Σπάνια μια εκλογική αναμέτρηση για την κάλυψη μιας έδρας στη Γερουσία θα
μπορούσε να προκαλέσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στην Πολιτεία της
Αλαμπάμα. Ωστόσο, η αναμέτρηση της 12ης Δεκεμβρίου πήρε άλλη διάσταση
μετά τις καταγγελίες γυναικών στην εφημερίδα Washington Post ότι είχαν
παρενοχληθεί σεξουαλικά από τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Ρόι Μουρ
πριν από τέσσερις περίπου δεκαετίες.

Πολλοί ήταν εκείνοι που έλεγαν ότι οι απόψεις και μόνο του βαθιά λαϊκιστή και υπερσυντηρητικού Μουρ αποτελούν σοβαρό λόγο να αποκλειστεί από το αξίωμα -μεταξύ άλλων έχει δηλώσει ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν μια τιμωρία από τον Θεό για τα παραστρατήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ότι η ομοφυλοφιλία είναι αφύσικη. Ωστόσο οι καταγγελίες γυναικών περί παρενόχλησης έριξαν τίτλους τέλους στις πολιτικές του φιλοδοξίες.

Η επικράτηση του 63χρονου πρώην ομοσπονδιακού Εισαγγελέα Ντάγκ Τζόουνς έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς είναι η πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια που η βαθιά συντηρητική πολιτεία της Αλαμπάμα εκλέγει για γερουσιαστή της έναν υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις προεδρικές εκλογές του 2016, ο Ντόναλτ Τραμπ έλαβε 63% στην Αλαμπάμα και όπως αναφέρουν τα εγχώρια Μέσα, στον “βαθύ Νότο” οι Ρεπουμπλικανοί προτιμούν να ψηφίσουν οποιονδήποτε Ρεπουμπλικανό παρά έναν Δημοκρατικό. Τα πρώτα στοιχεία δείνχουν ότι ο Τζόουνς επικράτησε λόγω της αυξημένης συμμετοχής αφροαμερικανών ψηφοφόρων αλλά και των γυναικών.

Η ήττα του Μουρ από την άλλη έρχεται έπειτα από μια σκληρή δοκιμασία πολιτικής επιρροής του ίδιου του Τραμπ ο οποίος αν και αρχικά δεν είχε τοποθετηθεί έπειτα από τον σάλο των καταγγελιών για τον υποψήφιο του, τάχθηκε τις τελευταίες μέρες υπέρ του. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα προσωπικό πλήγμα του Αμερικανού προέδρου αλλά και του ίδιου του κόμματός του καθώς η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την αποδυνάμωση των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία έναντι των Δημοκρατικών με τις έδρες να διαμορφώνονται πλέον στις 51-49 αντιστοίχως.

Υπενθυμίζεται ότι η θέση του Γερουσιαστή στην Αλαμπάμα ήταν κενή καθώς ο Τζεφ Σέσιονς που την κατείχε, έγινε Υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Τραμπ.