Ο επίσημος στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα θα ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο να επιτευχθεί, μοιάζει όμως ακόμα πιο χλωμός μετά την απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν.

Η συμφωνία που υπογράφηκε το 2015 στο Παρίσι, με τη συμμετοχή σχεδόν όλης της διεθνούς κοινότητας, προβλέπει ότι η άνοδος της θερμοκρασίας μέχρι τα τέλη του αιώνα πρέπει να συγκρατηθεί κάτω από τους 2,0 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα του 19ου αιώνα.

Ήδη, η θερμοκρασία έχει ανέβει κατά σχεδόν 1,0 βαθμό Κελσίου, και τα περιθώρια είναι στενά.

Ένα βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ αφορά την ηγεσία της παγκόσμιας προσπάθειας -ο προκάτοχός του Μπαράκ Ομπάμα και ο κινέζος πρόεδρος Σι Ζινπίνγκ έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο δρόμο προς το Παρίσι συγκροτώντας συμμαχία μαζί με την ΕΕ και ορισμένα μικρά νησιωτικά κράτη.

Η Ευρώπη και η Κίνα -η οποία έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος παραγωγός αερίων του θερμοκηπίου- αναμένεται να εκδώσουν την Παρασκευή κοινό ανακοινωθέν με το οποίο επαναλαμβάνουν τη δέσμευσή τους στη συμφωνία και δηλώνουν την προθυμία τους να ηγηθούν.

Παραμένει ωστόσο αμφίβολο αν η διεθνής κοινότητα μπορεί να αναπληρώσει το κενό. «Πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο να καλύψει κανείς τον χώρο που αφήνουν άδειο οι Αμερικανοί» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Βίκτορ, ειδικός του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο.

Όπως σημειώνει, ακόμα και χωρίς την παρέμβαση του Τραμπ οι ΗΠΑ ήταν απίθανο να πετύχουν το στόχο που απορρέει από τη συνθήκη για μείωση των εγχώριων εκπομπών. Σύμφωνα με ανάλυση του οργανισμού Climate Action Tracker, οι περιβαλλοντικές πολιτικές που είχε καθιερώσει ο Μπαράκ Ομπάμα θα μείωναν τις εγχώριες εκπομπές κατά 10%, σε σχέση με τα επίπεδα του 2005, μέχρι το 2025. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται πολύ κάτω από το 26% για το οποίο είχαν δεσμευτεί οι ΗΠΑ βάσει της συμφωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για αρκετά ακόμα βιομηχανικά κράτη που κατέθεσαν ανεπαρκείς δεσμεύσεις για την περίοδο 2015-2030, δημιουργώντας επιφυλάξεις για την επίτευξη του στόχου των 2 βαθμών.

Υπάρχουν εξάλλου μελέτες που προειδοποιούν ότι μια άνοδος της θερμοκρασίας κατά περισσότερους από 2 βαθμούς είναι ήδη αναπόφευκτη, ό,τι μέτρα κι αν ληφθούν. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί προβλέψει με σιγουριά, αφού ο βαθμός αβεβαιότητας είναι μεγάλος.

Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας έχει ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια και οι αγορές ενέργειας σε όλο τον κόσμο συνεχίζει τη μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας.

Και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία θα κοστίσει στην οικονομία τους λόγω μείωσης των επενδύσεων σε ΑΠΕ και νέες τεχνολογίες ενέργειας.

Λίγο πριν ανακοινωθεί η απόφαση Τραμπ, εξάλλου, 25 αμερικανικές εταιρείες, ανάμεσά τους οι Google, Facebook, Apple, Microsoft, Intel, HP, Morgan Stanley και Unilever επισήμαιναν με καταχώρησή τους στον Τύπο ότι η Συμφωνία του Παρισιού θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα, θα αύξανε τις θέσεις εργασίας και θα μείωνε τους επιχειρηματικούς κινδύνους.

Εκτός από τη βιομηχανία, αρκετές πολιτείες, όπως η Καλιφόρνια, η Νέα Υόρκη και η Ουάσινγκτον, δήλωσαν ότι θα υλοποιήσουν τα δικά τους μέτρα μείωσης των εκπομπών ανεξάρτητα από την απόφαση Τραμπ.