Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τη σοβαρότερη τρομοκρατική απειλή μετά την επίθεση εναντίον των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, λέει στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο εκτελεστικός διευθυντής της Europol Ρομπ Γουεϊνράιτ. Ο 50χρονος Ουαλός, με μακρά θητεία στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών, ανέλαβε τη σημερινή του θέση το 2009. Στη συνέντευξή του (που πραγματοποιήθηκε πριν από την τρομοκρατική επίθεση στη Βαρκελώνη), ο κ. Γουεϊνράιτ σημειώνει ότι η αυξανόμενη και ταχεία ριζοσπαστικοποίηση, σε συνδυασμό με τους νέους τρόπους επιθέσεων, καθιστά την πρόβλεψη τέτοιων τραγωδιών ολοένα και δυσκολότερη, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για καλύτερη και στενότερη συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πέραν δε του Ισλαμικού Κράτους, εκφράζει την ανησυχία του για την επανεμφάνιση της Αλ Κάιντα. Τέλος, ο κ. Γουεϊνράιτ περιγράφει μια «μαύρη εικόνα» για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Δυτικά Βαλκάνια (με έμφαση στη δράση ομάδων Αλβανοφώνων), ενώ θεωρεί απόλυτα απαραίτητη τη συνέχιση της στενής συνεργασίας ΕΕ – Βρετανίας σε θέματα πληροφοριών μετά το Brexit.
Μετά και την επίθεση στη Βαρκελώνη, συμφωνείτε με την άποψη ότι η «τζιχαντική τρομοκρατία» και ιδιαίτερα το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη τρομοκρατική απειλή για την Ευρώπη;
«Η σημερινή απειλή είναι η υψηλότερη τρομοκρατική απειλή από την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Πραγματικά, η ΕΕ αντιμετωπίζει ένα φάσμα τρομοκρατικών απειλών και επιθέσεων: από διασυνδεδεμένες ομάδες και μοναχικούς δρώντες, από επιθέσεις που κατευθύνονται από το Ισλαμικό Κράτος ή που αντλούν την «έμπνευσή» τους από το Ισλαμικό Κράτος, από τη χρήση εκρηκτικών και αυτόματων όπλων ως τη χρήση οχημάτων ή όπλων που φέρουν λεπίδες και από επιθέσεις προσεκτικά προετοιμασμένες ως εκείνες που φαίνονται να εκτελούνται αυθόρμητα. Ωστόσο, το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελεί τη μοναδική τρομοκρατική οργάνωση που έχει την πρόθεση και την ικανότητα να πραγματοποιήσει επιθέσεις εναντίον της Δύσης ή να «εμπνεύσει» άτομα και ομάδες που κατοικούν στα κράτη-μέλη της ΕΕ να το πράξουν. Ατομα και ομάδες συνδεδεμένα με την Αλ Κάιντα εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρή απειλή για τα κράτη-μέλη και γενικότερα για τα δυτικά συμφέροντα».

Εχει παρατηρήσει η Europol άνοδο του ριζοσπαστισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες; Πώς προωθείται η ριζοσπαστικοποίηση, ποια μέρη μιας κοινωνίας επηρεάζονται και πόσο ευρεία είναι η επιρροή του Internet σε όλο αυτό;
«Σε γενικές γραμμές, οι τζιχαντιστές που διαπράττουν τρομοκρατικές πράξεις στην ΕΕ μπορούν να περιγραφούν ως μια συγκεκριμένη ομάδα κυρίως νεαρών ανδρών που συχνά έχουν ποινικό παρελθόν. Αισθάνονται ότι υφίστανται διακρίσεις, ότι είναι ταπεινωμένοι ή περιθωριοποιημένοι στην κοινωνία, ενώ μερικοί έχουν και ψυχολογικά προβλήματα. Δεν είναι θρησκευόμενοι του Ισλάμ υπό τη στενή έννοια του όρου και έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί εντός μιας πολύ σύντομης χρονικής περιόδου, είτε μόνοι τους είτε με την παρέμβαση στρατολογητών. Εμπνέονται από διάφορα αφηγήματα που κυκλοφορεί το Ισλαμικό Κράτος στο Internet και στη συνέχεια αποφασίζουν να ταξιδέψουν στη Συρία ή στο Ιράκ ή αποφασίζουν να γίνουν στρατιώτες του Ισλαμικού Κράτους στη χώρα κατοικίας τους. Αυτό που επίσης παρατηρούμε είναι ότι η ταχύτητα της ριζοσπαστικοποίησης είναι ορισμένες φορές καταπληκτική. Μπορεί να είναι υπόθεση εβδομάδων, σε ορισμένες περιπτώσεις, για ευάλωτους νεαρούς άνδρες ή και γυναίκες να αλλάξουν το μυαλό τους χάρη στην προπαγάνδα και να μετατραπούν σε ανθρώπους ικανούς να πάνε στη Συρία ή στο Ιράκ και να εμπλακούν σε συγκρούσεις εκεί ή να διαπράξουν τρομοκρατικές πράξεις. Το χρονικό περιθώριο που οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν για να τους ταυτοποιήσουν, να εντοπίσουν την οδό που ακολουθούν προς την τρομοκρατία είναι πλέον πολύ συντομότερο από ό,τι στο παρελθόν».


