Την Πέμπτη 8 Ιουνίου, σχεδόν έναν μήνα μετά την αναπάντεχη αποπομπή του, όταν ο Τζέιμς Κόμι σταθεί ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας για να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με κάποια από τα πεπραγμένα του 45ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, οι αμερικανοί πολίτες αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος θα γίνουν μάρτυρες μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες, αν όχι κρίσιμες, στιγμές από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε τα καθήκοντά του.

Στην Ουάσινγκτον επικρατεί εδώ και αρκετές εβδομάδες έντονος αναβρασμός και αυτό γιατί ο πρώην επικεφαλής του FBI θα κληθεί κατά πάσα πιθανότητα ν’ απαντήσει σε τρία πολύ σημαντικά ερωτήματα: πρώτον, αληθεύει ότι ο Τραμπ αποπειράθηκε να τον πείσει να τερματίσει έρευνα σχετικά με τις επαφές του Μάικλ Φλιν – πρώην ανώτερου συμβούλου ασφαλείας του Λευκού Οίκου – με ρώσους αξιωματούχους; Δεύτερον, αποτελεί γεγονός ότι ο αμερικανός πρόεδρος ζήτησε, αν όχι απαίτησε, την απόλυτη «αφοσίωσή» του; Και, τρίτον, κατά πόσο σχετίζεται η καθαίρεσή του με την απροθυμία του να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του επικεφαλής του; Όλα αυτά στο ευρύτερο πλαίσιο των ολοένα εντεινόμενων ερευνών για την ενδεχόμενη συνεργασία επιτελικών στελεχών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ με το Κρεμλίνο, ενόψει των εκλογών του περασμένου Νοεμβρίου.

Ο Τραμπ έχει αρνηθεί ότι ζήτησε τον τερματισμό της έρευνας για τον Μάικλ Φλιν αλλά στην περίπτωση που ο Κόμι τον αντικρούσει, κομίζοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ο ίδιος φέρεται να έχει στην κατοχή του, τότε αυτό θα πλήξει ανεπανόρθωτα τον Λευκό Οίκο. Μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως μια τέτοια απαίτηση από την πλευρά του προέδρου θα μπορούσε να εκληφθεί ως παρεμπόδιση της δικαιοσύνης. «Γνωρίζουμε, σύμφωνα με τους κανόνες του Watergate, ότι ο πρόεδρος δεν πρέπει να παρεμβαίνει μια έρευνα εν εξελίξει. Θα ήταν αδιανόητο εάν ο πρόεδρος προέβη σε μια τέτοια ενέργεια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Μαρκ Γουόρνερ.

Λίγοι είναι οι μη πολιτικοί που κατάφεραν να προκαλέσουν μεγαλύτερη αναταραχή στην πολιτική σκηνή της Ουάσινγκτον από τον Κόμι τα τελευταία χρόνια.

Τον περασμένο Ιούλιο συγκλόνισε το πολιτικό κατεστημένο όταν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, παρότι ανακοίνωσε ότι η Χίλαρι Κλίντον υπήρξε «εξαιρετικά ανεύθυνη» όσον αφορά τη χρήση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της κατά την παραμονή της στο αμερικανικό ΥΠΕΞ, υποστήριξε ότι οι ενέργειες της υποψήφιας των Δημοκρατικών για την προεδρία δεν επέβαλλαν την άσκηση ποινικής δίωξης.

Έφερε και πάλι τα πάνω κάτω στην προεκλογική εκστρατεία 11 ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών, όταν ενημέρωσε το Κογκρέσο για την επανέναρξη των ερευνών για την ηλεκτρονική αλληλογραφία της πρώην Πρώτης Κυρίας, μόνο και μόνο για να την κλείσει εκ νέου έπειτα από μερικές ημέρες, ενώ τον περασμένο Μάρτιο τράβηξε την παγκόσμια προσοχή όταν εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών για να ανακοινώσει ότι το FBI είχε ήδη ξεκινήσει, από τον περασμένο Ιούλιο, τη διεξαγωγή έρευνας για την ενδεχόμενη συνέργεια της Μόσχας και ανθρώπων του Τραμπ με στόχο να επηρεάσουν την εκλογική διαδικασία.

Αλλά αυτήν τη φορά ο Κόμι είναι πιθανό απογοητεύσει όλους όσοι αναμένουν το ξέσπασμα μιας νέας αντιπαράθεσης ή ακόμα και ενός σκανδάλου με πρωταγωνιστή – ποιον άλλον; – τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δεδομένου ότι η έρευνα για τον Μάικλ Φλιν αποτελεί μέρος των ερευνών σχετικά με το αποκαλούμενο Russiangate, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Κόμι δεν θ’ αποκαλύψει όλα όσα γνωρίζει για τη Ρωσία. Αλλά τα μέλη της επιτροπής σίγουρα θα επιδιώξουν να μάθουν λεπτομέρειες σχετικά με τις συναντήσεις και τις συνομιλίες του με τον Τραμπ αλλά και την άποψή του για τους λόγους της απομάκρυνσής του.

Πάντως τη Δευτέρα η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου δήλωσε ότι «προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή και εις βάθος έρευνα των γεγονότων που εξετάζει η Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας, ο πρόεδρος Τραμπ δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του (να προβάλει βέτο) αναφορικά με την προγραμματισμένη κατάθεση του Τζέιμς Κόμι».