Η Γερμανία βυθίστηκε σε σοβαρή πολιτική κρίση από την οποία θα υποφέρει ολόκληρη η Ευρώπη. Η διακοπή των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης σχηματισμού στο Βερολίνο, η υποχώρηση της επιρροής της Αγγελα Μέρκελ και η εποχή αβεβαιότητας που ανοίγει αυτή η αποτυχία ξεπερνά τα όρια του Ρήνου και του Οντερ και αποτελεί μία πολύ κακή είδηση για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αναφέρει στο κύριο άρθρο της η γαλλική Le Monde.

Η γερμανική πολιτική κρίση έρχεται σε μία στιγμή που η ευρωπαϊκή δυναμική αρχίζει να επανακάμπτει έπειτα από διαδοχικές κρίσεις που έπληξαν τα τελευταία δέκα χρόνια την Ευρώπη: κρίση του ευρώ, κρίση χρέους και προσφυγική κρίση μαζί με το κύμα των τρομοκρατικών επιθέσεων που αντιμετώπισαν οι ευρωπαϊκές χώρες και την άνοδο του λαϊκισμού.

Παράλληλα, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει την επαχθή διαδικασία του Brexit και να ανασυνταχθεί για να αντεπεξέλθει στην απαγκίστρωση των υπό τον Ντόναλντ Τραμπ Ηνωμένων Πολιτειών από την ευρωπαϊκή άμυνα.

Οι εκλογές στην Αυστρία, την Ολλανδία και κυρίως τη Γαλλία με τις εκλογικές νίκες κεντρώων πολιτικών δυνάμεων σταθεροποίησαν το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο και κινητοποίησαν μία ευρωπαϊκή δυναμική γύρω από το δίδυμο Μέρκελ-Μακρόν υπό την προϋπόθεση μίας τέταρτης θητείας της γερμανίδας καγκελαρίου.

Από τις γερμανικές εκλογές όμως τα χριστιανικά κόμματα και η ίδια η Αγγελα Μέρκελ βγήκαν αποδυναμωμένα, ενώ ένα ακροδεξιό κόμμα, το AFD, έκανε ηχηρή είσοδο στο γερμανικό γερμανικό κοινοβούλιο για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ολες οι ελπίδες στράφηκαν στην προοπτική σχηματισμού τριμερούς κυβέρνησης συνασπισμού, η οποία δεν ευοδώθηκε.

Για την Ευρώπη, η κρίση του Βερολίνου είναι μία ατυχής είδηση. «Ο πρόεδρος της Γαλλίας δεν έχει προς το παρόν ακόμη την ισχύ για να πάρει μόνος τα ηνία…έχει ανάγκη την Αγγελα Μέρκελ, όπως εκείνη έχει ανάγκη τον ίδιο», σύμφωνα με την ανάλυση του Christophe Bonnefoy της Le Journal de la Haute Marne.

Η ευθύνη για την κατάρρευση των συνομιλιών του σχήματος «Τζαμάικα» ανήκει στον πρόεδρο των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος προτιμά το σενάριο νέων εκλογών το 2018 με την ελπίδα να ενισχύσει τη δύναμη του κόμματός του που πλήρωσε ακριβά την προηγούμενη συμμετοχή του στην κυβέρνηση (2009-2013) χάνοντας στις προηγούμενες εκλογές την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση.

«Ομως το φάσμα μίας βαθιάς και μακροχρόνιας κρίσης την οποία επιβάλλει στη χώρα του και την Ευρώπη πηγάζει από μία κοντόφθαλμη άποψη για την πολιτική», αναφέρεται στο κύριο άρθρο της Le Monde.

«…Η Γερμανία δεν είναι μόνο η πρώτη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι επίσης ο πόλος σταθερότητας της Ενωσης και ο σημαντικός εταίρος της Γαλλίας στο σύνολο του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας πρέπει να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες της και ως προς αυτό το θέμα», προσθέτει.

Μήπως όμως η Ευρωπαϊκή Ενωση απαλλάχθηκε από τους γερμανούς φιλελεύθερους;

«Και αν η αποτυχία του «συνασπισμού Τζαμάικα» δεν αποτελεί αναγκαστικά «κακή είδηση» για την Ευρώπη που πολλοί προεξοφλούν , έως και φοβούνται; Στην πράξη, εάν ο πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας , ο σοσιαλδημοκράτης Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ και η Αγγελα Μέρκελ καταφέρουν να αποτρέψουν τις πρόωρες εκλογές, τελικά θα είναι το ίδιο το πλέον ευρωσκεπτικιστικό κόμμα του τεθνεώτος τζαμαϊκανού σχήματος , το FDP, που θα βρεθεί στο περιθώριο», γράφει ο Jean Quatremer στη Liberation.