Θα πρέπει να αναμένουμε περισσότερες τρομοκρατικές επιθέσεις βασισμένες στο μοντέλο του «μοναχικού λύκου»;
«Οι επιθέσεις με οχήματα στη Νίκαια και στο Βερολίνο, αλλά και στη Βαρκελώνη, έδειξαν την καταστροφική δυνατότητα μιας επίθεσης ενός μοvαχικού δρώντα, ο οποίος έδρασε για λογαριασμό τρομοκρατών εμπνευσμένων ή κατευθυνόμενων από το Ισλαμικό Κράτος. Αυτές οι επιθέσεις εκτελέστηκαν με απλά μέσα και ήταν ακόμη δυσκολότερο να προβλεφθούν, πόσω μάλλον να προληφθούν. Πιστεύουμε ότι η κλίμακα και η επίδραση τέτοιου είδους επιθέσεων αυξάνεται. Νέες επιθέσεις λοιπόν από τρομοκρατικές ομάδες και από μοναχικούς δρώντες θα πρέπει να αναμένονται, πιθανότατα ακλουθώντας το πρότυπο προηγούμενων. Θα μπορούσαν επίσης να αναπτυχθούν διαφοροποιήσεις στις επιθέσεις, όπως π.χ. με τη χρήση παγιδευμένων αυτοκινήτων».
Εχει σταματήσει η ροή ξένων μαχητών από τις ευρωπαϊκές χώρες προς τη Συρία και το Ιράκ;
«Ναι, έχει σταματήσει, αν και έχουμε περίπου 5.000 Ευρωπαίους οι οποίοι ριζοσπαστικοποιήθηκαν, ταξίδεψαν σε Συρία και Ιράκ και απέκτησαν εμπειρία στις εκεί συγκρούσεις. Υποπτευόμαστε ότι περίπου το 1/3 αυτών έχουν επιστρέψει. Αυτή είναι η καλύτερή μας πρόβλεψη. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά. Φυσικά, αρκετοί επέστρεψαν και δεν σχεδιάζουν να εμπλακούν σε τρομοκρατική δραστηριότητα. Ορισμένοι έχουν ενταχθεί σε προγράμματα αποκατάστασης, άλλοι βρίσκονται στη φυλακή. Αυτό όμως αφήνει ακόμη μερικές εκατοντάδες που μπορεί να είναι επίδοξοι τρομοκράτες».
