Οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος στη Μέση Ανατολή και ο Πούτιν το καλύπτει σε τέτοιον βαθμό και με τόση επιτυχία που πολλοί τον βλέπουν σαν τον «νέο άρχοντα του αραβικού κόσμου». Ακόμη και πριν από την εμπρηστική απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, ο «τσάρος» είχε επεκτείνει την επιρροή του σε μια καυτή περιοχή που αποτελεί ταυτόχρονα ένα ζήτημα ασφαλείας, μια οικονομική ευκαιρία και, πάνω από όλα, μια πηγή γεωστρατηγικής ισχύος για τη Ρωσία.
Κάνοντας επίδειξη δύναμης με μια εντυπωσιακή μίνι περιοδεία στον απόηχο της κατακραυγής για τον Τραμπ, ο Πούτιν επισκέφθηκε μέσα σε μία ημέρα την περασμένη εβδομάδα τρεις χώρες –Συρία, Αίγυπτο και Τουρκία –σφραγίζοντας την επάνοδο της ρωσικής επιρροής.
Στη Συρία έκανε μια αιφνιδιαστική, πανηγυρική επίσκεψη στην αεροπορική βάση της Λατάκια. Στο πλευρό του Μπασάρ αλ Ασαντ, ανακοίνωσε την έναρξη της αποχώρησης «σημαντικού μέρους» των ρωσικών στρατευμάτων από τη χώρα, ανακοινώνοντας θριαμβευτικά ότι η «αποστολή εξετελέσθη». Στο Κάιρο συναντήθηκε με τον αιγύπτιο πρόεδρο Αλ Σίσι για την επισημοποίηση της σύμβασης κατασκευής του πρώτου αιγυπτιακού πυρηνικού σταθμού αξίας 21 δισ. δολαρίων. Στην Αγκυρα ο Πούτιν συναντήθηκε για όγδοη φορά από τις αρχές του χρόνου με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. «Τσάρος» και «σουλτάνος» εξέφρασαν κοινή οργή για την απόφαση του Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, τονίζοντας παράλληλα τη διμερή αμυντική συνεργασία με τη συμφωνία πώλησης ρωσικών πυραύλων αντιαεροπορικής άμυνας S-400 στην Τουρκία.
Οι προσπάθειες της Μόσχας να εξαπλωθεί σε όλη τη Μέση Ανατολή φαίνονται και στη σύγκλιση με τη Σαουδική Αραβία. Και οι δύο χώρες χρειάζονται η τιμή του πετρελαίου να ξεπεράσει τα 50 δολάρια το βαρέλι, με τη Ρωσία να επιθυμεί να υποστηρίξει τον προϋπολογισμό της πριν από τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2018 και τη Σαουδική Αραβία να θέλει απελπισμένα να χρηματοδοτήσει έναν δαπανηρό πόλεμο στην Υεμένη, να διατηρήσει τις κοινωνικές πρόνοιες για να αποφύγει εσωτερική αναταραχή και να υποστηρίξει την προγραμματισμένη αρχική δημόσια προσφορά της σημαντικότερης πετρελαϊκής εταιρείας της, της Saudi Aramco.
Η ρωσική διείσδυση φαίνεται και στο κύμα των ενεργειακών συμφωνιών που έχει υπογράψει ο Πούτιν τα τελευταία δύο χρόνια με πολλές χώρες της περιοχής. Η ρωσική εταιρεία Lukoil εκμεταλλεύτηκε την παραγωγή πετρελαίου στο κοίτασμα West Qurna στο Ιράκ, αλλά βρίσκεται σε διαπραγμάτευση για να επεκτείνει την παραγωγή της στο νεοανακαλυφθέν κοίτασμα Eridu. Επιπλέον, τέσσερις ρωσικές εταιρείες πετρελαίου έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για ευκαιρίες στη Συρία, μια επιχείρηση που καθοδηγείται τόσο από την πολιτική όσο και από το εμπορικό συμφέρον. Στο Ιράν, η Gazprom διαπραγματεύεται για να επενδύσει στα κοιτάσματα φυσικού αερίου North Pars και Farzad B.
