Η είδηση την Παρασκευή για τον πιθανό θάνατο του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι από το ρωσικό υπουργείο Αμυνας συνέπεσε με την κλιμάκωση της στρατιωτικής επιχείρησης των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) για την ανακατάληψη της Ράκα αλλά και την ολοκλήρωση της περικύκλωσης της παλιάς πόλης της Μοσούλης από τις ιρακινές δυνάμεις. Παρότι τη στιγμή που γραφόταν αυτό το κείμενο δεν υπήρχε επίσημη επιβεβαίωση από καμία πλευρά για την τύχη του αρχηγού του Ισλαμικού Κράτους, οι ρωσικές αρχές είπαν ότι εξετάζουν το ενδεχόμενο ο Αλ Μπαγκντάντι να σκοτώθηκε στη διάρκεια ρωσικής αεροπορικής επίθεσης στη Συρία στα τέλη του περασμένου μήνα. Η είδηση μεταδιδόταν από τη συριακή τηλεόραση ήδη από την αρχή της εβδομάδας.
Πολλές φορές στο παρελθόν υπήρξαν αναφορές που έκαναν λόγο για θάνατο του Αλ Μπαγκντάντι (όπως αυτή της συριακής κυβέρνησης που ισχυρίστηκε ότι ένα μαχητικό της τον σκότωσε στις 10 Ιουνίου), ωστόσο επρόκειτο για την πρώτη φορά που η Ρωσία προέβη σε σχετική ανακοίνωση. Στις 28 Μαΐου η Μόσχα βομβάρδισε περιοχή της Ράκα με στόχο μια συνάντηση που είχαν εκεί ηγετικά μέλη του Ισλαμικού Κράτους. Σύμφωνα με το ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Sputnik, στη διάρκεια της αεροπορικής επιδρομής σκοτώθηκαν 30 διοικητές του Ισλαμικού Κράτους και περίπου 300 στρατιώτες.
Αυτοαποκαλούμενος ως «χαλίφης Ιμπραΐμ», ο Αλ Μπαγκντάντι βρέθηκε στη λίστα με τους πλέον καταζητούμενους τρομοκράτες στον κόσμο. Ηταν τον Ιούλιο του 2014 που έκανε την πρώτη και μοναδική δημόσια εμφάνισή του, μετά τη δραστηριοποίηση του Ισλαμικού Κράτους. Με ένα βιντεοσκοπημένο μήνυμα από τέμενος της Μοσούλης, ο Αλ Μπαγκντάντι κάλεσε τους μουσουλμάνους σε ιερό πόλεμο, λίγο μετά την κατάληψη της πόλης από την οργάνωση και την ίδρυση του χαλιφάτου του.
Εκτοτε ήταν άγνωστο το πού ακριβώς βρισκόταν, αν και πιστεύεται ότι κρυβόταν στη Μοσούλη μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε η επιχείρηση ανακατάληψης της πόλης από τις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών τον Οκτώβριο του 2016. Τον Μάιο ανακοινώθηκε ότι η επιχείρηση εισήλθε στην τελική της φάση, ενώ την περασμένη εβδομάδα ο ιρακινός στρατός βρισκόταν ένα βήμα πριν από την περικύκλωση της παλιάς πόλης, από όπου το 2014 ξεκίνησε το χαλιφάτο. Εκτιμάται ότι 200.000 άμαχοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη Μοσούλη ενώ περίπου 800.000 έχουν αναγκαστεί να την εγκαταλείψουν.
Παράλληλα εντείνονται και οι μάχες για την ανακατάληψη της Ράκα στη Συρία, με τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους να αντιστέκονται σθεναρά στην προέλαση του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ αραβοκουρδικού SDF στα δυτικά, ανατολικά και βόρεια τμήματα της πόλης. Η μάχη για την ανακατάληψη της Ράκα έχει προκαλέσει τον «ξεριζωμό» 160.000 κατοίκων, ενώ πιστεύεται ότι περίπου 4.000 μαχητές του Ισλαμικού Κράτους βρίσκονται ταμπουρωμένοι στην πόλη. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών κάνει λόγο για εκτεταμένες απώλειες αμάχων εξαιτίας των συμμαχικών αεροπορικών επιδρομών που ανοίγουν τον δρόμο για την προέλαση του SDF. Στη Ράκα βρίσκονται εγκλωβισμένοι περίπου 50.000-100.000 πολίτες.

