Ένας ομοσπονδιακός δικαστής στις ΗΠΑ δήλωσε ότι θα πρέπει να διαβάσει τα υπηρεσιακά σημειώματα του πρώην διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ σχετικά με τις επικοινωνίες που είχε με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, πριν αποφασίσει εάν το υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να τα δημοσιοποιήσει.

Η απόφαση αυτή του δικαστή αφήνει να εννοηθεί ότι ο ίδιος, ίσως έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με την επιχειρηματολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης, για τη μη δημοσιοποίηση των σημειωμάτων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή του υπουργείου, εάν τα σημειώματα τελικά δημοσιοποιηθούν, τότε, ίσως προκύψει πρόβλημα με την έρευνα που διεξάγεται σχετικά με ενδεχόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, σχολιάζει το CNN.

Ο δικαστής Τζέιμς Μπόασμπεργκ στην Περιφέρεια της Κολούμπια, δήλωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να καταθέσει τα σημειώματα στο δικαστήριο, μέχρι την 18η Ιανουαρίου. Κατά την περίοδο της ανάγνωσής τους από τον ίδιο, θα παραμείνουν μυστικά, ενώ θα αποκλειστεί η πρόσβαση κάθε άλλης ενδιαφερόμενης πλευράς, σε αυτά.

Η δικαστική απόφαση συμβαδίζει με το δικαστικό αίτημα για την ελευθερία του Τύπου που έχει τεθεί από αμερικανικά ΜΜΕ, όπως, το CNN η εφημερίδα “USA Today,” η εφημερίδα “The Daily Caller” αλλά και δύο συντηρητικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (Judicial Watch, Freedom Watch). “Είναι ενθαρρυντικό ότι ο δικαστής Μπόασμπεργκ επέλεξε να εξετάσει ο ίδιος τα υπηρεσιακά σημειώματα του Κόμεϊ, αντί να αρκεστεί στις ένορκες διαβεβαιώσεις της αρμόδιας υπηρεσίας. Με δεδομένο το σημαντικό δημόσιο ενδιαφέρον για την αξία που έχουν τα έγγραφα αυτά, η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης κατά της δημοσιοποίησης τους, θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί με την μέγιστη προσοχή,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μπράντλεϊ Μος, δικηγόρος που εκπροσωπεί την εφημερίδα “USA Today” στην υπόθεση.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ από την πλευρά του, έχει υποστηρίξει ότι το FBI δεν θα πρέπει να προχωρήσει στην δημοσιοποίηση των σημειωμάτων, καθώς τα σημειώματα αυτά αποτελούν μέρος της ευαίσθητης έρευνας που διεξάγεται σχετικά με το ενδεχόμενο συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας, στην διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τις προεδρικές εκλογές του 2016.

Στις περισσότερες υποθέσεις που εκδικάζονται στις ΗΠΑ κι αφορούν ζητήματα σχετικά με την ελευθερία του Τύπου, η αμερικανική κυβέρνηση δεν φτάνει συνήθως στο σημείο να παρουσιάσει σε κάποιο δικαστή, τα έγγραφα που έχει στην διάθεσή της. Η όλη δικαστική διαδικασία στηρίζεται στην επιχειρηματολογία των πλευρών που αντιδικούν, αλλά και περιορίζεται στις ένορκες καταθέσεις των υπαλλήλων από τις υπηρεσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Τα υπηρεσιακά σημειώματα του Κόμεϊ βρέθηκαν στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος στις ΗΠΑ, από την στιγμή που ο πρώην διευθυντής του FBI, γνωστοποίησε την ύπαρξή τους, στην διάρκεια της κατάθεσης που έδωσε στην Γερουσία τον περασμένο Ιούνιο.

Ο Τραμπ προχώρησε στην αιφνιδιαστική αποπομπή του Κόμεϊ στις 9 Μαΐου του 2017. Σχεδόν μετά από έναν μήνα, ο Κόμεϊ αποκάλυψε ότι είχε γράψει τα υπηρεσιακά σημειώματα όταν ήταν διευθυντής του FBI και σχετικά με τις συναντήσεις και τις συζητήσεις που είχε με τον πρόεδρο Τραμπ για την πορεία της έρευνας για την Ρωσία. Την περίοδο εκείνη, την ευθύνη διεξαγωγής της αναφερόμενης έρευνας, είχε το FBI. Οι συζητήσεις αυτές, περιλαμβάνουν την συνάντηση κατά την οποία, ο Τραμπ ζήτησε την αποχώρηση των παρευρισκόμενων αξιωματούχων στην αίθουσα, πριν ρωτήσει τον Κόμεϊ εάν θα μπορούσε “να εγκαταλείψει την υπόθεση.” Την περίοδο εκείνη το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της υπόθεσης αυτής, εντοπίζονταν στην έρευνα για τον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικλ Φλιν και τις προεκλογικές τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον πρώην πρεσβευτή της Ρωσίας στις ΗΠΑ, Σεργκέι Κίσλιακ. Πρόσφατα, ο Φλιν παραδέχτηκε την ενοχή του, για ψευδορκία κι αναφορικά με την υπόθεση αυτή.