Ολη αυτή η δραστηριότητα δείχνει ότι ο Πούτιν χρησιμοποιεί την ενεργειακή διπλωματία για να διαδραματίσει τον ρόλο του διαπραγματευτή μεταξύ των διαφόρων και εν πολλοίς αντιμαχόμενων πλευρών, κερδίζοντας κύρος και αξιοπιστία την ώρα που καταρρέει η επιρροή των ΗΠΑ του Τραμπ.
Η «ολική επαναφορά» της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, για πρώτη φορά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, οφείλεται κυρίως στην αποτελεσματική στρατιωτική επέμβαση της Μόσχας στη Συρία. Αλλά η εμπλοκή της επηρέασε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Αυτός ο νέος, αναβαθμισμένος ρόλος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή έχει καθοριστική σημασία για την υλοποίηση της στρατηγικής της Μόσχας με στόχο να καταστεί σημαντική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή.
Αναλαμβάνοντας στρατιωτική δράση στη Συρία το 2015, η Ρωσία ανέτρεψε την παλίρροια της Αραβικής Ανοιξης, πίσω από την οποία υποπτευόταν ότι βρισκόταν η Δύση και αρνήθηκε στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους την ευκαιρία να ρίξουν το καθεστώς του Ασαντ, το οποίο είχαν ήδη καταδικάσει ως μη νόμιμο. Ετσι, η δράση στη Συρία άνοιξε τον δρόμο για την επανένταξη της Ρωσίας στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χώρο. Στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου το γόητρο της Ρωσίας αυξήθηκε. Πέρα από τη Συρία και προς μεγάλη έκπληξη πολλών εξωτερικών παρατηρητών, η Μόσχα κατάφερε να εκμεταλλευθεί μάλλον με επιτυχία τους διάφορους διχασμούς που είναι τόσο συνηθισμένοι στη Μέση Ανατολή. Οι Ρώσοι παρέμειναν σε επαφή με όλους στην περιοχή, εκτός από τους θύλακες του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα, τους οποίους χτύπησαν με βόμβες και πυραύλους. Διατήρησαν στενές σχέσεις με τους Σαουδάραβες ακόμη και όταν έκλεισαν μια τακτική στρατιωτική συμμαχία με το Ιράν. Καλλιέργησαν σχέσεις τόσο με τους Κούρδους όσο και με τις κυβερνήσεις της Τουρκίας, τόσο με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ όσο και με το Ισραήλ.

Ζώνες επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης

Το ομολογούν ακόμη και στην Ουάσιγκτον: η Ρωσία επιστρέφει ως μεγάλη δύναμη στη Μέση Ανατολή, και είναι κοντά στο να ανακτήσει τη θέση που είχε μέχρι το 1973, όταν ο αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ γύρισε την πλάτη στη Σοβιετική Ενωση και στράφηκε στις ΗΠΑ.
Η συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Ιράν, η οποία ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία, έχει εδραιωθεί στη Συρία, προπύργιο της πάλαι ποτέ σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Οι δυο τους κράτησαν τον Μπασάρ αλ Ασαντ στην εξουσία, αλλάζοντας την πορεία των γεγονότων υπέρ του. Η Ρωσία βοήθησε επίσης το Ιράν να αναπτύξει τα πυρηνικά του προγράμματα, σφυρηλατώντας ισχυρούς στρατιωτικούς και οικονομικούς δεσμούς μαζί του. Σήμερα, η Ρωσία έχει παρουσία σε όλες σχεδόν τις πρώην ζώνες επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης, στη Συρία, στην Αίγυπτο, στο Ιράκ, στην Υεμένη, στη Λιβύη και στην Αλγερία, και στους μη άραβες μεγάλους παίκτες, το Ιράν και την Τουρκία.