Πόλεμος στον διαδικτυακό εξτρεμισμό

Κοινή στρατηγική ενάντια στην τρομοκρατική απειλή ανακοίνωσαν η βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, με έμφαση στην αντιμετώπιση του διαδικτυακού εξτρεμισμού. Ανακοινώνοντας την πρωτοβουλία από το Παρίσι – όπου βρέθηκε η Μέι την περασμένη εβδομάδα στην πρώτη της επίσκεψη στο εξωτερικό μετά την εκλογή της – οι δύο ηγέτες δήλωσαν ότι εξετάζονται τρόποι προκειμένου να επιβάλλονται πρόστιμα σε εταιρείες τεχνολογίας οι οποίες δεν απομακρύνουν το υλικό που σχετίζεται με τρομοκρατικές δραστηριότητες.

Η βρετανή πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι το Διαδίκτυο δεν θα πρέπει να αποτελεί «καταφύγιο» για τους τρομοκράτες, με τη βρετανική κυβέρνηση να επιθυμεί την ψήφιση νομοθετικού πλαισίου που θα υποχρεώνει εταιρείες όπως η Facebook, η Google και η Twitter να βελτιώσουν την παρακολούθηση και τον έλεγχο του εξτρεμιστικού υλικού και περιεχομένου που υποκινεί τη βία και το μίσος. Η αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας αποτελεί προτεραιότητα για τις δύο κυβερνήσεις. Η Βρετανία επλήγη από δύο τρομοκρατικές επιθέσεις σε Μάντσεστερ και Λονδίνο, σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα και ενώ βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο.

Η Γαλλία έχει δεχθεί πολύνεκρες επιθέσεις με κυριότερες εκείνες στο Παρίσι το 2015 και στη Νίκαια το 2016, στις οποίες περισσότερα από 200 άτομα έχασαν τη ζωή τους. Τα δύο κράτη δεσμεύθηκαν να συνεργαστούν με τις εταιρείες τεχνολογίας προκειμένου να τις βοηθήσουν να αναπτύξουν εργαλεία αναγνώρισης και αυτόματης αφαίρεσης του επικίνδυνου υλικού, υποχρεώνοντάς τες να παραχωρούν στοιχεία από τις υπηρεσίες τους εφόσον τους ζητηθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας.

Το Διαδίκτυο αποτελεί ένα εύκολα προσβάσιμο εργαλείο στρατολόγησης για τους τζιχαντιστές και η Δύση εδώ και χρόνια έχει καταλάβει ότι παρά τα μέσα που διαθέτει χάνει τον πόλεμο με το Ισλαμικό Κράτος σε αυτό το πεδίο. Πολλές φορές το μόνο που χρειάζεται η τρομοκρατική οργάνωση για να στρατολογήσει έναν παραπλανημένο νεαρό μουσουλμάνο είναι ένα βίντεο ή φωτογραφίες με τζιχαντιστικό υλικό.

Την ίδια στιγμή, για να εξαπολύσει ένας «μοναχικός λύκος» μια φονική επίθεση, δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση ή ταξίδια στη Συρία αλλά μερικές οδηγίες από το Διαδίκτυο. Το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποιεί εξελιγμένες τεχνικές για την επικοινωνία με τους υποστηρικτές του ανά τον κόσμο για τη διάδοση της προπαγάνδας του και τη στρατολόγηση των μελών του.

Η καταπολέμηση της τρομοκρατικής απειλής στο Διαδίκτυο μετρά ελάχιστες επιτυχίες. Μία από αυτές, σύμφωνα με το περιοδικό «Foreign Affairs», είναι η συνεργασία της αμερικανικής κυβέρνησης με ΜΚΟ για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής παρουσίας του Ισλαμικού Κράτους.

Η οργάνωση Counter Extremism Project, για παράδειγμα, υιοθέτησε ένα softaware για hashtags, το οποίο αναγνωρίζει τις ψηφιακές υπογραφές σε εικόνες και αρχεία ήχου ή βίντεο που αναρτώνται στο Διαδίκτυο και στη συνέχεια συγκρίνονται με τις υπογραφές σε μία βάση δεδομένων με υλικό από γνωστούς τρομοκράτες. Αν ταιριάξουν τότε το υλικό αφαιρείται αυτόματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