Στην πιο πρόσφατη έκθεση της Europol για την τρομοκρατία, αναφέρεται ότι η Αλ Κάιντα επανέρχεται. Γιατί συμβαίνει αυτό; Παρατηρείτε υποχώρηση του Ισλαμικού Κράτους;
«Εχουμε δει ότι η Αλ Κάιντα έχει επανασχεδιάσει τη στρατηγική της για να διασφαλίσει την επιβίωσή της στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων πολιτικών συνθηκών που ακολούθησαν την Αραβική Ανοιξη. Αντέγραψε επιτυχημένες μεθόδους προπαγάνδας που ανέπτυξε το Ισλαμικό Κράτος. Επομένως, η επικοινωνιακή της στρατηγική με στόχο κοινά στους κόλπους της Δύσης περιέχει απόψεις και εκκλήσεις για δράση που μοιάζουν πολύ με αυτά του Ισλαμικού Κράτους. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η Αλ Κάιντα εξακολουθεί να αποτελεί αξιοσημείωτη απειλή στους κόλπους της τζιχαντικής τρομοκρατίας. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Πέρυσι, εξέδωσαν μια ραδιοφωνική συνέντευξη και καλούσαν το παγκόσμιο ένοπλο δίκτυο να απαγάγει Δυτικούς «μέχρι η Δύση να απελευθερώσει και τον τελευταίο μουσουλμάνο άνδρα και γυναίκα φυλακισμένο στις φυλακές των Σταυροφόρων, των αποστατών και των εχθρών του Ισλάμ»».
Πολλοί επιμένουν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ παράνομης μετανάστευσης/προσφυγικής κρίσης και τρομοκρατίας. Τα στελέχη της Europol έχουν παρατηρήσει προσπάθειες ριζοσπαστικοποίησης προσφύγων; Επίσης, υπάρχουν χειροπιαστά αποτελέσματα στη μάχη κατά των διακινητών;
«Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες πέρασαν στην Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια, ασκώντας τεράστιες πιέσεις στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και τροφοδοτώντας μια μεγάλη αύξηση στην παράνομη διακίνηση ανθρώπων, μετατρέποντάς την στον πιο ραγδαία αναπτυσσόμενο ποινικό τομέα σήμερα στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν ωστόσο στιβαρές αποδείξεις τρομοκρατικών ομάδων που «συστηματικά» να αξιοποιούν την προσφυγική κρίση για να διεισδύσουν στην ήπειρο. Παρ’ όλα αυτά, άτομα στους κόλπους της συριακής προσφυγικής διασποράς ίσως είναι ευάλωτα στη ριζοσπαστικοποίηση όταν βρεθούν στην Ευρώπη και ίσως αποτελέσουν στόχο εξτρεμιστικών στοιχείων που θα ήθελαν να τα στρατολογήσουν. Δεδομένου του ότι ένα από τα συμφέροντα του Ισλαμικού Κράτους είναι να εξάψει την προσφυγική κρίση ώστε να δημιουργήσει πόλωση εντός των ευρωπαϊκών πληθυσμών και να στρέψει μερίδα αυτών εναντίον όσων ζητούν άσυλο, είναι ίσως πιθανή κάποια διείσδυση σε προσφυγικούς καταυλισμούς και άλλες μεταναστευτικές ή προσφυγικές ομάδες».


Πόσο περιπλέκει την εσωτερική ασφάλεια της Ευρώπης το κενό εξουσίας στη Λιβύη –όπου δρουν πολλές ισλαμικές ομάδες –και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η πρόκληση;
«Οι ειδικοί επί θεμάτων αντιτρομοκρατίας ανησυχούσαν ότι η Λιβύη θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα δεύτερο άντρο του Ισλαμικού Κράτους, μετά τη Συρία, για επιθέσεις στην ΕΕ και στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής. Από τα μέσα του 2015, η Λιβύη έγινε μείζων προορισμός για μαχητές του Ισλαμικού Κράτους και εκτιμάται ότι είχε γίνει κόμβος για ξένους μαχητές από χώρες της ΕΕ οι οποίοι, επιστρέφοντας στην Ευρώπη, σχεδίαζαν τρομοκρατικές επιθέσεις. Παρά το γεγονός ότι το Ισλαμικό Κράτος εκδιώχθηκε από τη Σύρτη, πιστεύεται ότι εξακολουθεί να έχει βάσεις στη χώρα».
