Η πολύκροτη δίκη σχεδόν 500 κατηγορουμένων για το περυσινό πραξικόπημα στην Τουρκία ξεκίνησε την Τρίτη, εν μέσω σοβαρών ερωτημάτων για το αν θα είναι δίκαιη.

Τα ερωτήματα αυτά προστίθενται σε εκείνα που έχουν προκύψει για το κατά πόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γνώριζε ότι επίκειτο πραξικόπημα αλλά το άφησε να εξελιχθεί ή, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση από το Κέντρο για την Ελευθερία της Στοκχόλμης (SCF), ότι ακόμη και ενορχήστρωσε ο ίδιος το πραξικόπημα προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του και να πατάξει την αντιπολίτευση.

Η δίκη, η οποία διεξάγεται σε κτίριο που ανεγέρθηκε ειδικά για την περίσταση έξω από την Αγκυρα, επικεντρώνεται στα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016 στην αεροπορική βάση Ακιντζί, την οποία η κυβέρνηση θεωρεί αρχηγείο των πραξικοπηματιών.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, από τη βάση αυτή, βορειοδυτικά της Αγκυρας, δόθηκαν οι εντολές προς τους πραξικοπηματίες και απογειώθηκαν τα F-16 που βομβάρδισαν τη Βουλή, το προεδρικό μέγαρο, το αρχηγείο των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και το κέντρο δορυφορικών επικοινωνιών.

Αν καταδικαστούν, πολλοί από τους 486 κατηγορουμένους (461 παρόντες συν επτά που δικάζονται ερήμην, συν 18 που αντιμετωπίζουν κατηγορίες αλλά δεν έχουν συλληφθεί) θα λάβουν ισόβια ποινή για κακουργήματα όπως απόπειρα δολοφονίας του προέδρου, παραβίαση του Συντάγματος, απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας και κατάληψη στρατιωτικών αρχηγείων.
Ο Ερντογάν έχει επανειλημμένως αναφερθεί σε δημόσιες ομιλίες του στην ανάγκη επανεισαγωγής της θανατικής ποινής προκειμένου να επιβληθεί στους πραξικοπηματίες.

Η Τουρκία κατάργησε τη θανατική ποινή το 2004, ως προϋπόθεση για να ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, και οι Βρυξέλλες απειλούν ότι αν η χώρα την επαναφέρει θα διακοπεί αμέσως η ενταξιακή της διαδικασία.

Τη νύχτα της 15ης Ιουλίου, για την οποία υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, σκοτώθηκαν 249 πολίτες και 30 πραξικοπηματίες.

Από την επομένη του πραξικοπήματος ως σήμερα ο Ερντογάν επιβάλλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην Τουρκία και πραγματοποιεί άνευ προηγουμένου εκκαθαρίσεις: ως τις 31 Ιουλίου 2017 είχε απολύσει 145.711 δημοσίους υπαλλήλους, δασκάλους και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, 8.573 καθηγητές πανεπιστημίου και 4.424 δικαστές, είχε πραγματοποιήσει 122.756 προσαγωγές και 56.987 συλλήψεις, είχε κλείσει 149 μέσα ενημέρωσης, είχε συλλάβει 274 δημοσιογράφους και είχε κλείσει 2.099 σχολεία και πανεπιστήμια.

Οι τούρκοι αντιφρονούντες ζουν σε καθεστώς τρομοκρατίας. Μόνο την περασμένη εβδομάδα συνελήφθησαν, σύμφωνα με ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εσωτερικών, 1.098 άτομα –οι περισσότεροι (831 άτομα) για ανάμειξη στο πραξικόπημα (η οποία συνίσταται στο ότι έχουν διασυνδέσεις με το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο ο Ερντογάν θεωρεί εγκέφαλο του πραξικοπήματος) και οι υπόλοιποι για διασυνδέσεις με το κουρδικό ΡΚΚ (213 άτομα), το Ισλαμικό Κράτος (46 άτομα) και «αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις» (οκτώ άτομα).

«Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστούν η απόπειρα πραξικοπήματος και η αντιδημοκρατική ιδεολογία που τη συνοδεύει είναι να παρασχεθεί μια πολιτική ατμόσφαιρα στην οποία ανεξάρτητα δικαστήρια θα μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη με τρόπο που οι πολίτες δεν θα έχουν καμία αμφιβολία»
έγραψε ο Μουράτ Γετκίν, αρθρογράφος της «Χουριέτ».

«Δυστυχώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο σήμερα. Πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε εντός του ΑΚΡ (σ.σ.: του κυβερνώντος κόμματος, τον περασμένο μήνα) έδειξε ότι πάνω από το 75% των υποστηρικτών του ΑΚΡ θεωρούν την απονομή της δικαιοσύνης σοβαρό πρόβλημα».

«Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε όσους επιθυμούν να καταλύσουν τη δημοκρατική τάξη είναι να μην πέσουμε στην παγίδα του να περιορίσουμε τα δημοκρατικά δικαιώματα αλλά, αντίθετα, να τα ενισχύσουμε»
κατέληξε ο Γετκίν. Ο Ερντογάν όμως φαίνεται να διαφωνεί.
Ποιοι δικάζονται ως πρωτεργάτες

Ο κυριότερος κατηγορούμενος είναι ο 76χρονος ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν, ιδρυτής του κινήματος Χιζμέτ, το οποίο ο φιλοκυβερνητικός τουρκικός Τύπος χαρακτηρίζει «τρομοκρατικό» –όπως και σχεδόν οτιδήποτε και οποιονδήποτε αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση.

Ο Γκιουλέν δικάζεται ερήμην διότι ζει αυτοεξόριστος στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, οι οποίες αρνούνται να τον εκδώσουν στην Τουρκία παρά τις επίμονες εκκλήσεις της Αγκυρας. Η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι δεν τον εκδίδει επειδή δεν έχει λάβει επαρκείς αποδείξεις για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα.

Ερήμην δικάζεται επίσης ο 50χρονος Αντίλ Οκσούζ, καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαγγάριου, που κατηγορείται για την οργάνωση του πραξικοπήματος. Συνελήφθη κοντά στη βάση Ακιντζί την επομένη του πραξικοπήματος αλλά αφέθηκε ελεύθερος λίγες ώρες αργότερα και έκτοτε καταζητείται. Πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι διώξεις 28 ατόμων που θα παραπεμφθούν σε χωριστή δίκη για την απελευθέρωσή του.
Ο Οκσούζ φιγουράρει στην «κόκκινη λίστα» με τους κορυφαίους καταζητούμενους για τρομοκρατία στην Τουρκία, η οποία προσφέρει 1,1 εκατ. δολάρια για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψή του. Αφού δεν μπορεί να βρει τον Οκσούζ, που πιστεύεται ότι έχει διαφύγει στο εξωτερικό, η κυβέρνηση συνέλαβε και απέλυσε από τις δουλειές τους τον επίσης καθηγητή Πανεπιστημίου αδελφό του, τη σύζυγο αυτού (κατηγορείται ότι χρησιμοποιούσε το σύστημα αποστολής ασφαλών sms ByLock και για συμμετοχή στο κίνημα του Γκιουλέν), τη σύζυγο άλλου αδελφού του Οκσούζ, τον πεθερό και την πεθερά του, μια συγγενή του δασκάλα στον Μαρμαρά, δύο δημοσιογράφους συγγενείς του, τον γαμπρό του (σύζυγο αδελφής του) και άλλους συγγενείς του, καθώς και δύο συνεργάτες του στο πανεπιστήμιο.
Επόμενος στην «ιεραρχία» των κατηγορουμένων είναι ο 62χρονος Κεμάλ Μπατμάζ που, σύμφωνα με την κυβέρνηση, ταξίδεψε μαζί με τον Οκσούζ στις ΗΠΑ για να συναντήσει τον Γκιουλέν στις 11-13 Ιουλίου, δύο ημέρες πριν από το πραξικόπημα.

Ο Μπατμάζ ήταν διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας Χάρτου Kaynak, θυγατρικής της Kaynak Holding που θεωρείται ότι έχει διασυνδέσεις με το κίνημα του Γκιουλέν, και ένας από τους «μη στρατιωτικούς πρωτεργάτες του πραξικοπήματος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