Στις ίδιες σημειώσεις, περιγράφεται και μία άλλη συνάντηση, αναφορικά με ένα προσωπικό δείπνο με τον Τραμπ που έγινε σε αίθουσα (Green Room) του Λευκού Οίκου.

Η αιφνιδιαστική αποπομπή του Κόμεϊ από τα καθήκοντα του, στην διεύθυνση του FBI προσδιόρισε όπως διαφαίνεται από την πορεία των μετέπειτα εξελίξεων τον διορισμό του ειδικού ανακριτή, Ρόμπερτ Μιούλερ, που ανέλαβε πλέον την ευθύνη διεξαγωγής της έρευνας για λογαριασμό του FBI. Ο διορισμός του, έγινε από τον Αμερικανό υφυπουργό Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν, καθώς ο υπουργός Τζεφ Σέσιονς έχει αυτοεξαιρεθεί από την έρευνα μετά την δημοσιοποίηση πληροφοριών για προεκλογικές επαφές του, με Ρώσους αξιωματούχους. Ο Μιούλερ, πέρα από τα ανακριτικά του καθήκοντα έχει και εισαγγελική δικαιοδοσία για την απαγγελία κατηγοριών κατά υπόπτων εφόσον εντοπίσει την διάπραξη ποινικών αδικημάτων και υπό την σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury). Μέχρι σήμερα, έχει γίνει απαγγελία κατηγοριών κατά του πρώην προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Πολ Μάναφορτ, του συνεργάτη του Ρίτσαρντ Γκέιτς, του πρώην σύμβουλου για θέματα εξωτερικής πολιτικής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Τζορτζ Παπαδόπουλου, αλλά και του Φλιν.

Ο Μιούλερ με δεδομένη την προηγούμενη εμπειρία που είχε στην διεύθυνση του FBI, προχώρησε στην χρονική εμβάθυνση της έρευνας πέραν της περιόδου της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 στις ΗΠΑ, δίνοντας έμφαση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες (πρώην) συνεργατών του Αμερικανού προέδρου στην Ρωσία. Παράλληλα κι αναφορικά με την αποπομπή του Κόμεϊ διερευνά το ενδεχόμενο παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης τόσο από τον πρόεδρο, όσο κι από στελέχη του Λευκού Οίκου.

Παρά το υψηλό οικονομικό κόστος που έχει η έρευνα του Μιούλερ από την έναρξή της μέχρι σήμερα, επικρατεί στην Ουάσινγκτον θετική εντύπωση τόσο για το εύρος που έχει λάβει, όσο και για την ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις συμπεριλαμβανομένου και του Λευκού Οίκου. Από την άλλη μεριά, προβληματισμό προκαλεί στα στελέχη του Λευκού Οίκου το ενδεχόμενο να βρεθούν αντιμέτωπα με υψηλές οικονομικές δαπάνες για την κάλυψη του κόστους της νομικής τους εκπροσώπησης, στην αναφερόμενη έρευνα. Την περίοδο αυτή, αρκετά στελέχη λαμβάνουν τις αποφάσεις τους για την συνέχιση ή μη της παραμονής τους, στον Λευκό Οίκο.

Παράλληλα με την έρευνα του Μιούλερ, βρίσκονται σε εξέλιξη τρεις έρευνες στο Κογκρέσο για το ίδιο ζήτημα (Επιτροπές για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Γερουσία και την Βουλή των Αντιπροσώπων, Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας). Οι έρευνες αυτές, αποβλέπουν στην ενημέρωση της αμερικανικής κοινής γνώμης σχετικά με την πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας στις εκλογές του 2016.

Στο μεταξύ, ο πρόεδρος Τραμπ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “The Wall Street Journal” υποστήριξε ότι θα πρέπει να επαινείται για την απόλυση του Κόμεϊ από το FBI επειδή “πολλά πράγματα αποκαλύπτονται για τον Κόμεϊ,” από την αποχώρησή του και μετά.

Σύμφωνα με τον Τραμπ, ο Κόμεϊ “αποδείχτηκε ότι πραγματοποιούσε διαρροές και ήταν ψεύτης.”

“Το λιγότερο, θα πρέπει να με επαινούν για την απόλυσή του, επειδή αποδείχτηκε ότι έπραξα σωστά,” δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος στην εφημερίδα.

Ο ίδιος, υποστηρίζει ότι δεν έγινε κάποιο λάθος στους χειρισμούς του. “Δεν υπήρξε παρεμπόδιση. Φυσικά και δεν υπήρξε παρεμπόδιση. Δεν υπάρχει κάποιο αδίκημα. Έτσι, τώρα λένε ότι θα μπορούσε να υπάρχει. Δεν έχω καν ακούσει ότι διερευνούν παρεμπόδιση. Δεν γνωρίζω να το ερευνούν. Μας πως θα μπορούσαν να το κάνουν; Συγνώμη, πρόκειται για τον πιο ανοιχτό διάλογο που έγινε ποτέ. Γνωστοποιώ τα πάντα. Είμαι ο πρώτος. Αυτό δεν είναι παρεμπόδιση.”

“Υπάρχει και κάτι άλλο, όλοι ήθελαν την απόλυση του Κόμεϊ,” τόνισε ο Τραμπ, σύμφωνα με την εφημερίδα.