Η Συρία είναι η έδρα της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Εκεί έχει το μοναδικό λιμάνι της στη Μεσόγειο, στην Ταρτούς, που υποστηρίζεται από την αεροπορική βάση στη Λατάκια. Η χώρα ήταν σοβιετικός σύμμαχος από το 1955, και έχει ωφεληθεί σημαντικά από τις ρωσικές ενισχύσεις σε όλους τους τομείς. Η επιβίωση του καθεστώτος Ασαντ, μετά τις εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης, πιστώνεται ευρέως στη στρατιωτική στήριξη του Πούτιν.
Η Ρωσία επηρεάζει επίσης την πολιτική της Αιγύπτου, όπου ο πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι ανατρέπει την κληρονομιά του Σαντάτ στρεφόμενος όλο και περισσότερο προς τη Μόσχα. Η αυξανόμενη προσέγγιση έχει εκδηλωθεί στις αμοιβαίες επισκέψεις των ηγετών, με συνομιλίες για στρατιωτική και πυρηνική συνεργασία, οικονομική βοήθεια και διπλωματικές ευθυγραμμίσεις.
Ο άλλος πρώην σύμμαχος των ΗΠΑ, το Ιράκ, φλερτάρει με τη Μόσχα εδώ και αρκετά χρόνια, κάτι που έχει εξοργίσει τον αμερικανό «απελευθερωτή». Αλλά οι Ιρακινοί έχουν προχωρήσει σε συμφωνίες με τους Ρώσους για πετρέλαιο και όπλα, και στη δημιουργία ενός κέντρου πληροφοριών για τον συντονισμό των επιχειρήσεων στη Συρία, μαζί με το Ιράν.
Η Αλγερία, από την άλλη πλευρά, δεν διέκοψε ποτέ τους δεσμούς με τη Ρωσία, και η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών παραμένει ισχυρή, ειδικά σε στρατιωτικό επίπεδο. Από τη σκοπιά του Αλγερίου, η δέσμευση της Μόσχας προς τον Ασαντ αποτελεί ένδειξη ότι η σχέση με τη Ρωσία είναι ασφαλέστερη από τη συμμαχία με τη Δύση.
Το πιο εντυπωσιακό; Η Ρωσία έχει έρθει κοντά με παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ. Η Τουρκία είναι το πιο διάσημο παράδειγμα, αλλά το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία έχουν ενισχύσει επίσης τους δεσμούς τους με τη Μόσχα, σε σημείο που πολλοί μιλούν σήμερα για τη «μεγάλη επιστροφή» της Ρωσίας έπειτα από δύο δεκαετίες αδρανοποίησης, στη Μέση Ανατολή.

Η ολέθρια απόφαση Τραμπ για Ιερουσαλήμ

Οργή και αίμα, με νεκρούς και 1.000 τραυματίες στα παλαιστινιακά εδάφη, κατακραυγή στον αραβικό κόσμο, καταδίκη από τις δυτικές πρωτεύουσες. Δέκα ημέρες μετά την απόφαση του Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, η Μέση Ανατολή είναι καζάνι που βράζει. Το Ισραήλ βομβαρδίζει θέσεις της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς οι πύραυλοι των ισλαμιστών πέφτουν βροχή, και μουσουλμάνοι διαδηλωτές καίνε στους δρόμους αμερικανικές σημαίες και ομοιώματα του Τραμπ από την Βηρυτό ως την Τζακάρτα.

Σχεδόν όλοι χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις: η απόφαση του Τραμπ είναι «εμπρηστική», «εκρηκτική», «ολέθρια», «επικίνδυνη». Κάποιοι μιλάνε για «διπλωματικό εμπρησμό» και άλλοι για «διεθνή βανδαλισμό» στην πιο ευαίσθητη περιοχή στον κόσμο. Γιατί το καθεστώς της Ιερουσαλήμ είναι το πιο δύσκολο ζήτημα σε αυτό που συχνά περιγράφεται ως η πιο δΥσεπίλυτη σύγκρουση στον πλανήτη. Είναι το θέμα που έχει αποτρέψει πολλές προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης μέσα σε αρκετές δεκαετίες. Τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι επιμένουν ότι η Ιερουσαλήμ πρέπει να είναι η πρωτεύουσα των κρατών τους, παρόντων και μελλοντικών, και ότι το καθεστώς αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο.