«Εάν η Αγγελα Μέρκελ καταφέρει τελικά να κυβερνήσει χωρίς τους μετριοπαθείς ευρωσκεπτικιστές του FDP , η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που επιδιώκει ο Εμανουέλ Μακρόν θα βγει ενισχυμένη», συνεχίζει.

Ο ευρωσκεπτικισμός του FDP μετέτρεψε την ελληνική κρίση χρέους σε συστημική κρίση της ευρωζώνης

«Είτε στο πλαίσιο ενός μεγάλου συνασπισμού με τους σοσιαλδημοκράτες του SPD, που δεν φαίνεται πολύ πιθανός, ή μίας κυβέρνησης μειοψηφίας CDU/CSU/Πράσινων, που θα υποστηρίζεται ad hoc από το SPD, η καγκελάριος θα έχει στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη ελευθερία δράσης στα ευρωπαϊκά ζητήματα και θα μπορούσε να αποδεχθεί αυτό που αρνείτο το FDP», επισημαίνει ο Quatremer.
« «Ο Κρίστιαν Λίντνερ βρίσκεται σε μία παρεκτροπή τύπου Γεργκ Χάιντερ (παλαιού ηγέτη του αυστριακού ακροδεξιού FPO)», σύμφωνα με τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, συμπροεδρεύοντος της ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Θεωρεί ότι με ένα κοκτέιλ οικονομικού εθνικισμού, ευρωσκεπτικισμού και άρνησης της μετανάστευσης θα μπορέσει να προσελκύσει ένα μέρος των ψηφοφόρων του AfD. Από την άποψη αυτή, όσοι ήλπιζαν ότι ο Λίντνερ θα ήταν ένας νέος Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, ο πολύ φιλοευρωπαίος υπουργός Εξωτερικών του Χέλμουτ Σμιτ και στην συνέχεια του Χέλμουτ Κολ, απογοητεύθηκαν», σύμφωνα με τη Liberation.

«…Με το FDP, η Γερμανία θα είχε μία κυβέρνηση ισχυρής πλειοψηφίας, αλλά ελάχιστα διατεθειμένη να διευκολύνει την επιδίωξη του Εμανουέλ Μακρόν (ενίσχυση της ολοκλήρωσης της ευρωζώνης, οικονομική αλληλεγγύη, κοινός προϋπολογισμός)…

Κανείς δεν έχει ξεχάσει στις Βρυξέλλες ότι ανάμεσα στο 2009 και το 2013, ο ευρωσκεπτικισμός των Φιλελευθέρων εμπόδισε το Βερολίνο και κατά συνέπεια την ευρωζώνη, να ανταποκριθεί κατά τον προσήκοντα και επαρκή τρόπο στην ελληνική κρίση. Και ότι προκάλεσε τον εκφυλισμό ενός τοπικού προβλήματος σε συστημική κρίση που λίγο έλειψε να διαλύσει το κοινό νόμισμα…κατά τη διάρκεια των εφιαλτικών αυτών ετών για το ευρωπαϊκό σχέδιο και την Ελλάδα, η Μέρκελ αναγκάσθηκε να στηριχθεί στο SPD, που τότε βρισκόταν στην αντιπολίτευση, για να πιέσει τους συμμάχους της και να αποδεχθεί αυτό που αρχικά είχε αρνηθεί, καθυστερώντας την επίλυση της κρίσης…

Στην Ευρώπη τίποτε δεν μπορεί να γίνει χωρίς συμφωνία ανάμεσα στις δύο όχθες του Ρήνου

…Εκ των πραγμάτων, για να προωθήσει τις ιδέες του, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει ανάγκη από την υποστήριξη της Γερμανίας: στην Ευρώπη, τίποτε δεν μπορεί να γίνει χωρίς μία συμφωνία ανάμεσα στις δύο όχθες του Ρήνου, καθώς καμία χώρα δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ηγεσία μίας μόνο μεγάλης χώρας. Πολύ συχνά ξεχνάμε ότι η γερμανική «ισχύς» κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης στηρίχθηκε στην οικονομική και χρηματοπιστωτική επιρροή της. Ποτέ δεν πρότεινε τίποτε, αρκούμενη να παίζει άμυνα απέναντι στις γαλλικές προτάσεις. Ομως, ήταν η συχνά δύσκολη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες που κάθε φορά παρέσυρε τους εταίρους τους. Κοντολογής, εάν η καγκελάριος κατορθώσει να βγει από αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση, θα μπορούσε να βρεθεί σε θέση να απαλλαγεί από ορισμένες γερμανικές ιερές αγελάδες. Και αυτό θα επέτρεπε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της ευρωζώνης προς την κατεύθυνση που επιδιώκει ο Εμανουέλ Μακρόν. Τέχνη του τζούντο, κατά κάποιον τρόπο…», καταλήγει ο δημοσιογράφος της Liberation.