Τα εκλογικά κέντρα άνοιξαν το πρωί της Κυριακής στη Γαλλία για τις εκλογές της Γερουσίας, μια ψηφοφορία που προαναγγέλλεται δύσκολη για τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και που αναμένεται να ενισχύσει την πλειοψηφία της δεξιάς στην Άνω Βουλή του κοινοβουλίου.

Το τελευταίο στάδιο ενός εκλογικού μαραθωνίου το 2017 που τάραξε το γαλλικό πολιτικό τοπίο, η αναμέτρηση αυτή προαναγγέλλεται δύσκολη για το κόμμα του προέδρου, Η Δημοκρατία Εμπρός (LREM), τρεις μήνες μετά τον θρίαμβό του στις βουλευτικές εκλογές.

Ενώ η δημοτικότητα του κεντρώου νέου αρχηγού του κράτους μειώθηκε πολύ το καλοκαίρι, το κόμμα του, το οποίο έχει τώρα 29 γερουσιαστές, διατηρεί έναν απλό στόχο: να εδραιώσει την παρουσία του στην Άνω Βουλή, όπου σχεδόν το ήμισυ των εδρών θα ανανεωθεί (171 από τις 348).

Το προεδρικό στρατόπεδο αντιμετωπίζει σε αυτές τις εκλογές δύο προβλήματα.

Η ίδια η φύση της ψηφοφορίας, με έμμεση ψηφοφορία, δεν ευνοεί τον αρχηγό του κράτους. Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο 76.359 «μεγάλοι εκλογείς» (βουλευτές, δήμαρχοι, τοπικά εκλεγμένοι αξιωματούχοι,…). Συνεπώς, το κίνημα «Εμπρός!» χτίζεται σε μια σχεδόν άμεση σχέση μεταξύ του Εμανουέλ Μακρόν και των Γάλλων.

Ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες, η κυβέρνηση έλαβε αποφάσεις που δυσαρέστησαν τους τοπικούς αιρετούς εκπροσώπους: κατάργηση επιχορηγήσεων ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ για τις κοινότητες, απαλλαγή από τον φόρο κατοικίας για την πλειοψηφία των νοικοκυριών, μείωση του αριθμού των βοηθητικών θέσεων εργασίας.

Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να εμποδίσουν το κόμμα του προέδρου να τροποποιήσει στη Γερουσία τις παραδοσιακές ισορροπίες δεξιάς – αριστεράς, όπως είχε καταφέρει να κάνει στην Εθνοσυνέλευση. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η Γερουσία που ελέγχεται από τη δεξιά από το 2014, αναμένεται να διατηρήσει την εικόνα αυτή.

Η απουσία πλειοψηφίας στη Γερουσία δεν θα εμποδίσει τον Μακρόν να κυβερνήσει. Στη Γαλλία, η Άνω Βουλή μπορεί να καθυστερεί την έγκριση νομοσχεδίων της κυβέρνησης για τα οποία δεν συμφωνεί, αλλά τον τελευταίο λόγο έχουν πάντα οι βουλευτές.

Αντίθετα, το πράσινο φως της Γερουσίας είναι θεωρητικά απαραίτητο για την αναθεώρηση του Συντάγματος.