Αλλά η Ιερουσαλήμ δεν είναι σημαντική μόνο για Ισραηλινούς και Παλαιστινίους. Η Παλιά Πόλη της περιέχει τον πιο ιερό χώρο στον ιουδαϊσμό και το τρίτο πιο ιερό τέμενος στο Ισλάμ, για να μη μιλήσουμε για την τεράστια σημασία που έχει για τους χριστιανούς. Είναι ένας τόπος όπου οι διπλωμάτες έχουν μάθει να βαδίζουν με τεράστια προσοχή. Δεν είναι τυχαίο που καμιά αμερικανική κυβέρνηση δεν άλλαξε την πολιτική της για την πόλη στα 70 χρόνια από την ίδρυση του Ισραήλ.
Αλλά να που ο Τραμπ, αγνοώντας κάθε ιστορικό προηγούμενο – ακόμη και σε ένα μέρος όπου η Ιστορία είναι ζήτημα ζωής και θανάτου – καταπατάει κάθε ευαισθησία για να ικανοποιήσει τη σκληρή βάση των οπαδών του, την ευαγγελική Δεξιά και το εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ. Ο κίνδυνος είναι προφανής: όλες οι αραβικές κυβερνήσεις – συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πιστές στην Ουάσιγκτον – καταδίκασαν, με αιχμηρές δηλώσεις.
Η απόφαση του Τραμπ απομονώνει πάλι τις ΗΠΑ από τη διεθνή κοινότητα, η οποία καταδίκασε ομόφωνα την απόφαση. Από τον Πάπα Φραγκίσκο ως τον Εμανουέλ Μακρόν, την ΕΕ, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, όλοι τον προειδοποίησαν να μη ρίξει λάδι στη φωτιά του Μεσανατολικού.
Μάταια. Ο Τραμπ δεν άκουσε κανέναν. Η απόφασή του καταργεί τον ρόλο των ΗΠΑ ως ουδέτερου μεσολαβητή και το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να προκαλέσει ανάφλεξη στα παλαιστινιακά εδάφη, ενίσχυση των εξτρεμιστών, έντονο αντιαμερικανικό κλίμα, περαιτέρω αστάθεια στην εύφλεκτη Μέση Ανατολή και τρομοκρατικές επιθέσεις κατά αμερικανικών στόχων.
Σύμφωνα πάντως με ρεπορτάζ των «New York Times», η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας για το μέλλον ολόκληρης της περιοχής.
Οπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ο παλαιστίνιος ηγέτης Μαχμούντ Αμπάς κλήθηκε ξαφνικά τον περασμένο Νοέμβριο στη Σαουδική Αραβία για έκτακτη συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών με τον πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο οποίος του παρουσίασε εκβιαστικά το πλαίσιο ενός νέου «σχεδίου Τραμπ» για την «επίλυση» του Μεσανατολικού, το οποίο περιγράφεται ως το πιο φιλοϊσραηλινό και αντιπαλαιστινιακό που έχει εκπονηθεί ποτέ από οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση.
Το σχέδιο πρoέβλεπε ότι οι Παλαιστίνιοι θα αποκτήσουν μεν το δικό τους «κράτος», αλλά αυτό θα αποτελείται μόνο από διάσπαρτα τμήματα της Δυτικής Οχθης και ακόμη και σε αυτά οι Παλαιστίνιοι δεν θα διαθέτουν πλήρη εθνική, αλλά μόνον «ηθική» κυριαρχία. Η πλειονότητα των παράνομων εποίκων θα παραμείνει στα κατεχόμενα, και η Ανατολική Ιερουσαλήμ δεν θα αναγνωριστεί ως πρωτεύουσα του νέου κράτους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