Σας ανησυχεί η τρέχουσα αστάθεια στα Δυτικά Βαλκάνια; Πολλοί αναλυτές επιμένουν ότι σκιώδη δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών και μικρών όπλων «ανθούν» στην περιοχή. Τι ακριβώς συμβαίνει;
«Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια αύξηση της εμπορίας ανθρώπων μέσω της Μαύρης Θάλασσας, διασπορά πολλαπλών οδών στη Βαλκανική για την παράνομη διακίνηση αγαθών από και προς την ΕΕ, καθώς επίσης και αξιοσημείωτη αύξηση της παράνομης μετανάστευσης μέσω Ελλάδος. Αυτές οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός βαλκανικού άξονα διακίνησης προς την ΕΕ στον οποίο εντάσσονται τόσο τα Δυτικά Βαλκάνια όσο και ευρύτερα η Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ιδιαίτερα τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν ζώνη-κλειδί για τη διακίνηση και την αποθήκευση παράνομων αγαθών καθώς και… «κέντρο επιμελητείας» για οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, πολλές εκ των οποίων ελέγχονται από Αλβανοφώνους. Η Europol έχει συστήσει αρκετά Κέντρα Ανάλυσης που εστιάζουν σε συγκεκριμένους εγκληματικούς τομείς».
Θα επηρεάσει το Brexit τη συνεργασία ΕΕ – Βρετανίας στον τομέα της ασφάλειας; Τι πρέπει να γίνει για να αποφευχθούν προβλήματα στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών;
«Η διασφάλιση ότι η Βρετανία θα συνεχίσει να έχει αποτελεσματική συνεργασία σε θέματα ασφαλείας με τους ευρωπαίους εταίρους της πρέπει να είναι μία από τις ύψιστες προτεραιότητες των διαπραγματεύσεων για το Brexit. Με δεδομένη τη διεθνική φύση των σύγχρονων τρομοκρατικών και εγκληματικών απειλών και τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζει η Βρετανία στην αντιμετώπισή τους, κάτι τέτοιο είναι ζωτικό για τη συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης. Καλές και πρακτικές διευθετήσεις, όπως π.χ. μια συμφωνία συνδεδεμένου μέλους με τη Europol, είναι δυνατές για τη Βρετανία, αν και υπάρχουν σημαντικές νομικές, πολιτικές και τεχνικές προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν στις συνομιλίες. Πιστεύω ότι οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται τι διακυβεύεται, οπότε είμαι αισιόδοξος για την έκβαση».
«Πρέπει να βελτιώσουμε τη συλλογή πληροφοριών»

Επειτα από κάθε μεγάλη τρομοκρατική επίθεση ασκείται σκληρή κριτική στις ευρωπαϊκές χώρες ότι δεν συνεργάζονται σωστά για την πρόληψή τους. Ποια ελλείμματα υπάρχουν και πρέπει να καλυφθούν ώστε να μπορούν να προληφθούν ανάλογες επιθέσεις στο μέλλον;
«Κάθε επίθεση μας υπενθυμίζει για ποιον λόγο χρειάζεται να συνεχίσουμε όλες τις προσπάθειές μας στον τομέα της αντιτρομοκρατίας. Αν υπάρχει ένα πράγμα που οι επιθέσεις στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στη Νίκαια, στο Βερολίνο, στο Μάντσεστερ, στη Βαρκελώνη μας έχουν διδάξει είναι ότι πρέπει να βελτιώσουμε τη συλλογή και τον διαμοιρασμό πληροφοριών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πλήρως απρόβλεπτη φάση της τρομοκρατίας, η οποία δεν αποτελεί απλώς απειλή για την ασφάλειά μας, αλλά επίσης απειλή για τη συνοχή μας και για τις δημοκρατίες μας. Κάνουμε ήδη πολλά στον τομέα της αντι-ριζοσπαστικοποίησης, με έμφαση και στο Internet. Ο επίτροπος Αβραμόπουλος και εγώ εγκαινιάσαμε πέρυσι το Αντιτρομοκρατικό Κέντρο στη Europol και το πράξαμε ακριβώς για να βελτιώσουμε τον διαμοιρασμό πληροφοριών, να μπορέσουμε να συνδέσουμε τις τελείες και να υποστηρίξουμε τα κράτη-μέλη. Η Europol διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διεθνή συνεργασία για την ασφάλεια και συνεργαζόμαστε στενά με τα κράτη-μέλη της ΕΕ αλλά και με χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας γίνεται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και η απάντησή μας μπορεί να είναι μόνο κοινή και ενωμένη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