Τα γραφεία στοιχημάτων στη Γερμανία πρέπει να έχουν αποφασίσει ότι δεν υπάρχει λόγος να ασχολούνται με την πολιτική ή τους πιθανούς νικητές των εκλογών –τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Και τούτο διότι το να βάλει κάποιος στοίχημα δεν πρόκειται να του αποφέρει κανένα κέρδος. Η βεβαιότητα μίας ακόμη νίκης της Ανγκελα Μέρκελ, της τέταρτης από το 2005 και μετά, έχει ουσιαστικά διαλύσει τον ανταγωνισμό. Δεν είναι λίγοι όσοι αναφέρονται σε μια «κοιμισμένη προεκλογική εκστρατεία», καθώς το αποτέλεσμα που όλοι αναμένουν να προκύψει από τις κάλπες της 24ης Σεπτεμβρίου δεν αφήνει αμφιβολίες. Η σημερινή καγκελάριος και υποψήφια των Χριστιανοδημοκρατών αναμένεται να κερδίσει με άνεση τις εκλογές για την ομοσπονδιακή Βουλή (Μπούντεσταγκ). Παρά τη βεβαιότητα αυτή όμως, οι γερμανικές εκλογές παρακολουθούνται με έκδηλο ενδιαφέρον –κυρίως εκτός Γερμανίας.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα προκύψει και οι επιλογές στις οποίες θα καταλήξει για την επόμενη τετραετία συνιστούν μεγέθη κρίσιμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η καγκελάριος και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν φαίνεται ότι έχουν έλθει σε μια καταρχήν συμφωνία επί της ανάγκης αναζωογόνησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η βρετανική αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η απρόβλεπτη πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, το βαθιά ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον και η ανάγκη διαχείρισης κρίσιμων ζητημάτων (π.χ. Προσφυγικό, τρομοκρατία) καθώς και «δύσκολων» παικτών, όπως ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ο τούρκος ομόλογός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αλλά και ο κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ, καθιστούν αναγκαία μια αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Από την άποψη τούτη οι γερμανικές εκλογές ίσως να μην είναι και τόσο βαρετές όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται…

Οι αναζητήσεις SPD και Πρασίνων
Αν και αδιαμφισβήτητη νικήτρια, η κυρία Μέρκελ δεν φέρει την αίγλη τού 2013. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το ποσοστό του δεξιού συνασπισμού του CDU με τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU) θα είναι, όπως όλα δείχνουν, χαμηλότερο και δεν θα ξεπεράσει το 40%. Είναι ξεκάθαρο ότι αν και η καγκελάριος ανένηψε μετά την προσφυγική κρίση του 2015 – 2016 που δοκίμασε πολύ τους δεξιούς ψηφοφόρους, η εμπιστοσύνη των πολιτών δεν είναι πια τόσο βαθιά. Σύμφωνα μάλιστα με τον Χέρμαν Μπίνκερτ, τον επικεφαλής της γνωστής εταιρείας δημοσκοπήσεων Insa, «το 2013 η Μέρκελ ήταν μια καγκελάριος που υπερέβαινε τα κόμματα. Τώρα διχάζει την κοινή γνώμη». Είναι σαφές όμως ότι ακόμη κι έτσι, το θυμικό των Γερμανών προτιμά τη σταθερότητα και σε μια φουρτούνα, όπως αυτή που παρατηρούν τριγύρω, δεν θέλουν να αλλάξουν καπετάνιο.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Insa, η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη Τρίτη, ο συνασπισμός CDU/CSU λαμβάνει 36,5%, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) 23,5%, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) 11%, το αριστερό Die Linke 10,5%, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) 9% και οι Πράσινοι 6%. Τα ποσοστά αυτά μένουν σταθερά τις τελευταίες εβδομάδες, με ορισμένες, όχι δραματικές, αποκλίσεις και δείχνουν ότι η διαφορά των δύο παραδοσιακών γερμανικών κομμάτων που σήμερα συγκροτούν τον «μεγάλο συνασπισμό» κινείται περί τις 14 ποσοστιαίες μονάδες. Αντικατοπτρίζουν δε μια στασιμότητα, η οποία άρχισε να διαμορφώνεται αφού εξέπνευσε η επίδραση του επιλογής του Μάρτιν Σουλτς ως υποψήφιου καγκελαρίου στο εκλογικό σώμα, ιδιαίτερα μετά τις τρεις απανωτές ήττες των Σοσιαλδημοκρατών σε τοπικό επίπεδο τους προηγούμενους μήνες.
