Πρίμπους, όταν της επεσήμαινε ότι στην ουσία ήταν απλό στέλεχος του Λευκού Οίκου, λέγοντας «στέλεχος-πρώτη θυγατέρα». Ο Μπάνον γνωμάτευε ότι η Ιβάνκα ήταν «ηλίθια σαν τούβλο». Το ζεύγος Τζάρεντ και Ιβάνκα θεωρούσε τον Μπάνον «πιο διαβολικό κι από τον Ρασπούτιν». Στις τηλεφωνικές συνομιλίες στις οποίες επιδιδόταν με πλούσιους φίλους του μετά το δείπνο, στο τέλος της προεδρικής ημέρας, ο Τραμπ είχε έναν κακό λόγο για όλους: «ο Μπάνον δεν ήταν πιστός (και η εμφάνισή του ήταν χάλια). Ο Πρίμπους ήταν αδύναμος χαρακτήρας (και κοντός-νάνος). Ο Κούσνερ ήταν γλείφτης. Ο Σπάισερ ήταν ηλίθιος (και χάλια)». Στενοί συνεργάτες του τού ανταπέδιδαν τα εύσημα – σε ιδιωτικές, εννοείται, συζητήσεις: για τον υπουργό Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, ήταν «παντελώς ηλίθιος», για τον υπουργό Οικονομικών, Στιβ Μνούτσιν, και τον Ρέινς Πρίμπους «ανόητος», για τον Χέρμπερτ Μακ Μάστερ «ζώον».

Απολαυστικό ως χρονικό απόλυτης ακυβερνησίας, το βιβλίο παρ’ όλα αυτά δεν είναι πολιτικό με τον τρόπο που ήταν, για παράδειγμα, τα αντίστοιχα έργα του Μπομπ Γούντγουορντ για τον Λευκό Οίκο του Τζορτζ Μπους. Ο Μάικλ Γουλφ βέβαια δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός συντάκτης. Για πολλά χρόνια αρθρογράφος του «Vanity Fair», είναι ένας βραβευμένος δημοσιογράφος με ανορθόδοξες μεθόδους: «καίει» πηγές, ακυρώνει το «off the record», αρέσκεται στις ιμπρεσιονιστικές αφηγήσεις που αποδίδουν συνολικά τη σωστή εικόνα, αν και επιχρωματίζοντας τις λεπτομέρειές της, σύμφωνα με όσα έγραφε στο «The Atlantic» στις 8 Ιανουαρίου η Μισέλ Κότλερ. Φρόντισε όμως να τονίσει ότι ο Γουλφ δεν επιδίδεται στη μυθοπλασία. Από την άλλη πλευρά, τα περισσότερα ρεπορτάζ από τον στενό κύκλο του Ντόναλντ Τραμπ που βλέπουν το φως στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης επιβεβαιώνουν ότι στον Λευκό Οίκο σήμερα δεν παράγεται και πολλή πολιτική. Η δόμηση του αφηγήματος του Γουλφ με τους κανόνες του «Vanity Fair», την εστίαση στα πρόσωπα και τα δηλητηριώδη σχόλια προς αλλήλους, δεν είναι, κατά συνέπεια, αταίριαστη προς το θέμα. Αν η προσέγγιση μοιάζει ανοίκεια για βιβλίο με θέμα το προεδρικό αξίωμα σε βαθμό ώστε ο άνκορμαν του CNN, Ντον Λέμον, να ρωτά ευθέως τον Γουλφ στις 9 Ιανουαρίου αν πρόκειται για δημοσιογραφία ή κουτσομπολιό, είναι η ποιότητα του λόγου και της συμπεριφοράς των προσώπων που παραπέμπει σε κάτι τέτοιο.

Ωστόσο, όπως σημειώσαμε και στην αρχή, πολιτικά ψήγματα ανακύπτουν κατά την ανάγνωση. Ο επίλογος του Γουλφ ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ότι ο δρόμος που χάραξε ο Τραμπ έχει μέλλον, αν και όχι αναγκαστικά για τον ίδιο. Η πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ και εκλεκτή της οικογένειας για μελλοντική υπουργός Εξωτερικών μετά την αναπόφευκτη έξωση του Ρεξ Τίλερσον, Νίκι Χάλεϊ, πλασάρεται ως φορέας ενός «τραμπισμού» με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Στιβ Μπάνον, μετά την προφητεία του ότι ο πρόεδρος έχει από 33% πιθανότητες να καθαιρεθεί, να παραιτηθεί ή να ολοκληρώσει τη θητεία του, δηλώνει ηγέτης του «εθνικιστικού-λαϊκιστικού κινήματος», με άλλα λόγια ενός σκληροπυρηνικού «τραμπισμού» και προετοιμάζει από τώρα την υποψηφιότητά του για τις προεδρικές εκλογές του 2020. Μένει να φανεί αν η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ θα αφήσει ως τότε κάτι όρθιο από τη δυναμική που την εξέθρεψε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