Το κλειδί πλέον είναι πώς θα διαμορφωθεί το μετεκλογικό σκηνικό και ποιος συνασπισμός θα επιλεγεί από την Ανγκελα Μέρκελ για να κυβερνήσει την επόμενη τετραετία. Σύμφωνα με όσα εξηγεί στο «Βήμα» ο Μάρκους Γουόκερ, ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Wall Street Journal» στο Βερολίνο, «η συγκρότηση ενός κυβερνητικού συνασπισμού θα είναι τούτη τη φορά αρκετά πιο δύσκολη υπόθεση και δεν αποκλείω να χρειαστούν δύο, ίσως και τρεις μήνες για να γίνει αυτό». Οπως σημειώνει, «από τις δημοσκοπήσεις δεν προκύπτει ότι βγαίνουν οι αριθμοί για έναν δεξιό συνασπισμό που θα αποτελείται από το CDU/CSU και το μικρότερο FDP. Αν αυτό γινόταν, η επιλογή θα ήταν εύκολη για τη Μέρκελ». Ουδείς μπορεί φυσικά να αποκλείσει τίποτε, αν και ίσως για την Ελλάδα η παρουσία του FDP ως μοναδικού κυβερνητικού εταίρου λόγω και της σκληρής γλώσσας που έχει χρησιμοποιήσει ο ηγέτης του Κρίστιαν Λίντνερ να μην ήταν η πιο επιθυμητή κατάληξη.

Ο συνασπισμός «Τζαμάικα» με τους Πρασίνους
Εφόσον το ανωτέρω σενάριο μοιάζει δύσκολο, διανοίγονται δύο δρόμοι, μιας και η πιθανότητα κυβέρνησης μειοψηφίας της Μέρκελ, την οποία διατύπωσε ο Κρίστιαν Οντενταλ, αναλυτής του βρετανικού Κέντρου Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης (CER), μοιάζει μάλλον απίθανη. Ο πρώτος, ο οποίος ακούγεται ολοένα και περισσότερο στους διαδρόμους εξουσίας στο Βερολίνο, είναι ο επόμενος συνασπισμός να περιλαμβάνει επιπλέον των δύο δεξιών κομμάτων και τους Πρασίνους. Είναι ο γνωστός πλέον συνασπισμός «Τζαμάικα», καθώς τα χρώματα των τριών κομμάτων αντιστοιχούν στα χρώματα της σημαίας της χώρας αυτής (κίτρινο, μαύρο, πράσινο). Σε τοπικό επίπεδο, το CDU έχει συνεργαστεί με τους Πρασίνους, ενώ υπάρχει και ένας συνασπισμός «τύπου Τζαμάικα», το βόρειο κρατίδιο του Σλέσβιγκ-Χολστάιν. Δεν έχει όμως ποτέ δοκιμαστεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Επιπλέον, οι Πράσινοι μοιάζουν διχασμένοι ανάμεσα στους «ρεαλιστές» όπως ο Βίνφκριντ Κρέτσμαν, πρωθυπουργός στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, που παραδοσιακά κυριαρχείται από τους Χριστιανοδημοκράτες και στους «παραδοσιακούς», που θέλουν το κόμμα να διατηρήσει το αριστερό του πρόσημο.
Η Ανγκελα Μέρκελ δεν μοιάζει να είναι αρνητική σε αυτή την κυβερνητική εκδοχή, όπως φάνηκε από πρόσφατη συνέντευξη στην αριστερή εφημερίδα «Taz», αν και είναι σαφές ότι «οι Βαυαροί του CSU θεωρούν τους Πρασίνους πολύ… αριστερούς» παρατηρεί ο κ. Γουόκερ. Ωστόσο, ο στενός σύμβουλός της Πέτερ Αλτμαϊερ είχε συμμετάσχει, πίσω στο μακρινό 1995, σε άτυπες συνομιλίες μεταξύ στελεχών των Χριστιανοδημοκρατών και των Πρασίνων, οι οποίες έμειναν στην ιστορία ως «ο σύνδεσμος της πίτσας» επειδή έλαβαν χώρα σε ένα ιταλικό εστιατόριο της Βόννης. Επιπλέον, ο Γενς Σπαν, που θεωρείται το «νέο αίμα» της δεξιάς πτέρυγας του CDU, έχει επίσης επαφές με στελέχη των Πρασίνων, συζητώντας θέματα όπως το Μεταναστευτικό, η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη.

Το δίλημμα του Σουλτς και του SPD
Αν πάντως το σενάριο τούτο δεν τελεσφορήσει, ουδείς μπορεί να αποκλείσει μια επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού». Πολύ πρόσφατα, συγκεκριμένα στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Μάρτιν Σουλτς εμφανίστηκε να θέτει κάποιες «κόκκινες γραμμές» σε πιθανή συνεργασία του με την κυρία Μέρκελ, μεταξύ άλλων αναφερόμενος σε εργασιακά θέματα. Οπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Κάρστεν Νίκελ της εταιρείας συμβούλων Teneo Intelligence, η κίνηση Σουλτς μοιάζει σαν «μια ένδειξη απόγνωσης». Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κινδυνεύει να μην πιάσει ούτε το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του SPD στις εκλογές του 2013 (λίγο κάτω από 26%), καθώς έχει αποτύχει παταγωδώς να θέσει την ατζέντα ακόμη και σε θέματα όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, επί των οποίων στήριξε την εκστρατεία του. Πράγματι, μοιάζει δύσκολο να κερδίσει ψηφοφόρους με αυτή τη «σημαία», όταν η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό ποσοστό (περίπου 3,8%), κάτι που ουσιαστικά καταδεικνύει ότι το SPD το ακολουθεί η «κατάρα» της επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων του Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Αν τα προγνωστικά επαληθευτούν, ο κ. Σουλτς θα αντιμετωπίσει κίνδυνο ακόμη και να παραμείνει στη θέση του προέδρου του κόμματος, οπότε ίσως η συμμετοχή σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» να τον ευνοεί. Σύμφωνα όμως με τον Μάρκους Γουόκερ, «υπάρχει μεγάλη απροθυμία σε πολλά στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών να συγκυβερνήσουν ξανά, ως μικρότερος εταίρος, με το CDU. Προτιμούν να μείνουν στην αντιπολίτευση». Το SPD δεν έχει καν καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει την υιοθέτηση του κατώτατου μισθού, που ήταν δική του προεκλογική εξαγγελία το 2013, καθώς η καγκελάριος Μέρκελ έχει κινηθεί υπερβολικά προς το Κέντρο, άρα προς τα… αριστερά. Αυτό την αφήνει εκτεθειμένη στα δεξιά νώτα της, καθώς το AfD θα γίνει το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που θα εισέλθει μεταπολεμικά στην Μπούντεσταγκ. Αυτό όμως δεν λύνει τα προβλήματα του SPD.
Το ευρωπαϊκό μέτωπο μετά τις 24 Σεπτεμβρίου
Η διαμόρφωση του μετεκλογικού σκηνικού στη Γερμανία έχει βαρύνουσα σημασία για τα μελλοντικά βήματα μεταρρυθμίσεων στη διακυβέρνηση της ΕΕ και ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών έχουν προσδώσει νέα πνοή στη σχετική συζήτηση, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει πει ότι στις 26 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες μετά τις γερμανικές κάλπες, θα παρουσιάσει λεπτομέρειες επί των ιδεών του, ενώ ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ μίλησε επί του «Μέλλοντος της Ευρώπης» την περασμένη Τετάρτη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Αν και εξακολουθεί να υπάρχει σκεπτικισμός στη γερμανική πολιτική και οικονομική ελίτ περί των γαλλικών προθέσεων, η κυρία Μέρκελ φρόντισε, κατά τη διάρκεια της ετήσιας θερινής συνέντευξης Τύπου στα τέλη Αυγούστου, «να κλείσει το μάτι» προς το Παρίσι σε θέματα όπως ένας προϋπολογισμός της ευρωζώνης, ενώ τάχθηκε υπέρ της μετατροπής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (EMF) –μια ιδέα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που όπως φαίνεται θα διατηρήσει το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Οικονομικών. Πηγές από το Βερολίνο τονίζουν ότι, ανεξαρτήτως συνασπισμού, η κυρία Μέρκελ θα διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων επί των ευρωπαϊκών εξελίξεων, υποβαθμίζοντας τον ανασχετικό ρόλο που θα μπορούσε πιθανώς να παίξει το FDP.

«Το FDP είχε παλαιότερα την ευκαιρία να πράξει κάτι ανάλογο, αλλά δεν το έπραξε» υπογραμμίζει στο «Βήμα» γερμανός αξιωματούχος. Η γερμανική κοινή γνώμη είναι επιφυλακτική στη μεταβίβαση κυριαρχίας από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, σημειώνει ο Γιόζεφ Τζάνινγκ του European Council for Foreign Relations (ECFR), αλλά την ίδια στιγμή έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στο πολιτικό σύστημα η άποψη ότι πρέπει να αναζητηθούν «ευέλικτες λύσεις» σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε η ολοκλήρωση να προχωρήσει, έστω με διαφορετικές «ταχύτητες».
Ο συγκερασμός των απόψεων Βερολίνου και Παρισιού θα κρίνει, ίσως, τα πάντα. Ο Εμανουέλ Μακρόν δείχνει ότι θέλει να κινηθεί δυναμικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνδυάζοντας τα τεκταινόμενα εκεί με τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας του. Ελπίζει ότι έτσι θα πείσει τη γερμανίδα συνομιλήτριά του να προσυπογράψει ιδέες όπως ο προϋπολογισμός της ευρωζώνης ή η θέσπιση θέσης ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών. Το γερμανικό σκεπτικό όμως, όπως εύστοχα το περιγράφει ο κ. Γουόκερ, κινείται με βάση το ερώτημα: ποιο είναι το πρόβλημα της ευρωζώνης σήμερα. Και στο σημείο αυτό, οι απόψεις Βερολίνου και Παρισιού να μην ταυτίζονται απαραίτητα. Η κυρία Μέρκελ ενδέχεται να συνδυάσει τη δημιουργία προϋπολογισμού της ευρωζώνης με την ανάληψη δεσμεύσεων από τα κράτη-μέλη για υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ η γαλλική πλευρά βλέπει έναν τέτοιο προϋπολογισμό ως μηχανισμό απορρόφησης ασύμμετρων σοκ από την οικονομική ύφεση.
Διαφοροποίηση υπάρχει και στο ζήτημα του ρόλου ενός «ευρωπαϊκού ΔΝΤ». Ο κ. Σόιμπλε ίσως να έβλεπε κάτι τέτοιο ως μια οιονεί «κυβέρνηση της ευρωζώνης» που θα επέτρεπε σε ένα διακυβερνητικό όργανο να ελέγχει τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών. Ο δε κ. Μακρόν, κάτι που φάνηκε και από την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, θεωρεί ότι οι αρμοδιότητες του σημερινού ESM δεν πρέπει ουσιαστικά να μεταβληθούν. Ισως αυτό το χάσμα απόψεων να ευνοήσει τελικώς την πρόοδο σε τομείς όπως η ασφάλεια και η άμυνα, κάτι που φαίνεται ότι είναι και η εκτίμηση κύκλων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για όλα αυτά όμως το ρολόι θα αρχίσει να χτυπά μετά τις 24 Σεπτεμβρίου ή, ορθότερα, μετά την οριστικοποίηση της μορφής της νέας γερμανικής κυβέρνησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